19 Νοεμβρίου, 2025
Μη Χάσετε

Υπονομεύοντας, χειραγωγώντας και ελέγχοντας τους νέους

Η ιστορία διδάσκει ότι κάθε εποχή ελέγχου ξεκινά από την ίδια αφετηρία: την επίμονη προσπάθεια των κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών να πείσουν τον άνθρωπο ότι είναι αδύναμος. Μόλις ο πολίτης αποδεχτεί ότι δεν μπορεί να σταθεί μόνος στα πόδια του, η διαδρομή προς την εξάρτηση ξεκινά να μοιάζει φυσική, αυτονόητη, σχεδόν ανακουφιστική.

Η τεχνοκρατική εποχή έχει εκσυγχρονίσει αυτή την παλιά συνταγή, επενδύοντάς την με τον μανδύα της επιστημονικής αυθεντίας και της ψευδο-αντικειμενικότητας. Εκεί όπου άλλοτε επιστρατεύονταν πολιτικές ιδεολογίες, σήμερα επιστρατεύεται η «επιστήμη» – μια εκδοχή της, τουλάχιστον, ακρωτηριασμένη και βαθιά εργαλειοποιημένη.

Στο κέντρο αυτής της νέας αφήγησης βρίσκεται η νεολαία. Η γενιά που, κατά τη φυσική τάξη των πραγμάτων, θα έπρεπε να είναι φορέας αμφισβήτησης, κριτικής σκέψης, επαναστατικότητας και δημιουργίας, μετατρέπεται σε στόχο συστηματικής ψυχολογικοποίησης.

Δεν επαρκεί πλέον η παλιά μέθοδος της σχολικής κατήχησης· χρειάζεται κάτι βαθύτερο, ένα εργαλείο που να αγγίζει τα πιο εύθραυστα σημεία της ανθρώπινης συνείδησης. Έτσι, η «ψυχική υγεία» – ένας όρος που εκτείνεται από τη φιλοσοφία μέχρι την ιατρική αλλά κατέληξε να σημαίνει σχεδόν οτιδήποτε – γίνεται το νέο νόμισμα εξουσίας.

Το πρόσφατο άρθρο του BBC, σύμφωνα με το οποίο οι Βρετανοί ηλικίας 18–24 ετών εμφανίζουν «εκρηκτικό» κύμα κακής ψυχικής υγείας, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της τεχνοκρατικής λογικής. Δεν είναι η πρώτη φορά που μεγάλες ειδησεογραφικές πλατφόρμες μετατρέπουν μια κοινωνιολογικά περίπλοκη πραγματικότητα σε απλουστευμένο αφήγημα πανικού.

Είναι όμως μια από τις πιο εύγλωττες ενδείξεις του νέου βιοπολιτικού σχεδίου που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας: τη μετατροπή της νεολαίας σε πληθυσμιακή κατηγορία υψηλού ρίσκου, άρα σε ομάδα που οφείλει να τελεί υπό μόνιμη διαχείριση.

Το 34% των νέων «αναφέρει συμπτώματα ψυχικής διαταραχής», λέει η έρευνα. Πολύ πριν εξεταστεί τι σημαίνει «αναφέρει», σε ποιον το αναφέρει, υπό ποιες συνθήκες, με ποιους ορισμούς, με ποια κίνητρα και με ποια μεθοδολογία, το ποσοστό έχει ήδη κάνει τη δουλειά του: δημιουργεί αίσθηση απειλής. Και όταν η κοινωνία αισθανθεί ότι απειλείται, ζητά διαχείριση – δηλαδή παρέμβαση, δηλαδή έλεγχο.

Η αφήγηση θυμίζει έντονα την περίοδο της πανδημίας: μια προειδοποίηση, μια υποτιθέμενη κρίση, μια στατιστική βόμβα που εκρήγνυται σε τίτλους και παράγει τη γνωστή αλυσίδα «κινδύνου → συμμόρφωσης → εξάρτησης».

Το ίδιο μοτίβο αναπαράγεται τώρα στο πεδίο της ψυχικής υγείας. Η μόνη διαφορά είναι ότι αυτή τη φορά ο στόχος δεν είναι να διαχειριστούν έναν ιό αλλά τον ίδιο τον ανθρώπινο νου. Δεν υπάρχει τίποτε αθώο σε αυτό.

Η νέα ψυχιατρικοποίηση της καθημερινότητας

Για να γίνει κατανοητό το εύρος του προβλήματος, πρέπει να αναλογιστούμε το εξής: οι διαγνώσεις ψυχικής υγείας δεν στηρίζονται σε κανένα βιολογικό τεστ. Δεν υπάρχει εξέταση αίματος για τη «κατάθλιψη», ούτε μαγνητική τομογραφία που να αποκαλύπτει «άγχος». Τα ίδια τα θεμέλια των διαγνώσεων είναι περιγραφικά, όχι εργαστηριακά. Η ψυχιατρική, σε αντίθεση με αυτό που συχνά αφήνει να εννοηθεί, δεν διαθέτει αντικειμενικούς δείκτες. Διαθέτει όμως ένα πλέγμα ορισμών, συμπεριφορών, προτύπων και ερμηνειών που συχνά κλίνουν προς τη διεύρυνση, όχι προς την αυστηροποίηση.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Dr. Peter Breggin, ένας από τους πλέον αναγνωρισμένους κριτικούς της βιοψυχιατρικής, έχει επανειλημμένα επισημάνει πως δεν υπάρχει καμία επιστημονική απόδειξη για βιοχημικές ανισορροπίες ως αιτίες των ψυχιατρικών καταστάσεων. Το αφήγημα της «χημικής ανισορροπίας» ήταν, επί δεκαετίες, ο πιο επιτυχημένος μύθος που εξυπηρέτησε τη βιομηχανία ψυχιατρικών φαρμάκων. Και όπως κάθε μύθος εξουσίας, συνεχίζει να ζει, γιατί συνεχίζει να είναι χρήσιμος.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ξαφνική άνοδος της «κακής ψυχικής υγείας» σε νέους ανθρώπους πρέπει να ιδωθεί όχι ως ουδέτερο καταγραφικό γεγονός αλλά ως προϊόν ενός συστήματος που έχει κάθε κίνητρο να ενισχύσει την ιδέα ότι οι νέοι είναι εύθραυστοι. Αυτός ο χαρακτηρισμός δεν λειτουργεί απλώς περιγραφικά· λειτουργεί κανονιστικά. Μετατρέπει μια ολόκληρη γενιά σε δυνητικό θεραπευόμενο πληθυσμό.

Η λογική είναι απλή: αν οι νέοι είναι «ευάλωτοι», τότε χρειάζονται προστασία. Η προστασία προϋποθέτει παρέμβαση. Η παρέμβαση απαιτεί ειδικούς. Και οι ειδικοί χρειάζονται πόρους, εξουσία και πρόσβαση στη ζωή των νέων.

Το ίδιο έργο το είδαμε με την «προστασία της δημόσιας υγείας» την περίοδο 2020–2022. Η διαφορά είναι ότι τώρα οι μηχανισμοί εξουσίας δεν επιδιώκουν να ρυθμίσουν τις μετακινήσεις αλλά τις σκέψεις.

Το BBC παρουσιάζει την άνοδο των ψυχικών διαταραχών σαν κάποιο μεταφυσικό φαινόμενο που συνέβη «από μόνο του». Αποσιωπά, βεβαίως, την κολοσσιαία επίδραση του πανδημικού πανικού: δύο χρόνια κοινωνικής απομόνωσης, εκπαιδευτικής αποσύνδεσης, βιοπολιτικού ελέγχου, αστυνομικής αυθαιρεσίας και μιας υγειονομικής αφήγησης που πλημμύρισε το συλλογικό ασυνείδητο με φόβο θανάτου και συλλογική ενοχή.

Για μια γενιά που ακόμη διαμόρφωνε την προσωπικότητά της, αυτά δεν ήταν απλώς συνθήκες· ήταν τραύματα.

Να λοιπόν ο πραγματικός λόγος που η ψυχική υγεία των νέων είναι κλονισμένη: όχι κάποια αόρατη επιδημία κατάθλιψης, αλλά η βαθιά ψυχολογική αποσύνθεση που προκλήθηκε από πολιτικές αποφάσεις και όχι από ιούς. Είναι θρασύ να μιλά κανείς για «αύξηση ψυχικών διαταραχών» χωρίς να αναγνωρίζει ότι η νεολαία εγκλωβίστηκε μέσα σε πολιτικές που λειτούργησαν σαν κοινωνικό πείραμα πειθαρχίας.

Είναι επίσης πολιτικά χρήσιμο. Διότι όταν οι κυβερνήσεις δημιουργούν προβλήματα, προσφέρουν πάντα λύσεις. Και οι λύσεις τους είναι, κατά κανόνα, χειρότερες από τις ασθένειες που δήθεν θεραπεύουν.

Ο νέος δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως πολίτης με δικαιώματα αλλά ως δυνητικός ασθενής με ανάγκες. Η μεταμόρφωση αυτή δεν είναι τυχαία. Εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο όπου ο άνθρωπος ορίζεται πρωτίστως ως καταναλωτής υπηρεσιών – υγειονομικών, ψυχικών, εκπαιδευτικών. Είναι μια στρατηγική που μετατρέπει τον άνθρωπο σε οικονομικό υποκείμενο μετρήσιμο σε νοσήματα, συμπτώματα, δείκτες παραγωγικότητας και ποσοστά ενσωμάτωσης.

Όταν, λοιπόν, μια μελέτη λέει ότι οι νέοι με κακή ψυχική υγεία κινδυνεύουν να μην ενταχθούν στην αγορά εργασίας, δεν εκφράζει ανθρωπιστική ανησυχία. Εκφράζει οικονομική αγωνία. Η έγνοια δεν είναι ο νέος αλλά το σύστημα που χρειάζεται εργατικό δυναμικό.

Ο νέος, με άλλα λόγια, δεν «υποφέρει». Απλώς παύει να είναι χρήσιμος.

Κατασκευάζοντας την ευαλωτότητα

Ο ΠΟΥ, στον κατάλογο των «διαταραχών διασπαστικής συμπεριφοράς», κατατάσσει οποιαδήποτε επίμονη μη υπακοή, ανυποταγή ή αμφισβήτηση κανόνων ως πιθανή ένδειξη ψυχικού προβλήματος. Είναι σχεδόν αστείο – αν δεν ήταν τόσο επικίνδυνο. Η αμφισβήτηση, που αποτέλεσε πάντοτε θεμέλιο της νεανικής σκέψης, μπορεί πλέον να ενταχθεί στο λεξικό της «παθολογικής συμπεριφοράς».

Ποιος ωφελείται από αυτό; Σίγουρα όχι ο νέος. Αυτός που ωφελείται είναι το σύστημα που επιθυμεί έναν νέο άνθρωπο εκπαιδευμένο να δέχεται οδηγίες και τρομοκρατημένο στην ιδέα ότι η διαφωνία του μπορεί να ερμηνευθεί ως ψυχική απόκλιση.

Μια κοινωνία όπου η ανυπακοή καταγράφεται ως ψυχική διαταραχή είναι μια κοινωνία ήδη μισό βήμα πριν από τον αυταρχισμό.

Πριν αναζητήσουμε λύσεις, πρέπει να κατανοήσουμε την ίδια την υποδομή της σύγχρονης εξουσίας. Δεν βασίζεται πλέον σε φυσική βία. Βασίζεται στον έλεγχο του νοήματος. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να υποτάξεις έναν άνθρωπο, αλλά ο πιο αποτελεσματικός είναι να του πεις ότι δεν μπορεί να εμπιστευτεί τον ίδιο του τον εαυτό.

Ο νέος που πιστεύει ότι «πάσχει» δεν είναι σε θέση να σταθεί όρθιος απέναντι σε οποιονδήποτε πολιτικό, οικονομικό ή κοινωνικό μηχανισμό. Αντίθετα, αποζητά προστασία. Και αυτός που αποζητά προστασία παραδίδει ελευθερίες.

Και εδώ η ειρωνεία γίνεται σχεδόν τραγική: η ίδια γενιά που κατηγορήθηκε ότι είναι «ναρκισσιστική» ή «υπερευαίσθητη» είναι η γενιά που εκπαιδεύτηκε συστηματικά στην εξάρτηση. Όχι από ανάγκη, αλλά από πολιτική επιλογή.

Τι χρειάζεται πραγματικά η νεολαία

Ο νέος άνθρωπος δεν χρειάζεται άλλο ένα πρόγραμμα «ενσυνειδητότητας» επιδοτούμενο από υπουργεία υγείας, ούτε άλλη μια διάλεξη για την «ανθεκτικότητα». Αυτές οι πρωτοβουλίες μοιάζουν περισσότερο με διαφημιστικές καμπάνιες παρά με πολιτικές ουσίας.

Αυτό που χρειάζεται η νεολαία είναι:

  • να ξαναμάθει να εμπιστεύεται τον εαυτό της,
  • να ανακτήσει την ικανότητα κριτικής σκέψης,
  • να απομακρυνθεί από την κουλτούρα του εύκολου αυτοπροσδιορισμού μέσω διαγνώσεων,
  • να προσεγγίσει την ψυχική της κατάσταση ως ανθρώπινη εμπειρία, όχι ως ιατρικό φάκελο,
  • να σπάσει τη μόνιμη εξάρτηση από «ειδικούς»,
  • να αναπτύξει εσωτερικά εργαλεία αυτογνωσίας αντί για φαρμακευτικές ταυτότητες,
  • να βιώσει τη ζωή χωρίς να πιστεύει ότι κάθε συναισθηματική μεταβολή είναι σύμπτωμα.

Και κυρίως χρειάζεται να απεμπλακεί από την ιδέα ότι η λύση στα προβλήματά της βρίσκεται στα χέρια ενός συστήματος που δεν αντιλαμβάνεται την ψυχική υγεία ως κατάσταση ευεξίας αλλά ως υπόθεση διαχείρισης πληθυσμών.

Η τελική μάχη είναι μεταξύ ελευθερίας και ετεροκαθορισμού

Η σημερινή νεολαία βρίσκεται στο σταυροδρόμι μιας ιστορικής μετάβασης: είτε θα μετατραπεί σε μια γενιά ανθρώπων που θα ζουν μέσα σε έναν αόρατο κλοιό ψυχολογικών διαγνώσεων, είτε θα ανακαλύψει, ξανά, την ελευθερία της προσωπικής ευθύνης.

Αν δεχθούμε ότι μια γενιά που πέρασε την εφηβεία της μέσα σε πολιτικές πανικού και κοινωνικής απομόνωσης «πάσχει», τότε έχουμε ήδη ηττηθεί. Αν όμως επιμείνουμε στην ιδέα ότι οι νέοι δεν είναι εύθραυστοι οργανισμοί αλλά άνθρωποι με δυνατότητα νοητικής δύναμης, τότε έχουμε ελπίδα.

Το ζητούμενο δεν είναι να αρνηθούμε την πραγματικότητα των συναισθηματικών δυσκολιών. Το ζητούμενο είναι να απογυμνώσουμε τη γλώσσα που τις μετατρέπει σε ιατρικές παθήσεις χωρίς βάση. Το ζητούμενο είναι να υπερασπιστούμε την ανθρώπινη εμπειρία απέναντι σε ένα σύστημα που επιδιώκει να τη μετατρέψει σε διάγνωση.

Το σημαντικότερο όμως είναι να σταματήσουμε να θεωρούμε ότι η ψυχική υγεία αποτελεί υπόθεση υπουργείων και διεθνών οργανισμών. Δεν τους ανήκει. Ανήκει στους ανθρώπους. Και όσο την παραδίδουμε στους μηχανισμούς που επιδιώκουν τον έλεγχο, τόσο περισσότερο η νεολαία θα βουλιάζει μέσα στη θολή λίμνη των στατιστικών, των ερευνών και των προγραμμάτων που ισχυρίζονται ότι νοιάζονται αλλά στην πραγματικότητα οπλίζουν το χέρι της εξουσίας.

Το τελικό συμπέρασμα δεν είναι μελαγχολικό· είναι απελευθερωτικό. Αν όντως η νεολαία βρίσκεται σε κρίση, τότε όχι επειδή είναι αδύναμη, αλλά επειδή η κοινωνία που της παραδώσαμε είναι σαθρή. Και η θεραπεία – η αληθινή θεραπεία – δεν θα έρθει από φάρμακα, διαγνώσεις και θεσμικές εκθέσεις, αλλά από την επαναπρόσληψη της ευθύνης, της αυτονομίας και της πνευματικής ενδυνάμωσης.

Γιατί στο τέλος, η μεγαλύτερη απειλή δεν είναι η κατάθλιψη, αλλά ο τρόπος με τον οποίο κάποιοι θέλουν να την ορίσουν για να την αξιοποιήσουν. Και ο μεγαλύτερος κίνδυνος δεν είναι η ψυχική υγεία των νέων αλλά η πολιτική βούληση να τους μετατρέψουν σε μόνιμους ασθενείς ενός συστήματος που δεν ξέρει να θεραπεύει, αλλά ξέρει άριστα να χειραγωγεί.

Exit mobile version