ΙστορίαΜη Χάσετε

Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Φώτης Κόντογλου

Ο Φώτης Κόντογλου ήταν λογοτέχνης, ζωγράφος και αγιογράφος, από τα επίλεκτα μέλη της γενιάς του ’30, που αναζήτησε την ελληνικότητά της μέσα από την επιστροφή στις ρίζες. Γεννήθηκε σαν σήμερα στις 8 Νοεμβρίου 1895

Τα πρώτα χρόνια

Γεννήθηκε στο Αϊβαλί,τις αρχαίες Κυδωνίες, στις 8 Νοεμβρίου 1895 και ήταν γιος του Νικολάου Αποστολέλλη και της Δέσποινας Κόντογλου. Νήπιο ακόμη έχασε τον πατέρα του και ανατράφηκε από τη μητέρα του και τον θείο του ιερομόναχο Στέφανο Κόντογλου.

Όταν μεγάλωσε υιοθέτησε το οικογενειακό επίθετο της μητέρας του. Το συγγραφικό και εικαστικό του τάλαντο άνθισε νωρίς. Όντας μαθητής Γυμνασίου, εξέδιδε το περιοδικό «Μέλισσα» με κείμενα δικά του και των συμμαθητών του, τα οποία εικονογραφούσε ο ίδιος.

Στη σχολή Καλών Τεχνών

Το 1913 άφησε τη γενέθλια πόλη του και μετέβη στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών, παρότι προς στιγμήν σκέφθηκε να γίνει ναυτικός. Το κλίμα στη Σχολή δεν τον σήκωνε, αφού μεταξύ των καθηγητών του κυριαρχούσε το ακαδημαϊκό στυλ του Μονάχου, ενώ ο ίδιος ήταν φορέας άλλης αντίληψης, έχοντας γερά μέσα του ριζωμένο τον μικρασιατικό λαϊκό πολιτισμό. Λόγω οικονομικών δυσκολιών εργαζόταν ως ρετουσέρ στο φωτογραφείο Μπούκα και Καλιαμπέκου.

Ταξίδια στην Ευρώπη

Το 1914 εγκατέλειψε τη σχολή του και πήγε στο Παρίσι, όπου μελέτησε το έργο διαφόρων σχολών ζωγραφικής. Παράλληλα συνεργαζόταν με το περιοδικό Illustration και το 1916 κέρδισε το πρώτο βραβείο εικονογράφησης βιβλίου σε διαγωνισμό του περιοδικού, για την εικονογράφηση του βιβλίου του Κνουτ Χάμσουν «Η πείνα». Εργάστηκε ως τορναδόρος και ανθρακωρύχος. Το 1917 έκανε ταξίδια στην Ισπανία και την Πορτογαλία και το 1918 επέστρεψε στη Γαλλία.

Στο Παρίσι συνάντησε τον φίλο του και συμφοιτητή του Σπύρο Παπαλουκά, τον μετέπειτα σπουδαίο ζωγράφο. Την εποχή εκείνη έγραψε και το πρώτο του λογοτεχνικό έργο, την ιστορία του φανταστικού κουρσάρου «Πέδρο Καζάς».

Επιστροφή στο Αϊβαλί

Το 1919 επιστρέφει στο Αϊβαλί. Διδάσκει γαλλικά και ιστορία της τέχνης στο τοπικό παρθεναγωγείο. Παράλληλα, ιδρύει τον πνευματικό σύλλογο «Νέοι Άνθρωποι» μαζί με τους Ηλία Βενέζη και Στρατή Δούκα.

Το 1921 στρατεύεται και μετέχει στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Μετά την κατάρρευση του μετώπου και τον ξεριζωμό του ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας, φθάνει πρόσφυγας στη Λέσβο και στη συνέχεια στην Αθήνα.

Ταξίδι στο Άγιο Όρος και μετέπειτα καθιέρωση στην Αθήνα

Το 1923 έκανε ταξίδι στο Άγιο Όρος με πρόθεση να γίνει καλόγερος αλλά επέστρεψε στην Αθήνα. Την ίδια χρονιά πραγματοποίησε μια πρώτη έκθεση με έργα ζωγραφικής του στη Μυτιλήνη με τον Κωνσταντίνο Μαλέα. Μετέφερε την έκθεση τον ίδιο χρόνο στην Αθήνα στην αίθουσα του Λυκείου των Ελληνίδων, παρουσιαζόμενος για πρώτη φορά ως ζωγράφος στο αθηναϊκό καλλιτεχνικό κοινό. Το 1925 εξέδωσε το περιοδικό Φιλική Εταιρία.

Η κυκλοφορία τού «Πέδρο Καζάς» στην Αθήνα τον επιβάλλει αμέσως στους λογοτεχνικούς κύκλους. Το βιβλίο είναι η ιστορία ενός Ισπανού κουρσάρου, γραμμένη με ένα ασυνήθιστο δυναμισμό και σε μια γλώσσα γεμάτη νεύρο και παλμό, που αντλούσε άμεσα από τις λαϊκές ρίζες και τα λαϊκά βιβλία παλαιότερης εποχής.

Το 1925 παντρεύεται τη Μαρία Χατζηκαμπούρη και δύο χρόνια αργότερα γεννιέται η κόρη τους Δέσπω. Τα επόμενα χρόνια θα μοιράσει τον χρόνο του ανάμεσα στον χρωστήρα και τη γραφίδα, ενώ αξιόλογη είναι η θητεία του ως συντηρητή έργων τέχνης.

Το 1933 έλαβε τελικά το πτυχίο από τη Σχολή Καλών Τεχνών – Απολυτήριον γραφικής, με βαθμό Λίαν καλώς προκειμένου να διδάξει στο Κολλέγιο Αθηνών ζωγραφική και ιστορία της τέχνης.

Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου εργάστηκε ως συντηρητής εικόνων σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους: το 1931 στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, του οποίου ζωγράφισε το συντριβάνι, στο Μουσείο Κέρκυρας το 1935, στο Κοπτικό Μουσείο στο Κάιρο, το 1937 και μεταξύ 1936 και 1938 κατά διαστήματα στο Μυστρά όπου καθάριζε τις τοιχογραφίες των ναών του.[20]

Το 1932 κτίζει το σπίτι του στην οδό Βιζυηνού 16 στη Κυπριάδου στα Πατήσια, όπου μαζί με τους μαθητές του Τσαρούχη και Εγγονόπουλο ζωγραφίζουν με νωπογραφίες ένα δωμάτιό του.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, θύμα του μαυραγοριτισμού, αναγκάζεται να το πουλήσει για ένα σακί αλεύρι και μετακομίζει με την οικογένειά του σε ένα γκαράζ. Την εποχή αυτή ο Χριστιανισμός τον απορροφά εντελώς και αποφασίζει να τον διακονήσει ολόψυχα ως λογοτέχνης και ζωγράφος.

Το ζωγραφικό έργο του

Κατά τη διάρκεια των παιδικών και εφηβικών του χρόνων δεν είχαν εκδηλωθεί ερεθίσματα από τη βυζαντινή ζωγραφική. Η πρώτη χρονολογημένη ζωγραφιά του, με τίτλο Αγία Παρασκευή, ανάγεται στα 1912, όταν ήταν δεκαεπτά ετών. Ίσως να είναι παλιότερη ”η Καθιστή γριά”, γύρω στα 1910, όταν ήταν 15 ετών.

Όταν ήταν φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών ήρθε σε επαφή με το κλίμα της Σχολής του Μονάχου. Το γεγονός πως είχε καταρτίσει συλλογή με έργα από γερμανικές καλλιτεχνικές εκδόσεις των Γύζη, Λέμπαχ, Μπίκλιν, Στουκ, Κλίνγκεργκ, φανερώνει τη μη απόρριψη της ακαδημαϊκής ζωγραφικής εκ μέρους του.

Η περίοδος εργασίας του στο φωτογραφείο επηρέασε την τεχνοτροπία των έργων του: μαλακοί σκιοφωτισμοί, ασπρόμαυρο μαλακό πλάσιμο (Η Ολλαντέζικη πίπα 1918, προσωπογραφία Ευστράτιου Αγγελέλη, 1938).

Την εποχή που βρισκόταν στο Παρίσι περιορίστηκε στην εικονογράφηση βιβλίων και περιοδικών. Όταν επέστρεψε στο Αϊβαλί και μετά πρόσφυγας στην Ελλάδα θεματικά ασχολήθηκε με προσωπογραφίες, όπως των λογοτεχνών Βάσου Δασκαλάκη, Δημοσθένη Βουτυρά, Μάρκου Αυγέρη, Νίκου Βέλμου, Μένου Φιλήντα, το Άγιον Όρος και τοπία. Η τεχνοτροπία των έργων του αυτής της περιόδου είναι ασπρόμαυρη.

Το 1923 επισκέφτηκε το Άγιον Όρος που ως χώρος καλλιτεχνικής έκφρασης επηρέασε βαθύτατα τον Κόντογλου. Στη διετία 1923-24 ζωγράφιζε ελάχιστα έργα με χρώμα: πορτραίτα (ο λογοτέχνης Στρατής Δούκας) και μια θρησκευτική σύνθεση, τη Βάπτιση, η οποία, αν η χρονολογία του 1923 είναι ακριβής, αποτελεί την πρώτη εικόνα του Κόντογλου

Η περίοδος της βυζαντινής χρωματουργίας

Από το 1926 ξεκίνησε συστηματικότερα τη χρήση χρωμάτων, εκτός από την εικονογράφηση βιβλίων όπου συνέχιζε την ασπρόμαυρη τεχνική, ενώ υιοθετώντας την τεχνική και τεχνοτροπία της βυζαντινής και μεταβυζαντινής παράδοσης και της λαϊκής τέχνης ζωγράφιζε κοσμικά θέματα.

Την περίοδο αυτή εικονογράφησε τη βιογραφία του Παύλου Μελά που συνέγραψε η Ναταλία Μελά και τα Παραμύθια-Εκλογή του Γεώργιου Μέγα. Φιλοτέχνησε τον τίτλο και τα κοσμήματα του περιοδικού Νέα Εστία που τότε είχε πρωτοκυκλοφορήσει.

Επίσης, διακόσμησε τον Μητροπολιτικό ναό της Κιμώλου, έργο που αποτέλεσε τις πρώτες εικόνες του για εκκλησία. Από το 1926 και μετά οικειώνεται τις μορφές της λαϊκής τέχνης: στην αντίληψη της φόρμας και σε ορισμένες λεπτομέρειες (απεικόνιση προσωποποιημένου ήλιου και φεγγαριού),(εικονογράφηση βιβλίου Παραμυθιών Μέγα).

Δεν έκρυβε τη συμπάθειά του για τον Καραγκιόζη και τον Θεόφιλο. Θεματολογικές επιδράσεις του δεύτερου εντοπίζονται στην απεικόνιση του Ανδρούτσου στο Δημαρχείο Αθηναίων, ή σε εικονογραφήσεις βιβλίων

Το 1931 συνόδευσε τον αρχαιολόγο Αδαμάντιο Αδαμαντίου στη Σπάρτη και ήρθε έτσι σε επαφή με τη ρωμαϊκή ζωγραφική, εμπλουτίζοντας τη θεματολογία του τόσο στους φορητούς πίνακες όσο και στο μνημειακό έργο του.

Το 1932 τοιχογράφησε το σπίτι του οργανώνοντας τις τοιχογραφίες κατά τη διάταξη των μεταβυζαντινών εκκλησιών, ζωγραφίζοντας τον τοίχο από την οροφή μέχρι το δάπεδο και χωρίζοντάς το με κόκκινες ταινίες σε τέσσερις άνισες ζώνες.

Την ίδια περίοδο ανέλαβε να ζωγραφίσει ένα σύνολο εικόνων για το επιστύλιο της Κοίμησης της Θεοτόκου στο Μοναστηράκι, και σχεδίασε παράσταση του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη για την ψηφοθέτησή του στον ομώνυμο ναό της Αθήνας.

Συνέθεσε προσωπογραφίες Ελλήνων (Πρεβελάκης, Εγγονόπουλος) και ξένων, Αιγυπτίων προσωπικοτήτων. Το 1935 ιστόρησε για πρώτη φορά εκκλησία, το παρεκκλήσιο της Αγίας Λουκίας στο Ρίο Πατρών στο κτήμα της οικογένειας Ζαΐμη και διακόσμησε το τέμπλο του παρεκκλησίου της Αγίας Αικατερίνης στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, το πρώτο τέμπλο που αναλάμβανε στην Αθήνα.

Το πρώτο τέμπλο εκτός Ελλάδος που δημιούργησε ήταν στην Ηλιούπολη του Καΐρου, στο παρεκκλήσιο του Σπετσαροπούλειου Ορφανοτροφείου. Την περίοδο αυτή το ταξίδι του στην Αίγυπτο τον έφερε σε επαφή με τα πορτραίτα Φαγιούμ κι αυτό αποτυπώνεται μορφολογικά σε σειρά γυναικείων πορτρέτων της περιόδου (Μαρία Κόντογλου-1945,προσωπογραφία γυναίκας-1945 και Κεφαλή γυναίκας 1951), αλλά και σε προσωπογραφίες αγίων σε στηθάρια (Παρεκκλήσι Πεσμαζόγλου, Ζωοδόχος Πηγή Παιανίας εικ.Αγίας Αικατερίνης).

Τα χρόνια της μεγάλης παραγωγής στην εκκλησιαστική ζωγραφική (1950–1960)

Ιδιαίτερα γόνιμη χαρακτηρίζεται η τελευταία περίοδος της καλλιτεχνικής ζωής του. Τα έργα της μνημειακής και φορητής εκκλησιαστικής ζωγραφικής του υπερτερούν αριθμητικά της κοσμικής ζωγραφικής του. Αγιογράφησε ενοριακές εκκλησίες, ιδιωτικά παρεκκλήσια και μεγάλο αριθμό φορητών εικόνων: Ζωοδόχος Πηγή Παιανίας, παρεκκλήσιο Αγίου Γεωργίου στον Άγιο Κωνσταντίνο Ομονοίας και Αγία Βαρβάρα Αιγάλεω, Άγιος Ανδρέας (Πατήσια), Άγιος Νικόλαος (Πατήσια), Καπνικαρέα, Άγιος Ευθύμιος Κερατσινίου, Άγιος Χαράλαμπος στο Πολύγωνο, Άγιος Γεώργιος Κυψέλης. Αλλά και εικόνες για τέμπλα εκκλησιών σε Ελλάδα (Άνδρος, Ρόδος) και Αμερική.

Λογοτεχνικό έργο

Το 1918 γράφει στο Παρίσι το ρομάντζο, όπως ο ίδιος το χαρακτήρισε, Pedro Cazas και το τυπώνει στο Αϊβαλί το 1920. Με το δεύτερό του έργο Βασάντα, που περιέχει και μεταφράσεις αρχίζει να εδραιώνεται ως ένας ιδιότυπος πεζογράφος.

Ο τόνος της αφήγησης ρεπορταζικός και περιγραφικός. Τα δύο πρώτα του έργα του κινούνται σε καθαρά λογοτεχνικούς χώρους, όμως στα επόμενα χρόνια και στα επόμενα έργα του ο Κόντογλου θα αρχίσει να αγγίζει άλλα πεδία της πεζογραφίας.

Το 1925 στο περιοδικό που εκδίδει δημοσιεύει το διήγημα Το μυαλό μου ταξιδεύει (1925). Η πρώιμη αυτή πεζογραφία του δεν σχετίζεται με το παρελθόν και το παρόν της σύγχρονής του ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας, πλην ενός διηγήματος της συλλογής Βασάντα – κι αυτό εμμέσως.

Το 1934 το περιοδικό Ο Κύκλος τον συμπεριλαμβάνει σε μια ανθολογία πεζογράφων-σε αυτούς που θεωρεί ως καλύτερους της εποχής. Περιλαμβάνεται και στην ανθολόγηση του Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου (Ανήσυχα χρόνια).

Γενικά τη δεκαετία του 30′, κι ενώ βγαίνουν τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα των μεσοπολεμικών πεζογράφων, η παρουσία του Κόντογλου είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Αντίθετα η δεκαετία του 40′ είναι η πιο δημιουργική στο συγγραφικό του έργο. Έχουμε τότε τους περισσότερους τίτλους βιβλίων ποικίλου περιεχομένου με έμφαση τα θρησκευτικά κείμενα.

Στην Κατοχή με το ”Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι” προστρέχει σε πρόσωπα φανταστικά ή υπαρκτά με έντονη τη νοσταλγική του διάθεση. Ένα από τα κεντρικά θέματα της πεζογραφίας του, αν όχι το κεντρικότερο, είναι ο Ελληνισμός πριν απολέσει την επαφή του με τον Τούρκο, ή στο τέλος της Τουρκοκρατίας.

Μεταφραστικό έργο

Το 1921 στο περιοδικό Ο Λόγος δημοσιεύει μετάφραση αποσπασμάτων από τον Ροβινσώνα Κρούσο. Μεταφράζει στα ”Ελληνικά Γράμματα” τα Παλιά Ιταλικά Παραμύθια (1927) μαζί με τον Τζούλιο Καΐμη, επίσης Το Μιλιούνι ή τα ταξίδια του Μάρκου Πόλο.

Το 1948 μεταφράζει στη Νέα Εστία τις Σκέψεις του Βλάση Πασκάλ (Blaise Pascal) εξελληνίζοντας τον τίτλο σε Ρητά και λογισμοί. Επίσης, μετάφρασε το θεατρικό έργο του Μολιέρου, “Οι πανουργιές του Σκαπέν”, το οποίο εκδόθηκε σε βιβλίο το 1937 και ανέβηκε σε θεατρική παράσταση κατά τη θεατρική περίοδο 1937-1938 από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Δ. Ματσούκη.

Η τελευταία πενταετία της ζωής του (1960–1965)

Την περίοδο αυτή συνέχισε και ολοκλήρωσε την ιστόρηση του Αγίου Νικολάου Αχαρνών. Ζωγράφισε ιδιωτικά παρεκκλήσια όπως της οικογένειας Πατέρα στο Ψυχικό, της οικογένειας Καμπάνη στο Πικέρμι και της οικογένειας Γουλανδρή στην Εκάλη. Επίσης του Αγίου Γεωργίου Πολυκλινικής Αθηνών.

Ο Φώτης Κόντογλου πέθανε στις 13 Ιουλίου 1965 στον «Ευαγγελισμό» από τις επιπλοκές που του είχε προκαλέσει ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα.

Οι μαθητές του

Ο Κόντογλου «είναι ίσως από τους νεοέλληνες καλλιτέχνες ο μόνος που είχε τόσους μαθητές χωρίς να είναι καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών ή έστω να έχει ιδρύσει κάποια ιδιωτική σχολή ή Φροντιστήριο». Οι Γιάννης Τσαρούχης και Νίκος Εγγονόπουλος είναι οι παλιότεροι και κορυφαίοι ζωγράφοι της μεταπολεμικής περιόδου.

Άλλοι άμεσοι μαθητές του είναι οι Κ. Γεωργακόπουλος, Σπ. Παπανικολάου, Π. Βαμπούλης, ο Γ. Χοχλιδάκης. Πολυάριθμοι είναι και οι έμμεσοι μαθητές του μέσω της Εκφράσεως, όπως ο Ράλλης Κοψίδης και Κ. Ξυνόπουλος.

Στη νεώτερη γενιά των έμμεσων μαθητών του ανήκουν οι Γιάννης Μητράκας, ο πατήρ Σταμάτιος Σκλήρης και ο Γεώργιος Κόρδης. Το λογοτεχνικό του έργο ασκεί επίσης ανάλογη επιρροή, όπως στον Παντελή Πρεβελάκη (Χρονικό μιας Πολιτείας), τον Ηλία Βενέζη ως προς τη λυρικίζουσα αφήγησή του.

Αποτίμηση της προσφοράς του

Ο Φώτης Κόντογλου ήταν μια μεγάλη μορφή της νεοελληνικής τέχνης. “Με την εμφάνισή του, τάραξε τα λιμνασμένα νερά της ανερμάτιστης ευμάρειας του μεσοπολέμου, κέντρισε την εθνική μας συνείδηση και διεσάλπισε τη σωτηριώδη καθαρότητα της Ορθόδοξης πίστης μας. Το έργο του μένει παρακαταθήκη στην εθνική μας συνέχεια, στήριγμα της ψυχής των Ελλήνων” (Νίκος Ζίας, “Φώτης Κόντογλου”).

Πολυτάλαντη προσωπικότητα, διφυής καλλιτέχνης: στο ίδιο πρόσωπο συνυπάρχουν ο ζωγράφος που γράφει και ο πεζογράφος που ζωγραφίζει. Ως ζωγράφος πρωτοστάτησε στο κίνημα για τη στροφή της ελληνικής τέχνης του 20ου αιώνα προς την πνευματική ένταση της βυζαντινής παράδοσης και τη δροσιά της λαϊκής ζωγραφικής.

Σε σχέση με τη λαϊκή τέχνη η προσφορά του Κόντογλου εντοπίζεται «στην όχι πλέον μουσειακή αντιμετώπιση, αλλά στην ένταξη μορφών της λαϊκής τέχνης ή διδαγμάτων της λαϊκής ζωγραφικής στη σύγχρονη δημιουργία».

Ως προς το αγιογραφικό έργο του συνέβαλε στην ανανέωση της θρησκευτικής εικονογραφίας, στον εμπλουτισμό των εκκλησιών με έργα νέας αντίληψης. Επίσης επιχείρησε να ξαναζωντανέψει την ιστόρηση χειρογράφων με το έργο του Αστρολάβος.

Ο ρόλος του στη μεσοπολεμική πεζογραφία δεν είναι επίσης μικρός, καθώς ήταν «φορέας μιας ιδιότυπης γραφής και εκφραστής ενός περιβάλλοντος όπου τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας δεν είναι διακριτά».

Ο Κόντογλου συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό στη διατήρηση ενός ξεχασμένου σήμερα πλέον λεξιλογίου θαλασσινών λέξεων και ναυτικών όρων, από τις οποίες βρίθουν τα έργα του.

Επίσης συμβάλλει, σύμφωνα με τον Χρήστο Γιανναρά, «στην ενεργοποίηση της ελληνικής και ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας» και στην «αφύπνιση της ανυποψίαστης ελλαδικής διανόησης, αλλά και ευρύτερα της ελλαδικής κοινής γνώμης, στην αισθητική τουλάχιστον αξία και δυναμική της βυζαντινής εκκλησιαστικής παράδοσης»

Γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης για τον Φώτη Κόντογλου

«…ανάερα κρεμασμένος σαν πολυέλειος της εκκλησιάς… με την παλέτα και το πινέλο στα χέρια, στρογγυλοπρόσωπος κι εκστατικός…. Ποτέ δεν είδα αυτόν τον άνθρωπο χωρίς να σκιρτήσει η καρδιά μου. Βλέπεις χιλιάδες ανθρώπους και λες νεκροταφείο κινούμενο είναι ο δρόμος…. Και ξάφνου βλέπεις έναν και τινάζεσαι χαρούμενος. Λες τούτος δε θα πεθάνει. Τούτος έχει ψυχή. Πιάνει την ζωή και την κάνει πνεύμα, του δόθηκε μια στάλα ζωή και την κάνει αθανασία. Ο Κόντογλου θαρρώ πως το βλέπω (πως θα μείνει αθάνατος). Γι’ αυτό τα μάτια του λάμπουν. Κι είναι τα χέρια του γεμάτα ανυπομονησία και δύναμη. Κι όταν τον παρασφίξει η πίκρα, αρχινάει και ψέλνει ένα τροπάρι «Τη Υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια…». Ή «Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία». Κι η πίκρα ξαφανίζεται, κι η γης μετατοπίζεται κι ο Κόντογλου με τα σγουρά μαλλιά και με τα μεγάλα του μάτια μπαίνει ολάκερος στον Παράδεισο…».

Απόσπασμα από τα ‘’Μυστικά Άνθη’’

Οἱ λίγοι καθυστερημένοι ἀνάμεσα στοὺς σημερινοὺς ἀνθρώπους

Ὅπως ὁ φυλακισμένος ἔχει γυρισμένα τὰ μάτια του κατὰ τὴ στενὴ θυρίδα τῆς φυλακῆς του γιὰ νὰ πάρει λίγη ἐλπίδα ἀπὸ μία μικρὴ ἀχτίνα τοῦ ἥλιου, ἔτσι κι ἐμεῖς φέτος, ὕστερ᾿ ἀπὸ τὴ βαρυχειμωνιά, μὲ τὶς παγωνιές, μὲ τὰ χιόνια, μὲ τὶς βροχές, μὲ τὰ μαῦρα σύννεφα ποὺ καταπλακώνουν ἀκόμα τὴν ἀτμόσφαιρα καὶ σφίγγουνε τὴν ψυχή μας, περιμένουμε ἀνυπόμονα νὰ δοῦνε τὰ μάτια μας λίγον γαλανὸ οὐρανό, καὶ νὰ χαρεῖ ἡ καρδιά μας τὸ χρυσὸ φῶς τοῦ ἥλιου.

Μὰ ἐκεῖνα τὰ σύννεφα στιβάζουνται τὅνα ἀπάνω στ᾿ ἄλλο, ἑκατομμύρια σύννεφα, ἴδια μὲ βαρειοὺς βράχους, καὶ μποδίζουνε μὲ πεῖσμα τὸν ἥλιο νὰ μᾶς δείξει τὸ χαροποιὸ πρόσωπό του, λὲς καὶ εἶναι κακὰ καὶ ζηλόφθονα δαιμόνια.

Γιὰ μία στιγμὴ παραμερίζουν κι ἀνοίγει ἕνα μικρὸ παράθυρο σ᾿ αὐτὸ τὸ σκυθρωπὸ καὶ μολυβένιο κάστρο ποὺ κρύβει τὸν οὐρανό, μὰ ὡς νὰ προφτάξει τὸ μάτι νὰ χαρεῖ λίγη γαλανὴ ἐλπίδα, σμίγουνε πάλι σὰν μελανὲς κοτρῶνες, ποὺ κατρακυλᾶνε καὶ χάνεται μονομιᾶς ἐκείνη ἡ μικρὴ γωνιὰ τοῦ παράδεισου, ποὺ φάνηκε γιὰ μία στιγμή, κι ἀπομένουμε μὲ τὴν ἐλπίδα πῶς θὰ τὴν ξαναδοῦμε.

Μὰ περνᾶνε οἱ μέρες καὶ δὲν ἀλλάζει τίποτα. Τὰ ἄσπλαχνα σύννεφα, σκεπάζουνε ἀδιάκοπα τὸν οὐρανό, μέρα – νύχτα, σὰν τὰ παπλώματα, ποὺ σκεπάζουνε τὸν ἄρρωστο ποὺ δὲν ἔχει ἐλπίδα νὰ δεῖ τὴν ὑγειά του καὶ νὰ τὰ πετάξει ἀπὸ πάνω του.

Αὐτὸ τὸ βορεινὸ θέαμα παρουσιάζει ὁ οὐρανός μας τὰ τελευταῖα χρόνια καὶ κάθε χρόνο γίνεται χειρότερο. Χάσαμε τὴν παρηγοριὰ ποὺ μᾶς χάριζε ὁ χαρούμενος οὐρανός μας. Ἔγινε κι αὐτὸς βαρὺς καὶ καραμουτζωμένος, γιὰ νὰ εἶναι σύμφωνος μὲ ὅλη τὴν κατάσταση τοῦ κόσμου, μὲ τὴν ἄχαρη ζωή μας ποὺ τὴ μασᾶνε καὶ τὴν κομματιάζουνε οἱ ἄγριες μασέλες τῆς μηχανῆς, μὲ τὴ σαστιμάρα καὶ μὲ τὴν ταραχὴ ποὺ ἔχει τὸ μυαλό μας, μὲ τὴν ἀγωνία ποὺ ἔχει ἡ καρδιά μας.

Φαγώθηκε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν καινούργια θρησκεία του, τὴ μηχανικὴ ἐπιστήμη, καὶ τώρα ἀπολαμβάνει τὰ καλά της, κι ἀπὸ μέσα του κι ἀπ᾿ ἔξω του. Μὲ τὰ ἀεροπλάνα τὰ λεγόμενα ἀεριωθούμενα, ποὺ κάνουν σὰν διαβόλοι, καὶ λιανίζουν τὴν ἀτμόσφαιρα καὶ τὴν κάνουνε κιμά, μὲ τοὺς ἀσύρματους, μὲ τὰ ραντάρ, μὲ τοὺς πύραυλους, καὶ μὲ τ᾿ ἄλλα τὰ διάφορα σατανικὰ ἐφευρήματα, γίνηκε κόλαση ὁ κόσμος, μ᾿ ὅλο ποὺ ἔλεγε ἡ περηφάνειά μας πῶς αὐτὸ θὰ κάνει τὴ γῆ ἕναν παράδεισο.

Νά, λοιπόν, ποὺ τὴν ἔκανε παράδεισο, ἀλλὰ ἕναν παράδεισο δίχως φῶς, δίχως χαρά, δίχως εἰρήνη, δίχως ἀγάπη, δίχως ἐλπίδα, δίχως ἐμορφιά.

Στὸν φυσικὰ κόσμο ἐξώντωσε τὸν ἥλιο, μὲ τὰ βρωμομανιτάρια ποὺ βγαίνουνε ἀπὸ τὶς ἀτομικὲς μπόμπες καὶ ποὺ ἀνεβαίνουνε στὸν οὐρανὸ καὶ τὸν καπλαντίζουνε μὲ φαρμακεροὺς ἀτμοὺς κι ἀντάρες. Φαρμάκωσε ὅλες τὶς θροφὲς τ᾿ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἐπιστήμη τοῦ σατανᾶ, τὴ χημεία, φαρμάκωσε τὰ λάχανα, τὰ χόρτα, τὰ δέντρα, τὰ ζῷα, τὰ πουλιά, τὰ ψάρια, ἔτσι ποὺ τὸ κρέας τους νὰ εἶναι ἄρρωστο καὶ νὰ σαπίζει σὲ μία μέρα καὶ νὰ εἶναι ἄνοστο σὰν κανένα λάστιχο.

Κι ὁ ἄνθρωπος ποῦ τρώγει αὐτὰ τὰ κατασκευάσματα, πῶς μπορεῖ νὰ ἔχει ὑγεία, πῶς νὰ μὴ σαπίσει ἀπὸ τὶς ἀρρώστειες, πῶς νὰ μὴν ἐκφυλιστεῖ; Τ᾿ ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς φοβερῆς παραμόρφωσης ποὺ ἔχει πάθει ὁ φυσικὸς κόσμος, εἶναι ἡ παραμόρφωση ποὺ ἔρχεται στὸ πνεῦμα καὶ στὴν ψυχὴ καὶ ποὺ ἀποκορυφώνεται μὲ τὴν τρέλλα ποὺ φανερώνεται στὶς ἀμέτρητες θεωρίες καὶ στὰ λαμπρὰ ἔργα τῆς τέχνης.

Κυττάξετε γύρω μας, τί κάνουνε οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι στὶς τέχνες, ποὺ ἄλλη φορὰ χαροποιούσανε καὶ ξεκουράζανε τὸν ἄνθρωπο, γι᾿ αὐτὸ κι οἱ Ἕλληνες λέγανε «τέχνη ἐστὶ τέρψις» καὶ «ἀτυχήσασι τέχνη παρηγορία». Σ᾿ αὐτὸ τὸ χάος τῆς ἀπελπισίας ποὺ κατάφερε νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀπόμεινε τίποτα ποὺ νὰ μὴν ἔχει ἀπάνω τοῦ τὴ φριχτὴ σφραγίδα τῆς τρέλλας καὶ τῆς φρίκης.

Ἡ πολιτικὴ κατάσταση εἶναι μαύρη καὶ σκοτεινή, ἡ γνώση, ἡ ἐπιστήμη κι οἱ διάφορες θεωρίες τοὺς εἶναι κι αὐτὲς σὰν βραχνάδες, τὸ ἴδιο καὶ χειρότερο εἶναι καὶ ἡ τέχνη, ποὺ ἤτανε ἡ τελευταία ἐλπίδα καὶ παρηγοριὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Καμαρώσετε τί «ἔργα» παρουσιάζουν οἱ «τέχνες» σήμερα.

Εἶναι νὰ φράζει κανένας τὰ μάτια του. Ὅλα αὐτὰ τὰ πασαλείμματα ἀπάνω στοὺς μουσαμάδες, ποὺ λέγουνται «ἔργα ζωγραφικῆς», ὅλα αὐτὰ τὰ παλιοσίδερα ἢ τὰ νταμαροκοτρώνια ποὺ παρουσιάζουνται γιὰ «ἔργα γλυπτικῆς» σὲ κάνουν ὄχι μονάχα νὰ ἀηδιάσεις γιὰ τὸ κατάντημά μας, ἀλλὰ καὶ νὰ θυμώσεις γιὰ τὴν ἀδιαντροπιὰ ποὺ φανερώνουν αὐτὰ τὰ τερατουργήματα.

Γιατὶ, ἕνα χαρακτηριστικὸ τοῦ καιροῦ μας, ποὺ ὑπάρχει μέσα σὲ ὅλα, εἶναι ἡ ἀδιαντροπιά. Μπορεῖ κανένας πολὺ σωστὰ νὰ πεῖ γιὰ τὴν ἐποχή μας πὼς εἶναι ἡ ἐποχὴ τῆς τρέλλας καὶ τῆς ἀδιαντροπιᾶς. Γιατὶ, ἂν δὲν εἶναι κανένας ἀδιάντροπος, πῶς θὰ κάνει τέτοια «ἔργα», σὰν κι αὐτὰ ποὺ εἴπαμε παραπάνω;

Ἀλλὰ καὶ τί ἄλλο ἀπὸ ἀδιαντροπιὰ φανερώνουν καὶ τὰ μὰτς μὲ τὴ θεὰ μπάλλα, ποὺ τὴν κλωτσᾶνε ἕνα σωρὸ χασομέρηδες, γιὰ νὰ διασκεδάσουνε τὶς μυριάδες «φίλαθλους», ποὺ δὲν εὑρῆκαν ἄλλο τίποτα γιὰ νὰ νιώσουν ἀγωνία καὶ χτυποκάρδι, ἀλλὰ μόνο τὴ «μπάλλα»; Καὶ γίνουνται σοβαρὰ συνέδρια γιὰ τὴ μπαλλα, μὲ ἀντιπροσωπεῖες, μὲ συζητήσεις, μὲ ἀνακοινωθέντα, μὲ δημοσιογράφους. Σὲ τέτοιο δυσθεώρητο ὕψος δὲν ἔφταξε ποτὲ ἡ ἀνοησία.

Οἱ ἄνθρωποι καταντήσανε σὰν ἄδεια κανάτια, καὶ προσπαθοῦν νὰ γεμίσουν τὸν ἑαυτό τους, ρίχνοντας μέσα ἕνα σωρὸ σκουπίδια, μπάλλες, ἐκθέσεις μὲ τερατουργήματα, ὁμιλίες καὶ ἀερολογίες, καλλιστεῖα, ποὺ μετριέται ἡ ἐμορφιὰ μὲ τὴ μεζούρα, καρνάβαλους ἠλίθιους, συλλόγους λογῆς-λογῆς μὲ γεύματα καὶ μὲ σοβαρὲς συζητήσεις γιὰ τὸν ἴσκιο τοῦ γαϊδάρου, συνδέσμους ἀφιερωμένους στοὺς ἀποθεωμένους ἄνδρας τῆς Εὐρώπης κι ἕνα σωρὸ ἀλλὰ τέτοια.

Αὐτή, μὲ μιὰ ματιά, εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἀνθρωπότητας σήμερα, ποῦ νὰ μὴν ἀβασκαθεῖ! Ποῦ νὰ βρεῖ κανένας καταφύγιο;

Ἐκείνους τοὺς λίγους ποὺ δὲν εἶναι ἐνθουσιασμένοι ἀπὸ «τὰ θαύματα τῆς ἐποχῆς μας», οἱ ἄλλοι, αὐτὴ ἡ μερμήγκια ποὺ ἔκανε αὐτὸν τὸν παράδεισο καὶ ποὺ τὸν χαίρεται, τοὺς λέγει τρελλούς, ὅπως θὰ λέγανε παλαβοὺς κάποιους ἀνθρώπους μὲ σωστὰ μυαλὰ οἱ ἄρρωστοί του φρενοκομείου, βλέποντας τοὺς ἀνάμεσά τους.

Δόξα στὸν θεό, ποὺ ὑπάρχει ἀκόμα κάποιο καταφύγιο γιὰ μᾶς ποὺ δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε «τὸ μεγαλεῖο της ἐποχῆς μας». Δόξα στὸν θεὸ ποὺ ὑπάρχουν ἀκόμα βουνά, χωράφια καὶ κάποιοι τόποι ποὺ δὲν τοὺς ἐξήρανε αὐτὴ ἡ φυλλοξήρα ποὺ λέγεται πολιτισμός.

Τράβα, λοιπόν, μακρυὰ ἀπὸ τὶς σφηγκοφωλιὲς ποὺ τὶς λένε πολιτεῖες, γιὰ νὰ γλυτώσεις ἀπὸ τὸ μαράζι, γιὰ νὰ νοιώσεις ἀπάνω σου τὴ ζωογόνα πνοὴ τοῦ θεοῦ. Ἀλλά, αὐτὸ δὲν φτάνει. Πρέπει νὰ ἔχεις μάτια ἁγνὰ γιὰ νὰ βλέπεις, αὐτιὰ ἁγνὰ γιὰ ν᾿ ἀκοῦς, καρδιὰ ἁγνὴ γιὰ νὰ αἰσθάνεσαι, κι ὄχι χαλασμένη.

Γιατὶ ἀπὸ τὶς πολιτεῖες τρέχουνε γιὰ νὰ φύγουνε, ὅποτε μπορέσουνε, κι ἐκεῖνοι ποὺ καυχιοῦνται πῶς ἡ ἐποχή μας εἶναι θαυμάσια, μά, φεύγοντας ἀπὸ τὶς σφηγκοφωλιές, κουβαλᾶνε μαζί τους καὶ τὴν παραμορφωμένη ψυχῆ τους.

Γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ νοιώθουνε τὴν ἐμορφιὰ ἑνὸς βουνοῦ, παρὰ μόνο σὰν ὀρειβάτες, μ᾿ ἄλλα λόγια δὲν νοιώθουνε τίποτα, μήτε ἕνα δέντρο εἶναι σὲ θέση νὰ χαροῦνε, μήτε τὸ μυστήριο ποὺ ἔχει τὸ κύμα, μήτε τὸ θρησκευτικὸ πανηγύρι τῶν λουλουδιῶν.

Κι αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία ποὺ τρέχουνε σὰν τρελλοὶ μὲ τ᾿ αὐτοκίνητα γιὰ νὰ μὴ δοῦνε τίποτα, νὰ μὴν αἰσθανθοῦνε τίποτα, νὰ μὴν ἀγαπήσουνε τίποτα. Αὐτὸ τὸ λένε «φυσιολατρία»! Ὅπως καταντήσανε τὰ πάντα, οἱ ἰδέες, οἱ τέχνες, οἱ θρησκεῖες, ἔτσι κατάντησε κι ἡ φυσιολατρία.

Ἐμεῖς ὅμως «οἱ καθυστερημένοι», περπατᾶμε καὶ χαιρόμαστε σὰν βλέπουμε ἕνα κομμάτι γαλανὸν οὐρανό, ἀνάμεσα στὰ σύννεφα, καὶ κανένα χελιδόνι ποὺ πετὰ ἀπὸ πάνω μας καὶ ποὺ θαρρεῖς πῶς θὰ τρυπώσει μέσα στὸ γαλάζιο ἐκεῖνο παραθύρι. Νοιώθουμε τὴ μυρουδιὰ ποὺ βγάζουνε τ᾿ ἀγριολούλουδα καὶ τ᾿ ἁγιασμένα χορτάρια, καθὼς καὶ τὸ χῶμα τῆς βλογημένης γῆς μας.

Ἀναστηνόμαστε ἀπὸ τ᾿ ἀγεράκι ποὺ φυσᾶ, σὰν νὰ μαστε βαρυποινίτες ποὺ δραπετέψαμε ἀπὸ τὴ φυλακή, καὶ δοξάζουμε τὸν Κύριο ποὺ δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε τὴν ἐξαίσια ἐποχή μας καὶ τὰ καλά της.”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button