Σε πορεία αποκλιμάκωσης βρίσκεται ο δείκτης του ελληνικού δημόσιου χρέους ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, με τη χώρα να σημειώνει τη μεγαλύτερη ετήσια μείωση μεταξύ όλων των κρατών–μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του ανεξάρτητου παρόχου μακροοικονομικών δεδομένων Haver Analytics. Παρά τη θετική αυτή εξέλιξη, η Ελλάδα εξακολουθεί να διατηρεί την πρώτη θέση στην Ευρώπη ως προς το ύψος του χρέους της, το οποίο φτάνει στο 151,2% του ΑΕΠ, ξεπερνώντας κατά πολύ χώρες όπως η Ιταλία, η Γαλλία, το Βέλγιο και η Ισπανία.

Αναλυτικότερα, μετά την Ελλάδα, η Ιταλία ακολουθεί με χρέος στο 138,3% του ΑΕΠ, η Γαλλία στο 115,8%, το Βέλγιο στο 106,2% και η Ισπανία στο 103,4%. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν ότι, παρά την πρόοδο στη δημοσιονομική εξυγίανση, ο ελληνικός λόγος χρέους προς ΑΕΠ παραμένει ο υψηλότερος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αντικατοπτρίζοντας τόσο το βάρος των δανείων των προηγούμενων δεκαετιών όσο και τη βραδεία ανάκαμψη της οικονομίας σε πραγματικούς όρους.
Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, το αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης για το έτος 2024 εκτιμάται σε πλεόνασμα 2,91 δισ. ευρώ, ενώ το ακαθάριστο ενοποιημένο χρέος της γενικής κυβέρνησης, σε ονομαστικές τιμές, υπολογίζεται στα 364,9 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί στο 154,2% του ΑΕΠ. Τα στοιχεία αυτά αποτυπώνουν μια μερική αποκλιμάκωση του λόγου χρέους, ωστόσο οι αναθεωρήσεις της ΕΛΣΤΑΤ σε σχέση με την προηγούμενη κοινοποίηση του Απριλίου φανερώνουν αυξημένο χρέος κατά 0,6% του ΑΕΠ και ελαφρώς μικρότερο πλεόνασμα κατά 0,1% του ΑΕΠ. Η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται κυρίως στην αναθεώρηση του ΑΕΠ, το οποίο αποδείχθηκε χαμηλότερο των αρχικών εκτιμήσεων, υποδεικνύοντας πιο ήπια αναπτυξιακή δυναμική για το 2024.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι στο τέλος του β’ τριμήνου του 2025 ο λόγος του ακαθάριστου χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ στην Ευρωζώνη διαμορφώθηκε στο 88,2%, παρουσιάζοντας ελαφρά αύξηση σε σχέση με το 87,7% του α’ τριμήνου. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά, το ποσοστό αυξήθηκε από 81,5% σε 81,9%. Η σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024 δείχνει επίσης άνοδο του δημόσιου χρέους τόσο στην Ευρωζώνη όσο και στην Ε.Ε., γεγονός που αποδίδεται κυρίως στην αύξηση των δαπανών για την άμυνα, την ενεργειακή κρίση και την επιβράδυνση της ανάπτυξης σε ορισμένες μεγάλες οικονομίες.
Η ανάλυση της σύνθεσης του χρέους καταδεικνύει ότι, στο τέλος του β’ τριμήνου του 2025, το 84,2% του δημόσιου χρέους στην Ευρωζώνη ήταν σε μορφή χρεογράφων, το 13,2% σε δάνεια και το 2,5% σε μετρητά και καταθέσεις. Αντίστοιχα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 83,7% του χρέους αφορούσε χρεόγραφα, το 13,8% δάνεια και το 2,5% μετρητά και καταθέσεις, αποτυπώνοντας τη γενική τάση εξάρτησης των κρατών από τις αγορές ομολόγων.
Η συνολική εικόνα δείχνει ότι, παρά τη σταδιακή αποκλιμάκωση του ελληνικού χρέους και τη βελτίωση των δημοσιονομικών δεικτών, η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα δανεισμού, τα οποία απαιτούν συνετή πολιτική διαχείριση και σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους τα επόμενα χρόνια.

