Η ελληνική οικονομία παρουσιάζει τα τελευταία δύο χρόνια θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης, με την εγχώρια ζήτηση να στηρίζει την παραγωγική δραστηριότητα. Η απασχόληση βελτιώνεται, με την ανεργία να υποχωρεί σε σχέση με τα επίπεδα του 2021. Παρά την αποκλιμάκωση αυτή, οι νέοι εργαζόμενοι εξακολουθούν να καταγράφουν ποσοστά ανεργίας σημαντικά υψηλότερα από τον μέσο όρο, ενώ οι γυναίκες παραμένουν περισσότερο εκτεθειμένες στον κίνδυνο αποκλεισμού από την αγορά εργασίας σε σχέση με τους άνδρες, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Οι μισθολογικές αποδοχές έχουν αυξηθεί την τελευταία διετία, όμως η παραγωγικότητα της εργασίας εμφανίζει χαμηλότερους ρυθμούς μεταβολής. Το μοναδιαίο κόστος εργασίας καταγράφει άνοδο, εξέλιξη που συνδέεται με περιορισμένη ανταγωνιστικότητα έναντι άλλων ευρωπαϊκών οικονομιών. Η αύξηση των αμοιβών δεν συνοδεύεται από αντίστοιχη ενίσχυση της παραγωγικής ικανότητας των επιχειρήσεων.
Στο εξωτερικό εμπόριο, το ισοζύγιο παραμένει σε ελλειμματική θέση. Οι εισαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών υπερβαίνουν με συνέπεια τις εξαγωγές, ακόμη και όταν εξαιρούνται οι συναλλαγές πετρελαιοειδών. Η δομή του εμπορίου δείχνει υψηλή εξάρτηση από προϊόντα και πρώτες ύλες εξωτερικού, με την Ευρωπαϊκή Ένωση να αποτελεί τον κύριο προμηθευτή και εμπορικό εταίρο της χώρας. Η εξαγωγική βάση παραμένει περιορισμένη σε κλάδους μεσαίας ή χαμηλής προστιθέμενης αξίας.
Οι επενδύσεις αυξάνονται ονομαστικά, ωστόσο ο συνολικός σχηματισμός παγίου κεφαλαίου εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από το επίπεδο που απαιτείται για πλήρη κάλυψη των αναγκών της οικονομίας. Το παραγωγικό κενό που δημιουργήθηκε στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης δεν έχει ακόμη αποκατασταθεί. Η ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και η αναβάθμιση υποδομών παραμένουν περιορισμένες σε σχέση με τις ανάγκες της αγοράς.
Στο πεδίο των δημοσίων οικονομικών, τα αποτελέσματα δείχνουν τάση εξισορρόπησης των προϋπολογισμών, με σταδιακή βελτίωση των δημοσιονομικών δεικτών. Ωστόσο, το δημόσιο χρέος διαμορφώνεται διαρκώς σε πολύ υψηλά επίπεδα σε σχέση με το ΑΕΠ. Το γεγονός αυτό καθιστά αναγκαία τη συνεχή διατήρηση αυστηρού ελέγχου των δαπανών και την παρακολούθηση των χρηματοοικονομικών συνθηκών.
Οι τιμές στην οικονομία κινούνται αυξητικά την τελευταία διετία, με τα κόστη αγαθών και υπηρεσιών να επηρεάζουν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Η αποταμίευση παραμένει χαμηλή, ενώ η κατανάλωση στηρίζεται περισσότερο στη ρευστότητα της αγοράς και λιγότερο στη δημιουργία οικονομικών αποθεμάτων από τους πολίτες.
Η συνολική εικόνα των οικονομικών μεγεθών καταγράφει ταυτόχρονα θετικές και αρνητικές εξελίξεις. Η ανάπτυξη, η βελτίωση της απασχόλησης και η δημοσιονομική σταθεροποίηση συνυπάρχουν με περιορισμένη παραγωγικότητα, εμπορικά ελλείμματα, υψηλό χρέος, άνισους όρους ένταξης στην αγορά εργασίας και επίμονες πληθωριστικές πιέσεις. Οι δείκτες αυτοί παρακολουθούνται ως καθοριστικοί για την πορεία της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα έτη.

