Ο τουρισμός στην Ελλάδα ανθεί και είναι το μόνο πεδίο όπου η χώρα δείχνει να ευδοκιμεί αβίαστα, σχεδόν φυσικά. Δεν μιλάμε για τους εκατομμύρια επισκέπτες που κατακλύζουν κάθε χρόνο τα νησιά και τις πόλεις ούτε για τα νούμερα που διαφημίζουν οι κυβερνώντες ως απόδειξη οικονομικής επιτυχίας.
Ο λόγος αφορά τους άλλους τουρίστες, τους μόνιμους, αυτούς που ζουν εδώ, τα περίπου δέκα εκατομμύρια κατοίκους της χώρας. Αν και οι δημογραφικές έρευνες δείχνουν ότι ο αριθμός τους μειώνεται, το ζήτημα αυτό δεν φαίνεται να απασχολεί κανέναν σοβαρά.
Ποια άλλη χώρα στον κόσμο θα μπορούσε να ξεκινά τη μέρα της με δέκα εκατομμύρια τουρίστες ως αφετηρία; Τουρίστες στην πολιτική, στα εθνικά ζητήματα, στην κοινωνική δράση, στην πρωτοβουλία, στην ίδια τη ζωή τους. Ένας λαός που στέκεται παρατηρητής ακόμη και μέσα στο ίδιο του το σπίτι, όπου πολλοί συμπεριφέρονται ως κακομαθημένοι επισκέπτες της ίδιας τους της οικογένειας.
Προχθες είδαμε τα σύγχρονα οπλικά συστήματα, αποκτήματα πληρωμένα από το υστέρημα αυτών των εσωτερικών τουριστών. Διαβάσαμε και τα πρωτοσέλιδα του καθεστωτικού Τύπου να μιλούν για «επίδειξη στρατιωτικής ισχύος». Όμως αν το θάρρος σήμερα εξαντλείται στην απομακρυσμένη καθοδήγηση ενός drone, τότε ποια σχέση έχουν όλα αυτά τα ψυχρά μηχανήματα με τους ήρωες που πολέμησαν στα βουνά της Ηπείρου;
Τι είδους ανδρεία είναι αυτή που πατώντας μερικά κουμπιά μπορεί να σκορπίσει τον θάνατο από ασφάλεια χιλιομέτρων μακριά; Και πώς μπορεί ο χειριστής, λίγα λεπτά αργότερα, να επιστρέφει στην οικιακή του κανονικότητα, ρωτώντας απλώς αν είναι έτοιμο το φαγητό;
Η δυστοπία έχει πλέον συμπληρωθεί. Ψεύτικοι ήρωες που δεν διακινδυνεύουν τίποτα καθορίζουν με τη βοήθεια της τεχνολογίας νέους απάνθρωπους κανόνες πολέμου. Το ίδιο συμβαίνει και στην πολιτική, όπου άνθρωποι χωρίς υπόσταση, δημιουργήματα των μέσων ενημέρωσης, αναλαμβάνουν με τις ευλογίες χειροκροτητών-ρομπότ τη διαχείριση της ζωής και της πατρίδας.
Και μέσα σε αυτό το θέατρο υποκρισίας βλέπουμε κυβερνητικούς εκπροσώπους να γονατίζουν με περίσσιο θράσος μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη, ενώ συμμετέχουν ενεργά σε μια εξουσία που έχει αιχμαλωτίσει οικονομικά και κοινωνικά τις επόμενες γενιές.
Από πού αντλούν το δικαίωμα να εκπροσωπούν τον λαό στις εθνικές επετείους; Με ποιο ηθικό κύρος μιλούν για τα κατορθώματα των Ελλήνων ηρώων του ’40, όταν οι ίδιοι αποτελούν σύμβολα παρακμής και πολιτικής απάθειας;
Δεν ανησυχούν όμως, γιατί ξέρουν πως δεν θα υπάρξει αντίδραση. Απέναντί τους δεν βρίσκονται πολίτες με συλλογική μνήμη και συνείδηση, αλλά μια μάζα ανθρώπων αποκομμένων από το παρελθόν τους, τουριστών αδιάφορων και ανιστόρητων, που περιφέρονται μέσα στην ίδια τους τη χώρα σαν να βρίσκονται σε ξένο τόπο.
Η κοινωνία έχει υιοθετήσει μια τουριστική αδιαφορία απέναντι στα πάντα. Αντιμετωπίζουμε την πολιτική, την αδικία και τη διαφθορά όπως ο περαστικός αντιμετωπίζει τα στραβά ενός ξένου τόπου, με στιγμιαία ενόχληση και γρήγορη λήθη. Έτσι η χώρα πορεύεται με τον αυτόματο πιλότο, μέσα σε ένα αργόσυρτο δράμα όπου όλοι είναι θεατές και κανείς δεν μένει για να δώσει μάχη.
Υστερόγραφο: Να τιμούν το Έπος του ’40 οι Μητσοτάκηδες, οι Γεωργιάδηδες, οι Κυρανάκηδες, οι Πέτσες και οι Αγαπηδάκηδες… Και μη χειρότερα.


 
					 
					 
					 
					 
					 
					 
					 
					 
					 
					 
						
			 
					
									 
																		 
																		 
																		 
																		 
																		