3 Νοεμβρίου, 2025
Αρθογραφία Άρθρα

Η ψυχρή ρεαλπολιτίκ του Μερτς και ο παραγκωνισμός του Μητσοτάκη

- Όταν η Γερμανία και η Ευρώπη στρέφονται προς την Άγκυρα, η Αθήνα παραμένει θεατής

Η πρόσφατη επίσκεψη του Φρίντριχ Μερτς στην Άγκυρα, η πρώτη επίσημη επαφή του Γερμανού ηγέτη της Χριστιανοδημοκρατίας με τον Ταγίπ Ερντογάν, σηματοδοτεί όχι απλώς ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις Γερμανίας – Τουρκίας, αλλά και μια σαφή αναδιάταξη ισορροπιών στην ευρωπαϊκή πολιτική σκακιέρα. Μια αναδιάταξη όπου η Ελλάδα, παρά τα χρόνια “ευρωπαϊκής νομιμοφροσύνης” και την πλήρη ταύτιση της κυβέρνησης Μητσοτάκη με τις επιταγές των Βρυξελλών και του Βερολίνου, βρίσκεται για άλλη μια φορά στο περιθώριο.

Η επιλογή του Μερτς να επισκεφθεί πρώτα την Άγκυρα και έπειτα την Αθήνα δεν ήταν τυχαία. Στον κόσμο της διπλωματίας, οι συμβολισμοί μετρούν περισσότερο από τις δηλώσεις. Και αυτός ο συμβολισμός δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας: το Βερολίνο αναγνωρίζει στην Τουρκία του Ερντογάν ρόλο στρατηγικού εταίρου — οικονομικά, γεωπολιτικά και ενεργειακά. Αντίθετα, η Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως δευτερεύων παίκτης, περισσότερο θεατής παρά συνδιαμορφωτής εξελίξεων.

Ο Μερτς, με ύφος ρεαλιστή και όχι ρομαντικού ευρωπαϊστή, δήλωσε ότι «η Ευρώπη πρέπει να οικοδομήσει μια βαθύτερη στρατηγική συνεργασία με την Τουρκία». Η φράση αυτή αποτυπώνει το πνεύμα της νέας γερμανικής ρεαλπολιτίκ: μια εξωτερική πολιτική βασισμένη στα συμφέροντα και όχι στις αξίες. Και τα συμφέροντα της Γερμανίας —και κατ’ επέκταση της Ε.Ε.— είναι σήμερα περισσότερο ευθυγραμμισμένα με την Άγκυρα παρά με την Αθήνα.

Η Άγκυρα ως αναγκαίος εταίρος

Στο τραπέζι των συνομιλιών Μερτς – Ερντογάν κυριάρχησαν τρία θέματα: ασφάλεια, μετανάστευση και οικονομία. Και στα τρία, η Τουρκία διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα και διαπραγματευτική ισχύ. Ελέγχει κρίσιμους διαύλους επικοινωνίας με τη Μόσχα και το Κίεβο, παίζει καθοριστικό ρόλο στη Μαύρη Θάλασσα και στη Μέση Ανατολή, ενώ λειτουργεί ως «φράγμα» στις μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη.

Η Γερμανία γνωρίζει ότι χωρίς την Άγκυρα, καμία ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας ή μετανάστευσης δεν μπορεί να λειτουργήσει. Γι’ αυτό και ο Μερτς έσπευσε να αποκαταστήσει δίαυλους συνεργασίας, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει παράβλεψη των ζητημάτων δημοκρατίας ή κράτους δικαίου στην Τουρκία.

Στον αντίποδα, η Αθήνα παρακολουθεί αμήχανη. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που επί τέσσερα χρόνια έχει ταυτιστεί πλήρως με τις θέσεις της Ε.Ε., βρέθηκε για άλλη μια φορά εκτός του κέντρου αποφάσεων. Ούτε λόγος για διαβούλευση ή συντονισμό με την ελληνική πλευρά, παρά το γεγονός ότι η Τουρκία εξακολουθεί να αμφισβητεί ευθέως τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Το Βερολίνο ακούει την Άγκυρα, όχι την Αθήνα

Η Γερμανία προχωρά στην άρση του βέτο για την πώληση 20 μαχητικών Eurofighter Typhoon στην Τουρκία — απόφαση που, σύμφωνα με την αμερικανική δεξαμενή σκέψης Middle East Forum, συνιστά «πλήγμα για την Ελλάδα και τη συνοχή του ΝΑΤΟ». Την ίδια στιγμή, η ελληνική κυβέρνηση αντιτίθεται ρητά στη συμμετοχή της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό αμυντικό πρόγραμμα SAFE, επικαλούμενη τις τουρκικές απειλές. Ωστόσο, το Βερολίνο την αγνοεί.

Η στάση αυτή αποδεικνύει πως η ευρωπαϊκή “οικογένεια” λειτουργεί με όρους συμφέροντος και όχι αλληλεγγύης. Όταν η οικονομία, η ενέργεια και η γεωστρατηγική σταθερότητα τίθενται στο τραπέζι, η Ελλάδα απλώς δεν προσφέρει ό,τι προσφέρει η Τουρκία. Και αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά τόσο το Βερολίνο όσο και το Παρίσι.

Ο Μητσοτάκης ως «θεατής» της ευρωπαϊκής σκηνής

Η ελληνική κυβέρνηση προβάλλει συχνά την εικόνα ότι η χώρα «κερδίζει γεωπολιτικά» λόγω της ενεργειακής της θέσης και της σταθερότητάς της. Ωστόσο, η πραγματικότητα διαψεύδει αυτή τη ρητορική. Ενώ η Τουρκία εμφανίζεται ως αναπόσπαστο τμήμα των ευρωπαϊκών σχεδιασμών, η Ελλάδα αντιμετωπίζεται περισσότερο ως προκεχωρημένο φυλάκιο παρά ως ισότιμος στρατηγικός εταίρος.

Η επίσκεψη Μερτς στην Άγκυρα πριν από την Αθήνα δεν είναι απλώς προσβολή πρωτοκόλλου. Είναι πολιτική δήλωση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος επένδυσε στην «καλή μαρτυρία» των ευρωπαίων ηγετών και στη συμμόρφωση με κάθε ευρωπαϊκή κατεύθυνση —από την Ουκρανία μέχρι τα δημοσιονομικά—, διαπιστώνει τώρα πως αυτή η υπακοή δεν του απέφερε κανένα ουσιαστικό όφελος. Αντίθετα, τον έχει μετατρέψει σε θεατή των εξελίξεων, έναν «φτωχό συγγενή» που παρακολουθεί τους μεγάλους να συναλλάσσονται ερήμην του.

Η αποδοχή από τη Γερμανία της τουρκικής αγοράς Eurofighter, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη τουρκική εξοικείωση μέσω του Κατάρ με τα Rafale, ακυρώνει στην πράξη το ελληνικό στρατηγικό πλεονέκτημα στον αέρα. Η δήθεν «αποτροπή» που προέβαλλε η κυβέρνηση χάνει τη βάση της, ενώ η Άγκυρα ανακτά στρατιωτική ισορροπία που μπορεί να επαναφέρει τις εντάσεις στο Αιγαίο.

Η αποτυχία μιας πολιτικής υποτέλειας

Η περίπτωση Μητσοτάκη αποδεικνύει πως η άκριτη συμμόρφωση προς τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο δεν εγγυάται επιρροή ούτε εξασφαλίζει εθνικά συμφέροντα. Η ελληνική διπλωματία, καθηλωμένη στην παθητική στάση του «καλού μαθητή», απέτυχε να προβλέψει τη στροφή της Ευρώπης προς την Τουρκία. Η πραγματιστική πολιτική του Μερτς —και στο μέλλον, ενδεχομένως, της ίδιας της γερμανικής κυβέρνησης— δείχνει καθαρά ότι η Ευρώπη κινείται με γνώμονα το όφελος, όχι την αρχή.

Ο Ερντογάν, παρά τα αυταρχικά του χαρακτηριστικά, κατάφερε να καταστεί αναγκαίος συνομιλητής για όλους: Ουάσιγκτον, Βερολίνο, Μόσχα και Βρυξέλλες. Αντίθετα, ο Μητσοτάκης, παρά τη δημοκρατική του βιτρίνα και τη νομιμοφροσύνη του, παραμένει ανώδυνος εταίρος, χωρίς βαρύτητα ή επιρροή.

Η επίσκεψη Μερτς στην Τουρκία ήταν κάτι περισσότερο από μια διπλωματική πρωτοβουλία: ήταν ένα ηχηρό μήνυμα ιεράρχησης προτεραιοτήτων. Η Ευρώπη στρέφεται εκεί όπου βρίσκονται τα συμφέροντά της —και σήμερα αυτά συγκλίνουν με την Άγκυρα. Η Ελλάδα, εγκλωβισμένη σε μια πολιτική υποτέλειας και χωρίς αυτόνομη στρατηγική, βλέπει το γεωπολιτικό της βάρος να μειώνεται.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πληρώνει το τίμημα της επιλογής του να στηρίξει άκριτα τους Ευρωπαίους εταίρους του. Αντί να εξασφαλίσει την αναβάθμιση της χώρας, κατέληξε παραγκωνισμένος, παρατηρώντας την Τουρκία να ανακτά την πρωτοκαθεδρία. Στην ψυχρή ρεαλπολιτίκ της εποχής μας, όποιος δεν έχει ισχύ ή στρατηγικό όραμα, απλώς παρακολουθεί.

της Κορίνας Τριανταφύλλου