Οι νέες διατάξεις για υποχρεωτικές ιατρικές εξετάσεις σε όσους δηλώνουν ανήλικοι στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης έφεραν στην επιφάνεια κάτι που οι αρμόδιες υπηρεσίες γνώριζαν εδώ και χρόνια, αλλά κανείς δεν ήθελε να κατονομάσει ανοιχτά: το σύστημα βασιζόταν επί μακρόν σε δηλώσεις… καλής θέλησης. Και αυτό σε ένα από τα πιο νευραλγικά πεδία της μεταναστευτικής πολιτικής.
Η διαπίστωση ότι πάνω από το 60% όσων εμφανίζονται ως ανήλικοι αποδεικνύονται ενήλικοι δεν αποτελεί απλώς στατιστικό εύρημα, αλλά ένδειξη μιας τεράστιας θεσμικής αδυναμίας. Για χρόνια, η ταυτοποίηση ηλικίας αντιμετωπίστηκε με χαλαρότητα που δεν ταίριαζε ούτε στη σοβαρότητα του ζητήματος ούτε στις συνέπειες που αυτό μπορεί να έχει στη δημόσια ασφάλεια.
Από τη μία πλευρά, πράγματι ευάλωτοι ασυνόδευτοι ανήλικοι· από την άλλη, ενήλικοι που αξιοποιούσαν τα κενά των διαδικασιών για να εξασφαλίσουν ευνοϊκότερη μεταχείριση, είτε στο άσυλο είτε στην ποινική διαδικασία. Το αποτέλεσμα ήταν ένα σύστημα όπου η ανθρωπιστική πρόθεση συχνά συνυπήρχε με την έλλειψη ελέγχου — ένας συνδυασμός που, όπως αποδείχθηκε, μπορεί να έχει οδυνηρά αποτελέσματα.
Χαρακτηριστικές είναι υποθέσεις όπου άτομα που παρουσιάστηκαν ως ανήλικοι ενεπλάκησαν σε βαριά εγκλήματα, εντός και εκτός Ελλάδας. Οι περιπτώσεις αυτές δεν φωτίζουν μόνο τις προσωπικές ευθύνες των δραστών, αλλά και την αδράνεια των μηχανισμών που όφειλαν να έχουν διασταυρώσει στοιχεία και να έχουν αποτρέψει την επανάληψη παραβατικών συμπεριφορών.
Η νέα διαδικασία φέρνει, έστω καθυστερημένα, μια στοιχειώδη αξιοπιστία σε έναν τομέα όπου για χρόνια κυριαρχούσε η αυταπάτη ότι «το σύστημα θα λειτουργήσει». Πλέον ζητούμενο δεν είναι μόνο η επιστημονικά ακριβής ταυτοποίηση, αλλά και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης — τόσο προς τις διοικητικές διαδικασίες όσο και προς το ίδιο το καθεστώς προστασίας των ανηλίκων, που κινδυνεύει να απαξιωθεί όταν γίνεται αντικείμενο κατάχρησης.
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι στόχος των νέων μέτρων είναι η καλύτερη θωράκιση του συστήματος ασύλου και η ταχύτερη απομάκρυνση όσων δεν δικαιούνται διεθνούς προστασίας. Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα παραμένει: πώς έφτασε η χώρα στο σημείο να χρειαστεί ένα τόσο αυστηρό φίλτρο επειδή επί χρόνια οι βασικές διαδικασίες λειτουργούσαν με υποθέσεις αντί για αποδείξεις.
Σε μια Ευρώπη που ήδη δυσκολεύεται να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανθρωπιστική ευθύνη και την ανάγκη διασφάλισης της δημόσιας τάξης, το ζήτημα της πραγματικής ηλικίας είναι δείκτης για το πόσο ρεαλιστική —ή πόσο ευκολόπιστη— είναι η μεταναστευτική πολιτική που εφαρμόζεται. Και το τίμημα της ευκολίας σε τέτοια θέματα, όπως έχει αποδειχθεί, μπορεί να είναι ιδιαίτερα βαρύ.

