18 Νοεμβρίου, 2025
Παράξενα

Βιωσιμότητα χωρίς περιεχόμενο

Στη σύγχρονη εποχή της παγκοσμιοποιημένης ιδεολογικής ομοιομορφίας, η γλώσσα συχνά δεν λειτουργεί πλέον ως εργαλείο σκέψης αλλά ως μέσο μιμητικής συμμόρφωσης. Ένα συγκεκριμένο λεξιλόγιο έχει εδραιωθεί μέσω της συνεχούς επανάληψης: το λεξιλόγιο του νεοφιλελευθερισμού.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η Ελλάδα εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και υιοθέτησε τη συνθήκη του Μάαστριχτ, ο δημόσιος λόγος πλημμύρισε από όρους όπως “βιωσιμότητα”, “ανταγωνιστικότητα”, “καινοτομία” και “πράσινη μετάβαση”. Οι λέξεις αυτές δεν παρουσιάστηκαν ως εργαλεία ανάλυσης, αλλά ως σημεία αναφοράς μιας νέας δογματικής, η οποία απαιτεί μίμηση και όχι κατανόηση.

Το πολιτικό προσωπικό, χωρίς ικανότητα για πρωτότυπη σκέψη, υιοθέτησε το λεξιλόγιο αυτό με σχεδόν τελετουργική ευλάβεια, ενώ τα μέσα ενημέρωσης λειτούργησαν ως πολλαπλασιαστές, καθιστώντας τη χρήση αυτών των όρων καθημερινό φαινόμενο. Οι πολίτες, με τη σειρά τους, επαναλαμβάνουν φράσεις που δεν κατανοούν πλήρως, προσλαμβάνοντάς τες ως δείγμα συμμετοχής σε έναν “σύγχρονο” δημόσιο διάλογο.

Η έννοια της “βιωσιμότητας” συχνά λειτουργεί περισσότερο ως συμβολικό εργαλείο παρά ως περιεχόμενο. Όταν πολιτικοί δηλώνουν ότι “η οικονομία μας πρέπει να γίνει βιώσιμη”, συχνά επαναλαμβάνουν προετοιμασμένα μηνύματα, χωρίς να προσφέρουν συγκεκριμένες προτάσεις. Η χρήση της λέξης καθορίζει τη θέση τους στον δημόσιο διάλογο, χαρακτηρίζοντας αυτούς που τη χρησιμοποιούν ως “υπεύθυνους” απέναντι σε όσους προτιμούν πιο άμεσες εκφράσεις με συγκεκριμένο νόημα.

Παρόμοια, όροι όπως το “βιωματικό” αποκτούν σημασία κυρίως ως σημάδι σύγχρονης αντίληψης ή ως μέσο εξασφάλισης χρηματοδότησης, και όχι ως ένδειξη ουσιαστικής εμπειρίας ή εκπαίδευσης. Η γλώσσα μετατρέπεται σε δείγμα συμμετοχής σε ένα κοινωνικό ή πολιτικό “κλαμπ”: η χρήση του σωστού λεξιλογίου σημαίνει ένταξη και αποδοχή.

Στην πράξη, η χρήση αυτού του λεξιλογίου συχνά αποκρύπτει τα πραγματικά προβλήματα. Ο τουρισμός χαρακτηρίζεται “βιώσιμος” παρά τις επιπτώσεις στην υπερφόρτωση των νησιών και την εξάντληση φυσικών πόρων. Η οικονομία θεωρείται “βιώσιμη” ενώ εξαρτάται από φθηνή εργασία και την απώλεια εξειδικευμένων επιστημόνων στο εξωτερικό.

Η “πράσινη ανάπτυξη” επικοινωνείται ως επιτυχία, ακόμα κι αν πρακτικά περιορίζεται σε ορατές μόνο επενδύσεις, ενώ η πολιτιστική βιωσιμότητα συχνά εξαντλείται σε λεκτικά μηνύματα χωρίς ουσιαστική ένταξη της κοινωνίας. Το “βιώσιμο κράτος” παραμένει ζητούμενο, όπως δείχνουν πρόσφατες αποφάσεις για κλείσιμο καταστημάτων του Οργανισμού Ταχυδρομείων.

Η “βιωσιμότητα” παραμένει ασαφής όχι λόγω σύνθεσης αλλά λόγω κενότητας. Η συνεχής επανάληψη όρων χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο οδηγεί σε επιφανειακή αντίληψη και αποδυναμώνει τον δημόσιο λόγο. Η πρόκληση της εποχής ίσως είναι γλωσσική: η επιστροφή σε μια χρήση της γλώσσας που επικοινωνεί σκέψη και νόημα, και όχι παπαγαλία. Μέχρι τότε, το μόνο που φαίνεται να είναι πραγματικά “βιώσιμο” είναι η επιφαινόμενη επιτυχία αυτής της ρητορικής.