18 Ιουλίου, 2025
Αρθογραφία Άρθρα

Ζωή χωρίς ζωή: Η νέα νομοθεσία μετατρέπει την εργασία σε εφιάλτη επιβίωσης

Νομοθεσία: Ακούγοντας αυτές τις ημέρες τη Νίκη Κεραμέως να υπερασπίζεται τις νέες ρυθμίσεις του υπουργείου Εργασίας για το σπάσιμο της θερινής άδειας και το 13ωρο στον ίδιο εργοδότη, δεν μπορεί κανείς να μην σταθεί στο χάσμα ανάμεσα στον νομοθέτη και τον εργαζόμενο. Η Κεραμέως, πολιτικός με προσεγμένο βιογραφικό και σταθερή παρουσία στο κυβερνητικό σχήμα, δεν είναι ένα τυχαίο πρόσωπο. Με σπουδές σε διεθνή πανεπιστήμια και αναγνωρισμένη προσήλωση στη δουλειά της, ενσαρκώνει αυτό που αποκαλούμε «τεχνοκρατικό προφίλ». Όμως αυτή ακριβώς η διαδρομή, που περιλαμβάνει κυρίως θέσεις άσκησης εξουσίας και όχι εμπειρίες στο πεδίο της εξαρτημένης εργασίας, φαίνεται να έχει διαμορφώσει μια θεώρηση της εργασιακής πραγματικότητας που απέχει αισθητά από την καθημερινότητα των εργαζομένων.

Η υπουργός μιλά για το «δικαίωμα του εργαζομένου να επιλέξει» να δουλεύει 13 ώρες στον ίδιο εργοδότη αντί να μοιράζεται μεταξύ δύο, ή να σπάει την άδειά του σε τέσσερα μέρη για να μπορεί να την «επεκτείνει» στον χειμώνα. Όλα αυτά φαντάζουν ωραία στη θεωρία, ιδιαίτερα όταν διατυπώνονται με νομικούς όρους σε ένα πάνελ ή σε ένα στούντιο. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική. Στην αγορά εργασίας ο εργοδότης απαιτεί και ο εργαζόμενος «συναινεί», συχνά με βαριά καρδιά και χωρίς εναλλακτική. Οι ατομικές συμβάσεις κυριαρχούν, τα συνδικάτα έχουν αποδυναμωθεί, η σχέση ισχύος είναι συντριπτικά άνιση. Εκεί που τελειώνει το γράμμα του νόμου, ξεκινά η δύναμη της ανάγκης, και η ανάγκη δεν γνωρίζει από «δικαιώματα».

Το δεύτερο που της λείπει είναι η ενσυναίσθηση. Η Νίκη Κεραμέως εκλέγεται στον «πλούσιο» Βόρειο Τομέα και οι πιέσεις για αυτού του τύπου τα ζητήματα από εργαζομένους είναι αμελητέες. Για να μην πω ότι στον Βόρειο Τομέα κατισχύει το δίκαιο της αγοράς. Ελλείψει αυτών των δύο «δεξιοτήτων», η πείσμων και εργατική Κεραμέως -που, αν είχε την ίδια καταγωγή με τη Βρετανίδα πρώην πρωθυπουργό, θα είχε προδιαγραφές Θάτσερ- τείνει να μην έχει πλήρη επαφή με την ελληνική πραγματικότητα. Της συνέβη και στο υπουργείο Παιδείας, αλλά ο λανθασμένος νόμος της για την εκλογή πρυτάνεων με ζυγό εκλεκτορικό σώμα (που είχε ως αποτέλεσμα να μείνουν ακέφαλα τα πανεπιστήμια επί ενάμιση χρόνο λόγω ισοψηφιών 3-3 στις εκλογές) δεν στοίχισε πολιτικά ούτε στην κυβέρνηση ούτε στην ίδια. Εδώ, όμως, το λάθος μπορεί να τους κοστίσει. Με τόσα σκάνδαλα είναι το κερασάκι στην τούρτα.

Στις τηλεοπτικές της εμφανίσεις η υπουργός προσπαθεί να εξηγήσει γιατί θεωρεί λογικό κάποιος να συμπυκνώνει τις δύο δουλειές του σε μία, με το σκεπτικό ότι έτσι θα πάρει περισσότερα χρήματα. Όμως η ίδια αυτή παραδοχή κρύβει το πρόβλημα. Αν κάποιος δουλεύει δύο δουλειές, αν χρειάζεται να φτάσει στις 13 ώρες ημερησίως για να εξασφαλίσει ένα αξιοπρεπές εισόδημα, τότε η αγορά εργασίας δεν λειτουργεί. Ο μισθός δεν επαρκεί. Η σταθερή εργασία δεν προσφέρει ασφάλεια, και η υπερωρία μετατρέπεται σε μόνιμο εργαλείο επιβίωσης.

Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι η Νίκη Κεραμέως έχει βρεθεί ποτέ σε ένα κατάστημα, να παρατηρήσει πόσες υπερωρίες πληρώνονται, πόσες περνάνε «μαύρες» και πόσες καταγγελίες μένουν στα συρτάρια της Επιθεώρησης Εργασίας. Η πραγματική δομή της ελληνικής αγοράς είναι μια χαμηλόμισθη, ασταθής πραγματικότητα, γεμάτη από ανθρώπους που ζουν με το άγχος της απόλυσης και την ελπίδα της κάλυψης των βασικών εξόδων του μήνα. Σε αυτό το περιβάλλον, το σπάσιμο της άδειας δεν φαντάζει επιλογή, αλλά εργοδοτική διευκόλυνση. Το 13ωρο δεν είναι ευελιξία, αλλά εξάντληση. Και η απουσία θεσμικής προστασίας αφήνει τον εργαζόμενο να παλεύει μόνος του με έναν νόμο που δεν σχεδιάστηκε για αυτόν.

Η πολιτική δεν είναι μόνο ζήτημα διαχείρισης, αλλά και στάσης. Και η στάση της κυβέρνησης –και ειδικά του υπουργείου Εργασίας– απέναντι στον κόσμο της μισθωτής εργασίας μοιάζει να είναι αμήχανη, ίσως και αδιάφορη. Όταν ο μισθός δεν αρκεί, όταν η ακρίβεια καλπάζει, όταν η επισφάλεια γενικεύεται, τότε η επέκταση του ωραρίου και η κατάτμηση της άδειας δεν είναι μέτρα εκσυγχρονισμού, αλλά βήματα προς την απορρύθμιση. Όταν η πολιτεία αδυνατεί να εξασφαλίσει ένα δίκαιο μεροκάματο, τότε η παράταση του χρόνου εργασίας μετατρέπεται απλώς σε εργαλείο αναδιανομής της φτώχειας.

Δεν πρόκειται για ακαδημαϊκή διαφωνία. Οικονομολόγοι και δημοσιογράφοι που μελετούν συστηματικά την εξέλιξη των εισοδημάτων στην Ελλάδα –όπως ο Κώστας Καλλίτσης– έχουν ήδη επισημάνει τη μεγάλη αναδιανομή που συντελείται εις βάρος της εργασίας. Αντιγράφουμε δειγματοληπτικώς:

«Ο πληθωρισμός στην Ευρώπη αποκλιμακώνεται, καθ’ ημάς κλιμακώνεται. Τον Μάιο έπεσε στην ευρωζώνη στο 1,9%, από 2,2% τον Απρίλιο, σε εμάς σκαρφάλωσε στο 2,5%, από 2% – ο μύθος του εισαγόμενου πληθωρισμού δεν στέκεται πολύ καλά. Άραγε -τίθεται συχνά το ερώτημα-, είναι υψηλές οι τιμές ή μήπως είναι χαμηλοί οι μισθοί; Και τα δύο. Με πληθωρισμό κερδών και με καθηλωμένους τους μισθούς, τα τελευταία χρόνια γίνεται μια πρωτοφανής αναδιανομή από τη μισθωτή εργασία στα κέρδη. Οι τιμές των ακινήτων έχουν αναπληρώσει τις απώλειές τους μετά την κορυφή του 2008, και σε αρκετές περιοχές της χώρας τις έχουν ξεπεράσει. Τα κέρδη των εισηγμένων ξανάπιασαν ήδη από το 2022 την κορυφή του 2007, και από πέρυσι σταθερά την υπερβαίνουν. Για πολλές μεγάλες επιχειρήσεις, μάλιστα, οι αποδόσεις επί των ιδίων κεφαλαίων (αυτών που έχουν βάλει οι μέτοχοι από την τσέπη τους) αγγίζουν ποσοστά που καμιά εταιρία σε άλλη χώρα της Ευρώπης δεν μπορεί καν να φανταστεί. Τι παραμένει σε καθεστώς αποπληθωρισμού; Οι μισθοί και τα ημερομίσθια. Γι’ αυτά ισχύει ένα ιδιότυπο μνημονιακό καθεστώς, καθώς η αποδυνάμωση των συνδικάτων επιτρέπει να μένει στην «κατάψυξη» ο θεσμός των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Έτσι, 1,5 εκατ. μισθωτοί παίρνουν στο χέρι λιγότερα ή πολύ λιγότερα από 950 ευρώ/μήνα. Είναι φτωχοί, αν και δεν είναι άνεργοι. Ένας πρόχειρος υπολογισμός για το ύψος της αναδιανομής εις βάρος της εργασίας: αν στην 6ετία από το 2019 το μερίδιο της μισθωτής εργασίας δεν είχε μειωθεί από το 36,8% στο 35% του ΑΕΠ, τα εισοδήματα των μισθωτών σήμερα θα ήταν 4,2 δισ. μεγαλύτερα. Κι αν το μερίδιο των κερδών (που είναι το δεύτερο υψηλότερο στην Ευρώπη…) δεν είχε αυξηθεί από το 48,3% στο 50,2% του ΑΕΠ, σήμερα τα κέρδη θα ήταν μικρότερα κατά 4,5 δισ. ευρώ. Να το πούμε αλλιώς: το 2019, τα εισοδήματα από κέρδη ήταν μεγαλύτερα από αυτά της εργασίας κατά 21,3 δισ. ευρώ. Το 2024, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, τα κέρδη ήταν κατά 36,1 δισ. ευρώ μεγαλύτερα από τα εισοδήματα της εργασίας. Η διαφορά μεγάλωσε κατά 69,5%.

Ή, πολύ σχηματικά, έτσι, για μια κάποια πολύ γενική σύγκριση: τα εισοδήματα της εργασίας συμμετέχουν στο ΑΕΠ με 83 δισ. και τα κέρδη με 119 δισ. Αν τα μερίδιά τους ήταν στον μέσο όρο των «27» της Ε.Ε., η εργασία θα συμμετείχε με 114 δισ. (+31 δισ.) και τα κέρδη με 97 δισ. (-22 δισ.)».

Την ώρα που τα κέρδη των επιχειρήσεων αγγίζουν επίπεδα-ρεκόρ, οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι. Το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ μειώνεται, το μερίδιο των κερδών αυξάνεται, και η διαφορά φτάνει τα 36 δισ. ευρώ. Αυτά τα νούμερα δεν είναι στατιστικές. Είναι το αίσθημα του εργαζομένου που βλέπει τον ιδρώτα του να αξίζει όλο και λιγότερο. Είναι το ζευγάρι που δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ και δεν καταφέρνει να αποταμιεύσει. Είναι η νέα γενιά που φεύγει στο εξωτερικό γιατί δεν βλέπει μέλλον.

Η κοινωνική ειρήνη δεν είναι αυτονόητη. Χτίζεται με σεβασμό, ισορροπία και επίγνωση. Όταν η εξουσία αγνοεί τη βάση, όταν νομοθετεί για μια ιδεατή αγορά που δεν υπάρχει, όταν δεν ακούει αλλά εκπέμπει διατάξεις, τότε η απόσταση μεγαλώνει. Η πολιτική σταθερότητα απαιτεί έναν βασικό όρο: να αισθάνεται ο πολίτης ότι η Πολιτεία τον προστατεύει. Και για να το πετύχει αυτό, δεν αρκούν τεχνοκρατικές αιτιολογίες. Χρειάζεται ενσυναίσθηση. Χρειάζεται γνώση της πραγματικής ζωής. Χρειάζεται να μπορείς να κοιτάξεις τον εργαζόμενο στα μάτια, χωρίς να του εξηγείς –με το χαμόγελο της τηλεόρασης– πώς θα μοιράσει την άδεια του ή γιατί πρέπει να δουλεύει μέχρι εξάντλησης για να επιβιώσει.

Σε μια χώρα που οι περισσότεροι δουλεύουν με τον φόβο του αύριο και βλέπουν καθημερινά να αποκαλύπτονται υποθέσεις παράνομων επιδοτήσεων και σκανδάλων, δεν είναι μόνο οι υπουργοί Γεωργίας που γίνονται στόχος οργής. Η κοινωνική δυσαρέσκεια, όταν φουντώνει, παίρνει και εκείνους που εξηγούν στους πολίτες τον πόνο τους με διαγράμματα. Όταν εργάζεσαι για 800 ευρώ και βλέπεις άλλους να κερδίζουν εκατοντάδες χιλιάδες χωρίς να κουνήσουν το δαχτυλάκι τους, τότε αυτό που νιώθεις δεν είναι απλώς αδικία. Είναι ότι ζεις μια ζωή χωρίς ζωή. Και αυτό, όσο κι αν επιχειρείται να εξωραϊστεί επικοινωνιακά, κάποτε θα έχει κόστος. Πολιτικό. Κοινωνικό. Και ίσως θεσμικό.