31 Οκτωβρίου, 2025
Πρωτοσέλιδα

Η εξωτερική πολιτική της «διαθεσιμότητας» και το τίμημα για την Ελλάδα

- Η χώρα μας στη λάθος πλευρά της ασημαντότητας

Στην είσοδο της Συνόδου για τη Γάζα στην Αίγυπτο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης πλησιάζει τον Ντόναλντ Τραμπ με την τυπική αυτοπεποίθηση ενός πρωθυπουργού που περιμένει μια αυτονόητη αναγνώριση. Ο Αμερικανός πρόεδρος στρέφεται προς το μέρος του, τον κοιτάζει εξεταστικά, και προτού καν δεχτεί το χέρι που του τείνεται, πετάει την αφοπλιστική φράση: «Ποιος είσαι εσύ;». Δεν πρόκειται για κακόγουστο αστείο, ούτε για κατασκεύασμα των διαδικτυακών τρολ. Είναι μια σκηνή που έχει ήδη γίνει αναφορά με κάθε φυσιολογικότητα σε δημοσιογραφικές και διπλωματικές συζητήσεις στην Αθήνα. Αν κάποιος ήθελε να τη διαβάσει με θετικό τρόπο, ίσως και να ανακουφιζόταν: αν δεν σε ξέρει, τουλάχιστον δεν σε αντιπαθεί.

Και ενώ η εικόνα αυτή ταξιδεύει μέσω ψιθύρων πίσω στην ελληνική πρωτεύουσα, η νέα πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα, Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, παραχωρεί συνέντευξη στη «Vogue Greece». Σε μια στιγμή η δημοσιογράφος τη ρωτά πώς σχολιάζει το γεγονός ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν έχει ακόμα συναντηθεί με τον Αμερικανό πρόεδρο. Η απάντηση έρχεται χωρίς δισταγμό: «Θα είναι όλα καλά. Στέλνει εμένα!».

Λίγες λέξεις που μοιάζουν χαριτωμένες, αν δεν αποκάλυπταν την πραγματικότητα: η Ουάσινγκτον δεν χρειάζεται να βλέπει τον Μητσοτάκη. Θεωρεί ότι η «δουλειά» τρέχει κανονικά μέσω της πρεσβείας. Και η πρεσβευτής φαίνεται να έχει απευθείας γραμμή εκεί που πρέπει —στο Οβάλ Γραφείο και στον υπουργό Εξωτερικών της νέας αμερικανικής διοίκησης, με τον οποίο τη συνδέει στενή πολιτική σχέση.

Την ίδια στιγμή, στα κυριακάτικα φύλλα, δημοσιεύματα-ρεπορτάζ συμφωνούν σε ένα κοινό συμπέρασμα: έχει εγκαταλειφθεί ολοκληρωτικά στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ η ιδέα μιας «συναντίληψης» με τη Ρωσία για τον διαμοιρασμό της ευρωπαϊκής αγοράς φυσικού αερίου. Πλέον προκρίνεται ένα και μόνο δόγμα: κυριαρχία των ΗΠΑ μέσω του σχιστολιθικού LNG. Αυτό σημαίνει υποβάθμιση του ρωσικού TurkStream και ταυτόχρονη αναβάθμιση του κάθετου άξονα που ξεκινά από τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας.

Ποιο σημείο βρίσκεται πάλι στο επίκεντρο του αμερικανικού ενδιαφέροντος; Η Αλεξανδρούπολη. Η ίδια πόλη που εδώ και χρόνια έχει μετατραπεί σε ενεργειακό ορμητήριο των ΗΠΑ προς την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Η ίδια πόλη που για την Ουάσινγκτον αξίζει πολλά περισσότερα από το όνομα όποιου υπογράφει στο Μαξίμου.

Και κάπως έτσι αρχίζουν να ξεδιπλώνονται τα πραγματικά δεδομένα. Για τους Αμερικανούς έχει ελάχιστη σημασία το πρόσωπο του Έλληνα πρωθυπουργού. Η προτεραιότητα τους είναι μία: να μετατραπεί η Ελλάδα —και όχι η ηγεσία της— σε πιστό διάδρομο μεταφοράς πλούτου, ενέργειας και ισχύος προς βορρά.

Η δήλωση Γκίλφοϊλ περί «νέων κεφαλαίων στην ελληνική πολιτική ιστορία» δεν ηχεί απλώς ανορθόδοξη. Ηχεί σαν προαναγγελία αλλαγής φρουράς, σαν μήνυμα ότι η Ουάσινγκτον θέλει να διαχωρίσει τη θέση της από το παλαιό φθαρμένο πολιτικό προσωπικό και να φέρει στο προσκήνιο κάτι νέο —σε απόλυτη συμφωνία με τις δικές της επιδιώξεις.

Το δεύτερο που αναδύεται με οδυνηρή καθαρότητα είναι ότι οι ΗΠΑ σχεδιάζουν πλέον να συνδέσουν ευθέως τα ενεργειακά συμφέροντα της Ευρώπης με την επίλυση εκκρεμοτήτων που καθορίζουν την ελληνική κυριαρχία: το Κυπριακό και την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών στη Μεσόγειο. Η ανάγκη για ταχεία διευθέτηση των αγωγών και των θαλάσσιων ενεργειακών διαδρομών φέρνει κοντά αποφάσεις που για εμάς δεν είναι τεχνικές αλλά υπαρξιακές.

Και από τις πληροφορίες που διαρρέουν για τον τρόπο διεξαγωγής της επικείμενης διάσκεψης για την ασφάλεια στη Μεσόγειο προκύπτουν δύο ενδείξεις εξαιρετικά ανησυχητικές: πρώτον, έρχεται «εξπρές» λύση στο Κυπριακό ως απαραίτητη προϋπόθεση για να προχωρήσουν όλα τα υπόλοιπα —και η λύση αυτή φοβίζει. Δεύτερον, προδιαγράφεται υποχώρηση της ελληνικής θέσης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, με επιστροφή σε χάρτες και παραχωρήσεις που η Ελλάδα είχε βάλει ανέμελα στο τραπέζι το 2003, όταν νόμιζε ότι κάνει «εξευρωπαϊσμό».

Με απλά λόγια: η Δύση ζητά από την Ελλάδα να υπηρετήσει έναν γεωπολιτικό ρόλο που οδηγεί σε απώλεια κυριαρχίας χωρίς αντίκρισμα. Ένας αγωγός-χάος που μας θέλει περήφανους για τις βάσεις και τους τερματικούς φορτωμένους LNG, αλλά αδιάφορους για το τι χάνουμε στα χωρικά ύδατα, στον εναέριο χώρο, στην ίδια μας την υπόσταση ως κράτος.

Και όλα αυτά, ενώ η ελληνική ηγεσία μοιάζει να μην έχει διδαχθεί τίποτε από τη στάση του Ερντογάν απέναντι στον Τραμπ. Ο Τούρκος πρόεδρος, παρά τις συγκρούσεις, κράτησε ανοικτό δίαυλο και όταν ήρθε η ώρα των δύσκολων αποφάσεων, ο Τραμπ τον αναγνώρισε ως παίκτη —όχι ως κομπάρσο. Αντίθετα, ο Έλληνας πρωθυπουργός προσέφερε «προβλεψιμότητα» ως αντάλλαγμα για… αφάνεια. Και πέντε χρόνια μετά, ο ίδιος άνθρωπος που του έλεγε «θα είμαστε προβλέψιμος σύμμαχος», ακούει το «ποιος είσαι εσύ;».

Το πραγματικό πρόβλημα όμως μεταφέρεται ήδη στη «μετά-Μητσοτάκη» εποχή. Γιατί πολλοί από εκείνους που αυτοπροβάλλονται σήμερα ως διάδοχοι του σημερινού πρωθυπουργού μοιάζουν να έχουν αντιληφθεί το παιχνίδι μόνο στη χειρότερη δυνατή του εκδοχή: όχι ως μάχη για τα ελληνικά συμφέροντα, αλλά ως διαγωνισμό ποιος θα εξυπηρετήσει καλύτερα την υπερδύναμη.

Διατυπώνουν προτάσεις που διευκολύνουν την Ουάσινγκτον πριν καν κατοχυρώσουν τι θα κερδίσει η Ελλάδα. Μιλούν σαν να θέλουν να αποδείξουν ότι μπορούν να «κάνουν πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά τη δουλειά», χωρίς να θέτουν ούτε μία κόκκινη γραμμή υπέρ της χώρας τους. Είναι οι «διαθέσιμοι» που γεμίζουν την πολιτική σκηνή —έτοιμοι για όλα, εκτός από αυτό που πραγματικά χρειάζεται: εθνική ηγεσία.

Γι’ αυτό και μια παλαιά φράση αρχίζει να επιστρέφει —όχι ρομαντικά, αλλά από ανάγκη. Όπως την αποδίδει ένας έμπειρος διπλωμάτης σε όσους ακόμη ανησυχούν για το μέλλον: «ο Θεός σώζοι την Ελλάδα».

Στη σημερινή μας γλώσσα: ο Θεός να μας φυλάει. Όχι από τους ξένους. Από εκείνους εδώ μέσα που έχουν βιαστεί να παραδώσουν το μέλλον της χώρας για να τους θυμούνται οι ισχυροί —ή, ακόμη χειρότερα, για να μην τους θυμάται κανείς.