Οι πληροφορίες που διακινούνται το τελευταίο διάστημα στα ενδότερα του Μεγάρου Μαξίμου δεν θυμίζουν απλώς παραπολιτική φημολογία. Αντιθέτως, αποτυπώνουν μια υπόγεια αλλά έντονη αίσθηση πολιτικής κόπωσης και στρατηγικού αδιεξόδου στον πυρήνα της κυβερνητικής εξουσίας. Η εκτίμηση ότι τα προβλήματα στα εθνικά, διεθνή και εσωτερικά μέτωπα τείνουν να καταστούν μη αναστρέψιμα, δημιουργεί συνθήκες που ξεπερνούν την καθημερινή διαχείριση και αγγίζουν τον ίδιο τον τρόπο άσκησης της εξουσίας.
Η συσσώρευση κρίσεων δεν αφορά ένα μόνο πεδίο. Από τις γεωπολιτικές πιέσεις και τις ανοιχτές εκκρεμότητες στην εξωτερική πολιτική έως την κοινωνική φθορά στο εσωτερικό, με ζητήματα ακρίβειας, θεσμικής απαξίωσης και έλλειψης κοινωνικής συνοχής, το κυβερνητικό αφήγημα δείχνει να μην επαρκεί πλέον για να πείσει ή να καθησυχάσει. Σε αυτό το περιβάλλον, η ανησυχία μετατρέπεται σταδιακά σε φόβο: φόβο απώλειας ελέγχου των εξελίξεων.
Δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με πληροφορίες, επανέρχεται στο τραπέζι το σενάριο μιας κυβέρνησης Εθνικού Σκοπού. Η συζήτηση αυτή δεν αποτελεί ένδειξη συναίνεσης, αλλά μάλλον παραδοχή αδυναμίας. Όταν μια κυβέρνηση εξετάζει λύσεις υπεράνω κομμάτων, συνήθως το κάνει επειδή το υπάρχον πολιτικό σχήμα δεν επαρκεί για να απορροφήσει τους κραδασμούς. Η αναφορά σε συμμετοχή «προσωπικοτήτων» και όχι πολιτικών αρχηγών φανερώνει την προσπάθεια αποφυγής ανοιχτών πολιτικών συγκρούσεων, αλλά και τον φόβο πολιτικού κόστους.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το στοιχείο της «ήρεμης μετάβασης» στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας. Η φράση αυτή παραπέμπει ευθέως σε σενάρια εσωκομματικής αναδιάταξης, ενδεχομένως και αλλαγής σκυτάλης, με τρόπο ελεγχόμενο και χωρίς αιφνιδιασμούς. Οι «διασφαλίσεις για την επόμενη μέρα» δεν αφορούν μόνο πρόσωπα, αλλά και πολιτικές ισορροπίες, δίκτυα επιρροής και τη συνοχή του κυβερνώντος κόμματος.
Συμπεράσματα
Πρώτον, η συζήτηση περί κυβέρνησης Εθνικού Σκοπού δεν προκύπτει από πολιτική γενναιοδωρία, αλλά από αίσθηση αδιεξόδου. Είναι σύμπτωμα κρίσης στρατηγικής και όχι δείγμα ισχύος.
Δεύτερον, το γεγονός ότι τέτοια σενάρια εξετάζονται στο παρασκήνιο αποκαλύπτει ότι η κυβέρνηση προετοιμάζεται για ενδεχόμενες ανατροπές και όχι απλώς για διαχείριση της καθημερινότητας.
Τρίτον, η επίκληση της «ήρεμης μετάβασης» δείχνει ότι το πρόβλημα δεν περιορίζεται στην κοινωνία ή στο διεθνές περιβάλλον, αλλά διαπερνά τον ίδιο τον πυρήνα της κυβερνητικής και κομματικής λειτουργίας.
Τέλος, ανεξαρτήτως του αν τα σενάρια αυτά υλοποιηθούν, το πολιτικό σύστημα εισέρχεται σε φάση αυξημένης αστάθειας. Και σε τέτοιες περιόδους, οι εξελίξεις σπάνια ακολουθούν τον αρχικό σχεδιασμό όσων πιστεύουν ότι μπορούν ακόμη να τις ελέγξουν.

