Συνεχίστηκε και το Α’ δίμηνο του 2024 η φθίνουσα τάση των ελληνικών εξαγωγών αγαθών, η οποία είχε αρχίσει από τον Ιούλιο 2022 (με πετρελαιοειδή) και από τον Μάρτιο 2023 (χωρίς πετρελαιοειδή).
Στο α’ δίμηνο του τρέχοντος έτους, οι εξαγωγές διαμορφώθηκαν σε €7.970,0 εκατομμύρια, μειωμένες κατά €1.026,5 εκατ. (δηλαδή 11,4%) σε σχέση με τα 8.996,5 εκατομμύρια ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2023. Η αντίστοιχη αξία, χωρίς τα πετρελαιοειδή, παρουσίασε μείωση των εξαγωγών κατά 307,5 εκατ. ευρώ, δηλαδή 5,2% και η αντίστοιχη αξία, χωρίς τα πετρελαιοειδή και τα πλοία, παρουσίασε μείωση κατά 259,2 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή 4,4%, σε σχέση με το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2023.
Η συνολική αξία των εισαγωγών κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2024 ανήλθε στο ποσό των 13.584,3 εκατομμυρίων ευρώ έναντι 13.737,7 εκατ. ευρώ κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2023, παρουσιάζοντας μείωση, σε ευρώ 1,1%. Η αντίστοιχη αξία χωρίς τα πετρελαιοειδή παρουσίασε αύξηση κατά 234,1 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή 2,4% και η αντίστοιχη αξία χωρίς τα πετρελαιοειδή και τα πλοία παρουσίασε αύξηση κατά 235,6 εκατ. ευρώ, δηλαδή 2,5%, σε σχέση με το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2023.
Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2024 ανήλθε σε 5.614,3 εκατομμύρια ευρώ (6.018,5 εκατ. δολάρια) έναντι 4.741,2 εκατ. ευρώ (5.020,0 εκατ. δολάρια) κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2023, παρουσιάζοντας αύξηση, σε ευρώ, 18,4%. Το αντίστοιχο μέγεθος, χωρίς τα πετρελαιοειδή, παρουσίασε αύξηση κατά 541,6 εκατ. ευρώ, δηλαδή 14,6% και το αντίστοιχο μέγεθος, χωρίς τα πετρελαιοειδή και τα πλοία, παρουσίασε αύξηση κατά 494,8 εκατ. ευρώ, δηλαδή 13,3%.
Πίνακας 1: Εξωτερικό εμπόριο αγαθών, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2023/2024

Αναλύοντας τις εξαγωγικές επιδόσεις ανά κλάδο, παρατηρείται σημαντική αύξηση στον κλάδο των τροφίμων κατά €122,9 εκατ. σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο, καθώς επίσης αύξηση παρατηρούμε στον κλάδο των ποτών – καπνών κατά €29,7 εκατ. Μείωση των εξαγωγών παρουσίασαν οι κλάδοι των πετρελαιοειδών (€699,1 εκατ., δηλαδή 21,9%), των λιπών – ελαίων (€198,1 εκατ., δηλαδή 48,5%), των πρώτων υλών (€47,7 εκατ., δηλαδή 14,8%), των βιομηχανικών (€169,5 εκατ., δηλαδή 13,5%) καθώς και αυτός των διάφορων βιομηχανικών προϊόντων (€44,9 εκατ., δηλαδή 7,7%). Οι κλάδοι των χημικών και των μηχ/των – οχημάτων παρουσίασαν ηπιότερη μείωση, κατά 5,0% και 4,1% αντίστοιχα.
Πίνακας 2: Εξαγωγές ανά κλάδο, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2023/2024

Η εκτόξευση του ελλείμματος αποδομεί το αφήγημα για την οικονομία
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, το 2023, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε κατά 7,1 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2022 και διαμορφώθηκε σε 14,1 δισ. ευρώ. Ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να κινηθεί γύρω στο 6,3% (αναμένεται το ύψος του ΑΕΠ). Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2022 το έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ, ανήλθε στο 10,3%, το οποίο αποτελεί το υψηλότερο ποσοστό των τελευταίων 13 ετών.
Βεβαίως η αρνητική αυτή εξέλιξη δεν αποτέλεσε ούτε κατ’ ελάχιστον σημείο προβληματισμού στη δημόσια συζήτηση. Προφανώς για να μην χαλάσει η εικόνα του οικονομικού θαύματος που κτίζεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα! Επίσης το έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου της Ελλάδας, μετά τη μεγάλη διεύρυνση που σημείωσε την 3ετία 2020-2022, βελτιώθηκε το 2023, εντούτοις παρέμεινε σε πολύ υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με την προ πανδημίας περίοδο.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών (- 32,413 δισ. ευρώ) περιορίστηκε, καθώς η μείωση των εισαγωγών υπερέβη αυτή των εξαγωγών. Σε τρέχουσες τιμές, οι εξαγωγές (49,439 δισ. ευρώ) μειώθηκαν κατά 8,0% (4,1% σε σταθερές τιμές) και οι εισαγωγές (81,853 δισ. ευρώ) κατά 12,3% ( 4,6% σε σταθερές τιμές).
Ειδικότερα τώρα, σε τρέχουσες τιμές, οι εξαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα (34,964 δις ευρώ) παρουσίασαν μείωση κατά 2,7%, ενώ οι αντίστοιχες εισαγωγές (60,394 δις ευρώ) μειώθηκαν κατά 2,8% ( 6,5% και 4,0% σε σταθερές τιμές αντίστοιχα). Συνεπώς η μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών οφείλεται κατά 90,0%, στη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου καυσίμων (μειώθηκε κατά 6,36 δις ευρώ, δεδομένου ότι οι εξαγωγές ανέρχονται σε 14,267 και οι εισαγωγές σε 21,155 δις ευρώ). Επίσης θα πρέπει να υπογραμμισθεί με έμφαση ότι οι εξαγωγές καυσίμων αποτελούν το 28,8% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών!
Το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών διευρύνθηκε, πρωτίστως λόγω της βελτίωσης του ταξιδιωτικού ισοζυγίου και δευτερευόντως του ισοζυγίου λοιπών υπηρεσιών, η οποία αντισταθμίστηκε μερικώς από την επιδείνωση του ισοζυγίου μεταφορών. Σε σχέση με το 2022, οι αφίξεις μη κατοίκων ταξιδιωτών αυξήθηκαν κατά 17,6% και οι σχετικές εισπράξεις κατά 15,7%, γεγονός που δείχνει ότι παρά τις πληθωριστικές πιέσεις που ίσχυσαν το 2023, ο ρυθμός της μέσης δαπάνης αυξήθηκε σε μικρότερο ρυθμό από τις αφίξεις.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου πρωτογενών εισοδημάτων επιδεινώθηκε σημαντικά, κατά 4,0 δισ. ευρώ περίπου έναντι του 2022, λόγω της αύξησης των καθαρών πληρωμών για τόκους, μερίσματα και κέρδη περίπου κατά 4,2 δις ευρώ. Οι πληρωμές αυτής της κατηγορίας αυξήθηκαν κατά 6,3 δισ. ευρώ! (2022: 6,5 – 2023: 12,8 δισ. ευρώ). Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι παράλληλα με την αύξηση των επιτοκίων από τις Κεντρικές Τράπεζες, η αύξηση των μερισμάτων και των κερδών δηλώνει την αύξηση της κερδοφορίας των πολυεθνικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα.
Το ισοζύγιο δευτερογενών εισοδημάτων παρουσίασε πλεόνασμα, έναντι ελλείμματος το 2022, κυρίως λόγω της καταγραφής καθαρών εισπράξεων, έναντι καθαρών πληρωμών, στον τομέα της γενικής κυβέρνησης και, σε μικρότερο βαθμό, λόγω της αύξησης των καθαρών εισπράξεων στους λοιπούς, εκτός της γενικής κυβέρνησης, τομείς της οικονομίας.
Το πλεόνασμα του ισοζυγίου κεφαλαίων μειώθηκε σε σχέση με το 2022 και διαμορφώθηκε σε 2,7 δισ. ευρώ, λόγω της καταγραφής καθαρών πληρωμών, έναντι καθαρών εισπράξεων, στους λοιπούς, εκτός γενικής κυβέρνησης (αντανακλώντας την άνοδο των καθαρών εισπράξεων κυρίως λόγω των εισροών κεφαλαίων από τον RRF) τομείς της οικονομίας.
Το έλλειμμα του συνολικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και κεφαλαίων (το οποίο αντιστοιχεί στις ανάγκες της οικονομίας για χρηματοδότηση από το εξωτερικό) μειώθηκε σημαντικά σε σχέση με το 2022 (κατά 6,7 δισ. ευρώ) και διαμορφώθηκε σε 11,5 δισ. ευρώ. Παρά την πολυδιαφημισμένη αύξηση των εξαγωγών και την αύξηση του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών (έσοδα από τουρισμό κτλ) η Ελλάδα το 2023 χρειάζεται χρηματοδότηση από το εξωτερικό ύψους 11,5 δισ. ευρώ για να καλύψει τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών και κεφαλαίων.
Ακόμη θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ισοδύναμα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δείχνει τη διαφορά ανάμεσα στην εθνική αποταμίευση και τη συνολική επένδυση (πάγια + μεταβολή αποθεμάτων). Όταν είναι ελλειμματικό, το σύνολο των εισπράξεων υπολείπεται των αντίστοιχων πληρωμών και η εθνική αποταμίευση είναι μικρότερη από τις επενδύσεις, με αποτέλεσμα η οικονομία να αντλεί κεφάλαια από την αλλοδαπή (π.χ. δανεισμός, ξένες άμεσες επενδύσεις κ.α.) για να καλύψει το κενό (μείωση των καθαρών ξένων περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν σε εγχώριους φορείς).
Αντιθέτως, όταν είναι πλεονασματικό, το σύνολο των εισπράξεων υπερβαίνει τις αντίστοιχες πληρωμές και η εθνική αποταμίευση είναι μεγαλύτερη από τις επενδύσεις, με αποτέλεσμα η οικονομία να διοχετεύει κεφάλαια προς την αλλοδαπή (αύξηση των καθαρών ξένων περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν σε εγχώριους φορείς). Η ελληνική οικονομία το 2022 είχε το χαμηλότερο ποσοστό συνολικής αποταμίευσης ως προς το ΑΕΠ ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης.
Παραθέτω την κατάταξη: Ολλανδία 30,5% Γερμανία 29,4%, Αυστρία 27,6%, Μάλτα 26,8%, Εσθονία 26,3%, Βέλγιο 26,1%, Φινλανδία 24,3%, Ευρωζώνη 24,2%, Σλοβενία 23,5%, Κροατία 23,5%, Γαλλία 22,5%, Ισπανία 22,1%, Λιθουανία 21,4%, Ιταλία 21,2%, Λετονία 21,1%, Πορτογαλία 19,3%, Λουξεμβούργο 18,1%, Σλοβακία 15,7%, Κύπρος 13,5% και Ελλάδα 10,6%. Η χαμηλή αποταμίευση συναρτάται και με τα υψηλά ελλείμματα στο εξωτερικό ισοζύγιο, που παρουσιάζει η ελληνική οικονομία.
Στην κατηγορία των άμεσων επενδύσεων, οι υποχρεώσεις των κατοίκων έναντι του εξωτερικού, που αντιστοιχούν σε άμεσες επενδύσεις μη κατοίκων στην Ελλάδα, καταγράφηκαν ροές ύψους 4,5 δισ. ευρώ, μειωμένες σε σχέση με το 2022 (7,5 δισ. ευρώ). Στις επενδύσεις χαρτοφυλακίου, η αύξηση των υποχρεώσεών τους αντανακλά κυρίως την άνοδο κατά 4,1 δισ. ευρώ των τοποθετήσεων μη κατοίκων σε ελληνικά ομόλογα και έντοκα γραμμάτια και δευτερευόντως την αύξηση κατά 1,5 δισ. ευρώ των τοποθετήσεών τους σε ελληνικές μετοχές. Ενώ στις λοιπές επενδύσεις οι υποχρεώσεις αυξήθηκαν κατά 3,654 δις ευρώ εκ των οποίων τα 3,501 δισ. ευρώ αφορούν σε δάνεια της Γενικής Κυβέρνησης.
Ανύπαρκτο το success story στην οικονομία
Η οικονομία είναι ο τομέας στον οποίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης θεωρεί ότι παίρνει άριστα. Όπου σταθεί κι όπου βρεθεί αναφέρεται στο… ελληνικό οικονομικό θαύμα χρησιμοποιώντας μία εκτίμηση του «Economist», που όμως δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Βελτίωση του οικονομικού κλίματος υπάρχει, αλλά ούτε για θαύμα πρόκειται ούτε η οικονομία της χώρας πατάει σταθερά στα πόδια της πλέον, όπως διαλαλεί ο πρωθυπουργός. Αντίθετα, η όποια ανάκαμψη έχει σημειωθεί δεν έχει φτάσει στους πολίτες, που αμείβονται με πολύ χαμηλούς μισθούς και με την ακρίβεια να καλπάζει ενώ είναι επισφαλής και λόγω του χρέους που παραμένει υψηλό αλλά και εξωγενών παραγόντων, που μπορεί σε μια κρίση να επηρεάσουν πυλώνες της οικονομίας όπως είναι ο τουρισμός και η ναυτιλία.
Ας δούμε τα στοιχεία εκείνα που δεν επιτρέπουν θριάμβους, αλλά προκαλούν ανησυχία:
1. Βασικό επιχείρημα του πρωθυπουργού είναι πως η χώρα πλέον έχει μπει σε επενδυτική βαθμίδα επειδή πολλοί οίκοι αξιολόγησης αναβάθμισαν την οικονομία σε αυτό το επίπεδο, όμως είναι αξιοσημείωτο πως ο οίκος Moody’s, που είναι ο μεγαλύτερος και ο πιο αξιόπιστος στις αγορές, διατηρεί τη χώρα ακόμα σε επίπεδο μη επενδυτικής βαθμίδας. Και όχι μόνο αυτό, αλλά στην ανακοίνωσή του αναφέρει ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία περιλαμβάνουν το μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και, δεδομένου του μεγέθους και της σημασίας τομέων όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία, η οικονομία είναι ευάλωτη σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς και περαιτέρω βελτιώσεις όσον αφορά την οικονομική ανθεκτικότητα μέσω της διεύρυνσης της εξαγωγικής βάσης θα χρειαστούν χρόνο. Εκτιμά, επίσης, ότι μία κλιμάκωση της γεωπολιτικής κατάστασης στην Ευρώπη με τη συμμετοχή του ΝΑΤΟ θα οδηγούσε επίσης πιθανότατα σε πτωτικές πιέσεις στην αξιολόγηση. Ακόμα, ο διεθνής οίκος αναφέρει ότι, παρά την αναμενόμενη μεγάλη μείωση, το χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ θα παραμείνει πολύ υψηλό.
2. Ένα δεύτερο στοιχείο που δεν επιτρέπει θριαμβευτικούς πανηγυρισμούς για την οικονομία είναι η ανεργία, που παραμένει σε διψήφιο ποσοστό και δείχνει μία σημαντική αντίσταση να πέσει σε μονοψήφιο. Ψευδώς ο πρωθυπουργός υποστηρίζει ότι η ανεργία έχει πέσει σε μονοψήφιο ποσοστό. Τον Φεβρουάριο μετρήθηκε στο 11% από την ΕΛ.ΣΤΑΤ., όσο περίπου ήταν και πέρσι τον ίδιο μήνα (11,2%). Όπως έχει πει, εξάλλου, ο καθηγητής Αλέξης Μητρόπουλος, για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια η ανεργία από Σεπτέμβριο έως και Φεβρουάριο δεν μειώνεται, αλλά αντίθετα ή αυξάνεται ή παραμένει στα ίδια επίπεδα. Η ανεργία είναι καθοριστικός δείκτης της οικονομικής ανάπτυξης και η διατήρησή της στο 11 % δείχνει ότι υπάρχει στασιμότητα τουλάχιστον στις επενδύσεις ή ότι οι επενδύσεις δεν είναι παραγωγικές, ούτως ώστε να δημιουργήσουν νέες και μόνιμες θέσεις εργασίας.
3. Και στις επενδύσεις, όμως, η ελληνική οικονομία δεν έχει αποδόσεις τέτοιες που να δικαιολογούν πανηγυρισμούς. Συγκεκριμένα, το 2023 οι Ξένες Άμεσες Επενδύσεις (ΞΑΕ) στην Ελλάδα μειώθηκαν δραστικά σε σχέση με το 2022 και σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, το 2023 ανήλθαν σε 4,48 δισ. ευρώ, μειωμένες κατά 40% σε σχέση με το 2022. Τα μεγέθη δείχνουν ότι οι επενδύσεις των ξένων στη χώρα μας επέστρεψαν στα επίπεδα του 2019, όταν είχαν ανέλθει σε 4,47 δισ. ευρώ. Όμως, και από αυτό το ποσό των 4,48 δισ. ευρώ, σχεδόν οι μισές Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (περίπου 45%) αφορούσαν αγορές ακινήτων.
4. Την πικρή αλήθεια της ελληνικής οικονομίας, όμως, αποτυπώνει και η πορεία του πληθωρισμού, που παρουσίασε νέα άνοδο, στο 3,4%, τον Μάρτιο, από 3,1% τον Φεβρουάριο, παρά την εφαρμογή των μέτρων Σκρέκα κατά της ακρίβειας.
5. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. για το 2023, σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό βρίσκεται το 26,1% του πληθυσμού της χώρας (2.658.400 άτομα), μένοντας σχεδόν αμετάβλητο σε σχέση με το 2022, που ήταν στο 26,3%.
6. Ο αρνητικοί δείκτες και οι αρνητικές μετρήσεις για την οικονομία της χώρας μας δεν σταματούν εδώ. Η Ελλάδα το 2023 βρέθηκε στις τελευταίες θέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά την αγοραστική δύναμη, όπως έδειξαν τα στοιχεία της Eurostat. Ειδικότερα, η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση, με επίδοση στο 67% του μέσου όρου της Ε.Ε., με τη Βουλγαρία να είναι η μοναδική χώρα με χαμηλότερη επίδοση, με 64%. Το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ καταγράφεται σε Λουξεμβούργο, Ιρλανδία και Ολλανδία.