25 Δεκεμβρίου, 2025
Αξίζει να δεις

Η πράσινη ψευδαίσθηση τελείωσε: Η AI απαιτεί πυρηνική ενέργεια

- Η Ουάσιγκτον εγκαταλείπει τις ώριμες ΑΠΕ και στοιχηματίζει στην ατομική ενέργεια για να θωρακίσει την εθνική της ασφάλεια, να τροφοδοτήσει την εκρηκτική άνοδο της AI και να επανακτήσει την παγκόσμια τεχνολογική ηγεμονία

Υπήρχε μια εποχή –όχι ιδιαίτερα μακρινή– που η λέξη «πυρηνική» ακουγόταν στα διοικητικά συμβούλια της Silicon Valley περίπου όπως θα ακουγόταν η λέξη «ιός» μέσα σε ένα αποστειρωμένο server room. Ήταν η εποχή όπου η τεχνολογική ελίτ μπορούσε να παριστάνει ότι το ψηφιακό σύμπαν είναι άυλο, καθαρό, αποκομμένο από τη βιομηχανία, τα ορυχεία και τα βαριά υλικά.

Αυτή η εποχή τελείωσε οριστικά το φθινόπωρο του 2024. Με μια κυβίστηση που θα ζήλευαν οι πιο επιδέξιοι πολιτικοί, οι Big Tech εταιρείες έπαψαν να είναι απλώς παραγωγοί λογισμικού και πλατφορμών. Amazon, Google και Microsoft μετατρέπονται, de facto, στους μεγαλύτερους χρηματοδότες, προστάτες και –στην πράξη– διαχειριστές της νέας πυρηνικής αναγέννησης.

Η αιτία αυτής της μεταστροφής δεν είναι ιδεολογική ούτε συναισθηματική. Είναι η αμείλικτη αριθμητική της φυσικής. Η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν «διψά» απλώς για ενέργεια· την καταναλώνει με ρυθμούς που θυμίζουν βαριά βιομηχανία. Κάθε ερώτηση σε ένα σύστημα generative AI απαιτεί πολλαπλάσια ηλεκτρική ισχύ από μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο.

Με τα data centers να προβλέπεται ότι θα αυξήσουν την κατανάλωσή τους έως και κατά 160% μέχρι το 2030, το αφήγημα της επάρκειας των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας κατέρρευσε. Η ηλιακή και η αιολική ενέργεια μπορεί να είναι πολιτικά ευπώλητες, αλλά είναι ενεργειακά ασυνεπείς. Ο ήλιος δύει, ο άνεμος σταματά, ενώ οι αλγόριθμοι απαιτούν αδιάλειπτη λειτουργία. Έτσι, το περιφρονημένο μέχρι χθες «baseload power» αναδείχθηκε στο στρατηγικό ζητούμενο.

Η Silicon Valley συγκρούστηκε με την πραγματικότητα της φυσικής και έχασε. Τα μεγάλα μοντέλα AI δεν μπορούν να εκπαιδεύονται «όταν φυσάει». Χρειάζονται σταθερή, προβλέψιμη ισχύ, 24 ώρες το εικοσιτετράωρο. Και σε αυτό το σημείο, η πυρηνική ενέργεια –η μόνη ώριμη τεχνολογία μηδενικών εκπομπών που προσφέρει συνεχή παραγωγή– επέστρεψε από το περιθώριο στο κέντρο της σκηνής.

Το απόλυτο σύμβολο αυτής της αλλαγής είναι η απόφαση της Microsoft να επαναλειτουργήσει το πυρηνικό εργοστάσιο του Three Mile Island, του τόπου που έχει χαραχθεί στη συλλογική μνήμη ως συνώνυμο του πυρηνικού κινδύνου.

Η μονάδα, μετονομασμένη πλέον σε Crane Clean Energy Center, «ανασταίνεται» με επένδυση 1,6 δισ. δολαρίων για να τροφοδοτεί αποκλειστικά τις ενεργειακές ανάγκες της εταιρείας για είκοσι χρόνια. Το γεγονός ότι το αμερικανικό κράτος στήριξε το εγχείρημα με δάνειο δισεκατομμυρίων αποτελεί σαφή πολιτική δήλωση: οι servers της AI είναι κρίσιμη υποδομή εθνικής σημασίας.

Η Google επέλεξε μια διαφορετική, πιο «φουτουριστική» προσέγγιση, επενδύοντας σε Μικρούς Αρθρωτούς Αντιδραστήρες (SMRs), ενώ η Amazon κινήθηκε πιο επιθετικά, χρηματοδοτώντας εταιρείες προηγμένης πυρηνικής σχάσης και κλείνοντας συμφωνίες με παρόχους ενέργειας σε πολιτείες-κλειδιά. Κοινός παρονομαστής; Η ανάγκη ενεργειακής αυτονομίας για τα data centers. Οι τεχνολογικοί κολοσσοί δεν θέλουν πλέον απλώς να αγοράζουν ρεύμα· θέλουν να ελέγχουν την πηγή του.

Όμως, η πραγματικότητα αποδείχθηκε λιγότερο γραμμική απ’ όσο πίστευαν οι επενδυτές. Η παρέμβαση της Federal Energy Regulatory Commission, που μπλόκαρε συμφωνίες απευθείας σύνδεσης data centers με πυρηνικούς σταθμούς, λειτούργησε ως ψυχρό ντους. Το σκεπτικό ήταν σαφές: η ιδιωτική ενεργειακή αυτάρκεια δεν μπορεί να υπονομεύει τη σταθερότητα του δημόσιου δικτύου.

Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι μόνο η παραγωγή ενέργειας, αλλά και η μεταφορά της. Το grid αναδεικνύεται στον νέο στρατηγικό στενωπό, εκεί όπου συγκρούονται εταιρικά συμφέροντα, δημόσια ασφάλεια και κρατική ρυθμιστική ισχύς.

Σε αυτό το σημείο, το ζήτημα παύει να είναι απλώς επιχειρηματικό και μετατρέπεται σε γεωπολιτικό. Η Ουάσιγκτον αντιμετωπίζει πλέον την ενέργεια ως το βασικό όπλο στον αγώνα τεχνολογικής υπεροχής με την Κίνα. Η λογική είναι ωμή: χωρίς άφθονη και φθηνή ενέργεια, δεν υπάρχει τεχνητή νοημοσύνη· χωρίς AI, δεν υπάρχει στρατιωτική, οικονομική και πολιτισμική πρωτοκαθεδρία.

Έτσι διαμορφώνεται μια ιδιότυπη συμμαχία κράτους και Big Tech. Οι εταιρείες ζητούν απορρύθμιση, ταχύτητα και κρατική στήριξη. Το κράτος ζητά κεφάλαια, τεχνογνωσία και την αναβίωση μιας πυρηνικής βιομηχανίας που είχε αφεθεί να μαραζώσει.

Οι SMRs προβάλλονται πλέον όχι μόνο ως λύση για τα data centers, αλλά και ως εξαγώγιμο γεωπολιτικό προϊόν. Στόχος είναι να αμφισβητηθεί η κυριαρχία της ρωσικής Rosatom στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Η πυρηνική τεχνολογία επανέρχεται ως εργαλείο επιρροής, διπλωματίας και ελέγχου.

Ωστόσο, κάτω από το αφήγημα της «πυρηνικής αναγέννησης» κρύβεται μια επικίνδυνη αχίλλειος πτέρνα: το καύσιμο. Η Δύση έχει απολέσει τον έλεγχο της αλυσίδας ουρανίου. Το Καζακστάν παράγει περίπου το 40% του παγκόσμιου φυσικού ουρανίου, ενώ η Ρωσία ελέγχει σχεδόν το 44% της παγκόσμιας ικανότητας εμπλουτισμού. Με άλλα λόγια, οι φυγοκεντρητές που κρατούν ζωντανό το όραμα της αμερικανικής AI περιστρέφονται, σε μεγάλο βαθμό, υπό ρωσική επιρροή.

Το «yellowcake» μετατρέπεται σε νέο γεωπολιτικό μοχλό πίεσης, και οι αγορές το γνωρίζουν. Η άνοδος των τιμών και η κερδοσκοπία γύρω από εταιρείες ουρανίου προμηνύουν ότι το επόμενο μεγάλο ενεργειακό σοκ ίσως δεν αφορά το φυσικό αέριο, αλλά το πυρηνικό καύσιμο.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, οι Big Tech αλλάζουν DNA. Μετατρέπονται σε ιδιότυπες εταιρείες κοινής ωφέλειας, φορτώνοντας στους ισολογισμούς τους πάγια ενεργητικά και ρίσκα που κάποτε απέφευγαν συστηματικά. Το αφήγημα της «ελαφριάς» ψηφιακής οικονομίας καταρρέει. Το cloud αποκτά βάρος, μέταλλο και ραδιενέργεια.

Η στροφή δεν περιορίζεται στη σχάση. Η πυρηνική σύντηξη προβάλλεται ως το απόλυτο στρατηγικό στοίχημα των Ηνωμένων Πολιτειών. Η δημιουργία ειδικών δομών στο Υπουργείο Ενέργειας, η επιτάχυνση των ρυθμιστικών διαδικασιών και η κινητοποίηση κεφαλαίων της Wall Street συνθέτουν μια εθνική αποστολή. Η σύντηξη παρουσιάζεται όχι μόνο ως ενεργειακή επανάσταση, αλλά ως το τεχνολογικό άλμα που θα ακυρώσει τα κινεζικά πλεονεκτήματα στις ώριμες ΑΠΕ.

Η έμφαση του Τραμπ στην ατομική ενέργεια προσφέρει πολιτικό έρεισμα στα κράτη μέλη της Ε.Ε., με επικεφαλής τη Γαλλία, που υποστηρίζουν σθεναρά την πυρηνική ενέργεια ως απαραίτητο «φορτίο βάσης» για τη σταθερότητα του συστήματος, παράλληλα με τις μεταβλητές ΑΠΕ. Αυτός ο διχασμός –μεταξύ των χωρών που εστιάζουν αποκλειστικά στις ΑΠΕ και αυτών που προωθούν τα πυρηνικά ως «πράσινη» τεχνολογία– καθυστερεί την υλοποίηση κοινών ευρωπαϊκών στόχων και στρατηγικών.

Επιπλέον, η αυξημένη εξάρτηση της Ευρώπης από το αμερικανικό LNG για την ενεργειακή της ασφάλεια, που είναι βασικό στοιχείο της στρατηγικής Τραμπ, την καθιστά ευάλωτη στις διακυμάνσεις των τιμών και στις γεωπολιτικές αποφάσεις της Ουάσιγκτον. Συνολικά, οι πολιτικές Τραμπ υπονομεύουν τον ηγετικό ρόλο της Ε.Ε. στην κλιματική δράση, εκτρέπουν επενδύσεις και ενισχύουν τις εσωτερικές της διαφωνίες για την ενεργειακή μετάβαση.

Σήμερα, 12 από τα 27 κράτη-μέλη της Ε.Ε. διαθέτουν πυρηνικούς αντιδραστήρες. Οι χώρες αυτές, υπό την ηγεσία της Γαλλίας, αποτελούν τον πυρήνα της λεγόμενης «Πυρηνικής Συμμαχίας» (Nuclear Alliance), η οποία πιέζει ενεργά για να αναγνωριστεί η πυρηνική ενέργεια ως κρίσιμο, χαμηλών εκπομπών άνθρακα στοιχείο του ενεργειακού μίγματος της Ευρώπης.

Γαλλία: Είναι μακράν ο μεγαλύτερος πυρηνικός παίκτης της Ε.Ε.. Η χώρα βασίζει την ενεργειακή της ασφάλεια στην πυρηνική ενέργεια και πρωτοστατεί στην Πυρηνική Συμμαχία. Η Γαλλία ηγείται των προσπαθειών για την παράταση της διάρκειας ζωής των υφιστάμενων αντιδραστήρων και την κατασκευή νέων, όπως οι EPR.

Σλοβακία & Ουγγαρία: Συγκαταλέγονται στις χώρες που κατασκευάζουν νέες μονάδες, δείχνοντας τη δέσμευσή τους στην ατομική ενέργεια ως μέσο για την ενεργειακή ασφάλεια και την επίτευξη κλιματικών στόχων.

Πολωνία: Διαθέτει φιλόδοξα σχέδια για την ανάπτυξη των πρώτων πυρηνικών σταθμών, με στόχο τη μείωση της εξάρτησης από τον άνθρακα.

Άλλες χώρες: Η Φινλανδία, η Ρουμανία, η Τσεχία, η Βουλγαρία, η Σλοβενία και η Κροατία είναι επίσης μέλη της Πυρηνικής Συμμαχίας και είτε διαθέτουν ενεργούς αντιδραστήρες είτε εξετάζουν νέα έργα, συχνά με έμφαση στους SMRs. Ακόμη και χώρες χωρίς πυρηνική ενέργεια σήμερα, όπως η Ιταλία και η Δανία, εξετάζουν την υιοθέτηση SMRs.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα σχέδια των κρατών μελών για την ενίσχυση της πυρηνικής ισχύος στην Ε.Ε. θα απαιτήσουν επενδύσεις έως 241 δισ. ευρώ έως το 2050, που αφορούν τόσο νέες εγκαταστάσεις όσο και τη διατήρηση και παράταση ζωής των υφιστάμενων αντιδραστήρων.

Η πολιτική Τραμπ ενισχύει πολιτικά αυτό το «πυρηνικό μπλοκ» της Ε.Ε., προβάλλοντας την πυρηνική τεχνολογία ως αξιόπιστη λύση απέναντι στην αστάθεια των ΑΠΕ, δημιουργώντας περαιτέρω τριβές με χώρες που εστιάζουν κυρίως στα αιολικά και τα φωτοβολταϊκά, όπως η Γερμανία.

Το συμπέρασμα είναι κυνικό αλλά σαφές. Η ενεργειακή πολιτική δεν είναι πλέον πεδίο ηθικών αφηγήσεων ή κλιματικών ευχών. Είναι πεδίο ισχύος. Όποιος ελέγχει την αδιάλειπτη ενέργεια, ελέγχει την υπολογιστική ισχύ. Και όποιος ελέγχει την υπολογιστική ισχύ, διαμορφώνει την οικονομία, την άμυνα και την πολιτική του 21ου αιώνα. Το ψηφιακό μέλλον δεν θα είναι «πράσινο» με την έννοια των φυλλαδίων. Θα είναι πυρηνικό, βαρύ και γεωπολιτικά φορτισμένο. Όποιος το αγνοήσει, κινδυνεύει να μείνει –κυριολεκτικά και μεταφορικά– στο σκοτάδι.