Επί μισό αιώνα το πολιτικό σύστημα διαχειρίστηκε τη χώρα με τρόπο που ωφέλησε τρίτους και κύκλους ισχύος, αφήνοντας την Ελλάδα και τους Έλληνες χωρίς απτό όφελος. Η πορεία αυτή συσσώρευσε απώλειες, υποβάθμισε την κοινωνική συνοχή και διεύρυνε το χάσμα ανάμεσα στους πολίτες και την πραγματική εξουσία.
Η συμμετοχή στους διεθνείς στρατιωτικούς και πολιτικούς οργανισμούς δεν μετέφρασε την υπόσχεση ασφάλειας σε αποκατάσταση δικαίου. Η Κύπρος παραμένει διαιρεμένη, μεγάλος αριθμός Ελληνοκυπρίων ξεριζώθηκε από τις πατρογονικές του εστίες και η κατοχή συνεχίζεται ως ανοιχτή πληγή του Ελληνισμού.
Η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας συνοδεύτηκε από αισθητή επιδείνωση της καθημερινότητας. Το επίπεδο ζωής συμπιέστηκε, η πρόσβαση στη στέγη έγινε προνόμιο και το δημόσιο χρέος διογκώθηκε, περιορίζοντας κάθε έννοια οικονομικής κυριαρχίας. Εκεί όπου κάποτε η ιδιοκατοίκηση αποτελούσε ρεαλιστική προοπτική, σήμερα η ενοικίαση μικρής κατοικίας εξαντλεί το εισόδημα ενός μέσου εργαζομένου.
Η νομισματική μετάβαση στέρησε από το κράτος το βασικό εργαλείο οικονομικής πολιτικής. Η αγοραστική δύναμη συρρικνώθηκε, η χώρα οδηγήθηκε σε εξωτερικό δανεισμό και οι κοινωνικές απολαβές μειώθηκαν δραστικά, με μισθούς και συντάξεις να αποτελούν το πρώτο θύμα της προσαρμογής.
Οι επενδύσεις σε γη και ακίνητα αναδιαμόρφωσαν την αγορά προς όφελος λίγων. Οι τιμές εκτινάχθηκαν, η ιδιοκτησία απομακρύνθηκε από τον μέσο πολίτη και σημαντικά τμήματα ελληνικής γης πέρασαν σε ξένα χέρια, αλλοιώνοντας τον χαρακτήρα της οικονομίας και των τοπικών κοινωνιών.
Η εισαγωγή εργατικού δυναμικού από τρίτες χώρες συμπίεσε τα εισοδήματα και αποδυνάμωσε τη συνολική αγοραστική ισχύ. Η αγορά συρρικνώθηκε, τα κέρδη περιορίστηκαν και η εργασία απαξιώθηκε, με άμεσες συνέπειες για την κοινωνική σταθερότητα.
Η κομματοκρατία διαμόρφωσε ένα περιβάλλον αναξιοκρατίας και διαφθοράς. Ο δημόσιος τομέας διογκώθηκε χωρίς ουσιαστικό σχεδιασμό, η Δικαιοσύνη αποδυναμώθηκε, τα ασφαλιστικά ταμεία βρέθηκαν σε αδιέξοδο, οι Ένοπλες Δυνάμεις έχασαν τον επιχειρησιακό τους χαρακτήρα και η δημόσια υγεία μετατράπηκε σε δαπανηρή υπηρεσία για τον πολίτη.
Τα μέσα ενημέρωσης λειτούργησαν ως μηχανισμοί παραπληροφόρησης. Η πραγματικότητα διαστρεβλώθηκε, σκάνδαλα αποσιωπήθηκαν και η κοινωνία οδηγήθηκε σε πνευματική κόπωση, με τις αξίες να υποχωρούν μπροστά στον ωμό υλισμό. Η ανάγκη ανεξαρτησίας της δημοσιογραφίας από την κρατική και οικονομική εξουσία αναδεικνύεται ως θεμελιώδης προϋπόθεση δημοκρατίας.
Η περίοδος των μαζικών ιατρικών παρεμβάσεων άφησε πίσω της απώλειες ζωών και σοβαρά ερωτήματα για τις παρενέργειες, εντείνοντας την καχυποψία και το αίσθημα ανασφάλειας στην κοινωνία.
Όλα αυτά προέκυψαν από μια κοινή ρίζα. Το πολιτικό σύστημα των συστημικών κομμάτων συνδέθηκε στενά με τραπεζικά και υπερεθνικά κέντρα, υιοθέτησε τις επιταγές τους και προώθησε ένα μοντέλο εξουσίας που οδήγησε στη διάβρωση της χώρας και των πολιτών, με ανταλλάγματα που δεν αφορούσαν το συλλογικό συμφέρον.
Η διέξοδος προϋποθέτει έναν πολίτη σε εγρήγορση, συνειδητοποιημένο και έτοιμο να αναλάβει ευθύνη. Η ανάκτηση της εξουσίας περνά μέσα από την επιλογή ανθρώπων με ακεραιότητα, διαφάνεια και πραγματική διάθεση προσφοράς.
Η Ελλάδα μετά το τέλος των μετρητών…
Η επόμενη φάση διαμορφώνεται ήδη. Με την εξαφάνιση του φυσικού χρήματος, η Ελλάδα εισέρχεται σε μια άυλη πραγματικότητα όπου το χαρτονόμισμα, το μικρό μαγαζί, η ανώνυμη πράξη αλληλεγγύης και η ανεπίσημη οικονομική συναλλαγή αποτελούν παρελθόν. Η καθημερινότητα ψηφιοποιείται πλήρως και τίθεται υπό συνεχή έλεγχο.
Η καθιέρωση του ψηφιακού χρήματος μεταφέρει κάθε συναλλαγή σε κεντρικά συστήματα καταγραφής. Το πορτοφόλι αντικαθίσταται από ψηφιακή ταυτότητα που συγκεντρώνει οικονομικά, φορολογικά και ασφαλιστικά δεδομένα. Το κράτος και οι τράπεζες αποκτούν πλήρη εικόνα των οικονομικών επιλογών του πολίτη, ανοίγοντας τον δρόμο για μηχανισμούς αξιολόγησης και επιτήρησης.
Η μικρή επιχειρηματικότητα, θεμέλιο της ελληνικής αγοράς, πιέζεται από προμήθειες, αυτοματοποιημένη φορολόγηση και εξάρτηση από διεθνή δίκτυα πληρωμών. Η συγκέντρωση της αγοράς επιταχύνεται και η τοπική οικονομία φθίνει.
Οι ηλικιωμένοι, μεγάλο μέρος του πληθυσμού, αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο ψηφιακού αποκλεισμού. Η αδυναμία πρόσβασης στην τεχνολογία τους καθιστά εξαρτημένους από τρίτους και αυξάνει την ευαλωτότητά τους.
Η πλήρης διασύνδεση στοιχείων υγείας, εισοδήματος και περιουσίας παρέχει στο κράτος δυνατότητες άμεσου περιορισμού της οικονομικής ελευθερίας. Μέτρα όπως χρονικοί περιορισμοί χρήσης χρημάτων ή στοχευμένοι περιορισμοί δαπανών βρίσκονται ήδη σε πειραματικό στάδιο διεθνώς.
Η εμπειρία των προηγούμενων κρίσεων έχει δείξει πώς αντιδρά η κοινωνία όταν περιορίζεται η πρόσβαση στα ίδια της τα χρήματα. Στο νέο περιβάλλον, ο έλεγχος αποκτά μόνιμο χαρακτήρα και λειτουργεί αθόρυβα, εντείνοντας τη δυσπιστία και την κοινωνική ένταση.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες αναδύονται εναλλακτικές μορφές επιβίωσης και συλλογικής αυτοοργάνωσης. Δίκτυα ανταλλαγής, τοπικές κοινότητες και άτυπες οικονομικές σχέσεις επιχειρούν να διατηρήσουν ένα στοιχειώδες επίπεδο αυτονομίας.
Η κατάργηση των μετρητών αποτελεί δεδομένο. Το καθοριστικό ερώτημα αφορά το μέλλον που θα ακολουθήσει. Η άνευ όρων παράδοση της οικονομικής αυτονομίας οδηγεί σε μια απρόσωπη ψηφιακή εξάρτηση. Η έγκαιρη συνειδητοποίηση και η συλλογική δράση ανοίγουν τον δρόμο για ένα μοντέλο όπου η τεχνολογία υπηρετεί τον άνθρωπο. Στον πυρήνα αυτής της επιλογής βρίσκεται η συνείδηση, ως το ουσιαστικό μέτρο της ελευθερίας.
Ψηφιακός ζυγός
Η προώθηση των ψηφιακών νομισμάτων κεντρικών τραπεζών εξελίσσεται σε καθοριστικό γεγονός για το μέλλον της πολιτικής και οικονομικής ελευθερίας. Η πλήρης εφαρμογή τους σηματοδοτεί μια βαθιά τομή στη σχέση κράτους και πολίτη, καθώς το χρήμα μετατρέπεται από μέσο συναλλαγής σε μηχανισμό πειθαρχίας.
Η καθολική ψηφιοποίηση του νομίσματος συγκεντρώνει τον έλεγχο κάθε οικονομικής πράξης σε κεντρικά συστήματα, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για συνεχή επιτήρηση της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Η κατάργηση των μετρητών δεν αποτελεί απλώς τεχνική αλλαγή. Εισάγει ένα καθεστώς όπου κάθε συναλλαγή καταγράφεται, αξιολογείται και εγκρίνεται.
Η ταυτοποίηση του ατόμου καθίσταται αναγκαία προϋπόθεση για τη συμμετοχή στην οικονομική ζωή, ενώ η κοινωνική καταγραφή επεκτείνεται σε μετακινήσεις, κατανάλωση ενέργειας, αγορές αγαθών και συμπεριφορές που κρίνονται αποδεκτές από τους διαχειριστές του συστήματος.
Σε αυτό το πλαίσιο, η έννοια της ατομικής ελευθερίας αποδυναμώνεται δραστικά. Η αντίληψη ότι τα φυσικά δικαιώματα προηγούνται κάθε θεσμικής εξουσίας συγκρούεται με μια πραγματικότητα όπου το κράτος και οι υπερεθνικοί μηχανισμοί διεκδικούν ολοένα μεγαλύτερο έλεγχο.
Η εξουσία παύει να λειτουργεί ως εγγυητής προστασίας και μετατρέπεται σε ρυθμιστή της ίδιας της ύπαρξης του πολίτη.
Η συσσώρευση νόμων και κανονισμών αποτυπώνει αυτή τη μετατόπιση. Το νομικό σύστημα διογκώνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε καθίσταται αδύνατο να γίνει κατανοητό ή ελέγξιμο από τον ίδιο τον πολίτη.
Ο φυσικός κανόνας αντικαθίσταται από ένα αχανές πλέγμα επιβολής, το οποίο διεισδύει σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας και αφαιρεί σταδιακά την αυτονομία του ατόμου.
Οι μεγάλες πολιτικές και οικονομικές κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών εντάσσονται σε μια συνεχή διαδικασία αναδιάρθρωσης της εξουσίας. Πόλεμοι, φορολογικές πολιτικές, χρηματοπιστωτική συγκέντρωση και εκτεταμένοι κοινωνικοί περιορισμοί λειτουργούν ως επιταχυντές μιας προδιαγεγραμμένης πορείας. Η οικονομία και η διακυβέρνηση συγχωνεύονται υπό την επιρροή τραπεζικών και τεχνοκρατικών κέντρων.
Η τεχνοκρατική παγκοσμιοποίηση αναδεικνύεται ως το τελικό στάδιο αυτής της πορείας. Η ψηφιοποίηση του χρήματος, σε συνδυασμό με την τεχνητή νοημοσύνη, τη βιομετρική ταυτοποίηση και τα συστήματα αδειοδότησης μετακινήσεων, συγκροτεί ένα μοντέλο απόλυτης εξάρτησης.
Η εξουσία συγκεντρώνεται σε λίγους θεσμούς με παγκόσμια εμβέλεια, οι οποίοι αποκτούν τη δυνατότητα να καθορίζουν όρους ζωής σε μαζική κλίμακα.
Κομβικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία διαδραματίζει η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, ως συντονιστικός πυρήνας των κεντρικών τραπεζών.
Η παγκόσμια υπερχρέωση κρατών δημιουργεί τις συνθήκες για μια συνολική αναδιάταξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπου το χρέος μετατρέπεται σε εργαλείο ενοποίησης και ελέγχου. Η μεταφορά πλούτου και εξουσίας εξελίσσεται με ταχύτητα, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια.
Οι συνέπειες για την καθημερινή ζωή είναι άμεσες και βαθιές. Οι μετακινήσεις, οι αγορές, η πρόσβαση σε βασικά αγαθά και η χρήση ενέργειας εντάσσονται σε ψηφιακά όρια και αλγοριθμικά κριτήρια. Το άτομο λειτουργεί εντός ενός συστήματος συνεχούς αξιολόγησης, όπου η οικονομική συμμόρφωση συνδέεται άρρηκτα με την κοινωνική αποδοχή.
Η υλοποίηση αυτού του μοντέλου προϋποθέτει τη σιωπηρή συναίνεση των κοινωνιών. Η αποδοχή των ψηφιακών νομισμάτων και των συνοδευτικών μηχανισμών ελέγχου εδραιώνει μια νέα μορφή εξουσίας, λιγότερο ορατή και περισσότερο διεισδυτική.
Η τρέχουσα συγκυρία καταγράφεται ως κρίσιμο σημείο καμπής, όπου το χρηματοπιστωτικό σύστημα μετατρέπεται στο βασικό πεδίο άσκησης παγκόσμιας ισχύος και ο χώρος της ατομικής ελευθερίας συρρικνώνεται δραματικά.

