17 Δεκεμβρίου, 2025
Αξίζει να δεις

Τρομακτικές καταγγελίες για τον τρόπο θανάτωσης των ζώων και έναν πρωτογενή τομέα που πλησιάζει στο τέλος του

Ο πρωτογενής τομέας στην Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπος με μια κρίση χωρίς προηγούμενο, καθώς οι μαζικές θανατώσεις ζώων, η απουσία ουσιαστικής στήριξης και η έλλειψη πολιτικού σχεδιασμού δημιουργούν συνθήκες αποδόμησης της ελληνικής κτηνοτροφίας.

Σύμφωνα με όσα καταγγέλλει ο πρόεδρος του Αγροτικού Κτηνοτροφικού Κόμματος Ελλάδας, Βάκης Τζηγιομπανίδης, η εφαρμογή των μέτρων για την αντιμετώπιση ασθενειών όπως η ευλογιά και η πανώλη οδήγησε στην απώλεια περίπου 500.000 ζώων, με άμεση συνέπεια τη μείωση της παραγωγής φέτας κατά 40.000 τόνους, πλήγμα που αποτυπώνεται ήδη στην αγροτική οικονομία.

Η διαχείριση των θανατώσεων αποτελεί βασικό σημείο έντονης κριτικής, καθώς, όπως καταγγέλλεται, δεν εφαρμόζονται πρακτικές ευθανασίας, αλλά πρόχειρες και ακατάλληλες μέθοδοι, που προκαλούν σοβαρό πόνο και στρες στα ζώα. Εργαζόμενοι χωρίς καμία κτηνιατρική κατάρτιση χρησιμοποιούν καρφωτικά πιστόλια, αμειβόμενοι με ελάχιστα ποσά ανά ζώο, γεγονός που οδηγεί συχνά σε αποτυχημένες θανατώσεις, βαρείς τραυματισμούς και περιπτώσεις όπου ζώα θάβονται ζωντανά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η καταγγελία για περιοχή των Τρικάλων, όπου εκατοντάδες ζώα θάφτηκαν με τη χρήση ασβέστη και βαρέων μηχανημάτων.

Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις αυτής της πρακτικής είναι εξίσου ανησυχητικές. Οι ταφές πραγματοποιούνται σε εδάφη που δεν πληρούν τις προδιαγραφές, με τη χρήση υλικών που δεν αποδομούνται γρήγορα, με αποτέλεσμα τα υγρά των νεκρών ζώων να καταλήγουν στον υδροφόρο ορίζοντα. Ο κίνδυνος εμφάνισης υδατογενών ασθενειών, όπως η χολέρα και ο τύφος, επανέρχεται στο προσκήνιο, δημιουργώντας φόβους για μια υγειονομική κρίση με ευρύτερες συνέπειες.

Σοβαρά προβλήματα εντοπίζονται και στη διαδικασία μεταφοράς των ζώων προς θανάτωση. Η μετακίνηση γίνεται συχνά με τρακτέρ ή φορτηγά χωρίς κάλυψη, χωρίς επαρκή απολύμανση και με απολυμαντικούς σταθμούς που είτε δεν λειτουργούν είτε λειτουργούν αποσπασματικά. Το αποτέλεσμα είναι η ανεξέλεγκτη διασπορά ιών κατά τη μεταφορά, γεγονός που ακυρώνει κάθε υγειονομικό πρωτόκολλο και επιτείνει το πρόβλημα αντί να το περιορίζει.

Την ίδια ώρα, οι αποζημιώσεις που λαμβάνουν οι κτηνοτρόφοι κρίνονται εξαιρετικά χαμηλές. Τα ποσά κινούνται γύρω στα 160 ευρώ ανά ζώο, όταν η πραγματική αξία τους αγγίζει κατά μέσο όρο τα 450 ευρώ. Η οικονομική ζημία που υφίστανται οι παραγωγοί δεν καλύπτεται ούτε κατ’ ελάχιστον, οδηγώντας πολλούς σε αδιέξοδο.

Οι κοινωνικές συνέπειες αυτής της πολιτικής είναι δραματικές. Πολλοί κτηνοτρόφοι παραμένουν χωρίς εισόδημα, ενώ τους απαγορεύεται να εργαστούν σε άλλο τομέα ώστε να μη χάσουν την αγροτική τους ιδιότητα. Ολόκληρες οικογένειες ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, με διακοπές ρεύματος και αδυναμία κάλυψης βασικών αναγκών, χωρίς να υπάρχει ουσιαστική παρέμβαση από την πολιτεία.

Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, η κατάσταση παρουσιάζει έντονες αντιθέσεις. Στη Γαλλία, η θανάτωση μόλις 208 αγελάδων προκάλεσε μαζικές αντιδράσεις και κύμα συμπαράστασης από εργατικά σωματεία και κοινωνικούς φορείς. Στην Ελλάδα, αντίθετα, οι αγροτικές κινητοποιήσεις αντιμετωπίζονται με αστυνομική παρουσία και αποκλεισμό από τον διάλογο, ενώ οι αποφάσεις εμφανίζονται ως μονόδρομος.

Παράλληλα, έντονη κριτική ασκείται και στη στάση των οργανώσεων προστασίας ζώων, οι οποίες, σύμφωνα με τις καταγγελίες, επικεντρώνονται αποκλειστικά σε μη παραγωγικά ζώα, αγνοώντας τη μαζική θανάτωση παραγωγικών ζώων. Μάλιστα, υπάρχουν αναφορές για θανατώσεις μη παραγωγικών ζώων σε περιοχές όπου κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από τα πρωτόκολλα.

Η πολιτική διάσταση της υπόθεσης αποκτά ιδιαίτερο βάρος, καθώς συνδέεται με δηλώσεις για τη μείωση του αποτυπώματος άνθρακα της κτηνοτροφίας. Η θανάτωση ζώων εμφανίζεται, σύμφωνα με τις καταγγελίες, ως έμμεσο εργαλείο περιορισμού εκπομπών, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει τεχνολογική λύση για την άμεση μείωση των εκπομπών από τα ζώα.

Μαρτυρίες εργαζομένων που συμμετείχαν στις θανατώσεις επιβεβαιώνουν τις απάνθρωπες μεθόδους, χωρίς επιστημονική επίβλεψη, γεγονός που έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις και βαρείς χαρακτηρισμούς για όσους εκτελούν αυτές τις πρακτικές.

Το κοινωνικό κλίμα είναι ήδη τεταμένο. Από τα τέλη Δεκεμβρίου, οι αγροτικές κινητοποιήσεις επηρεάζουν τις εμπορευματικές μεταφορές, ενώ οι αγρότες κατηγορούν τις αρχές ότι με τη διαχείριση των δρόμων επιχειρείται η δημιουργία κοινωνικού αυτοματισμού εναντίον τους. Παρ’ όλα αυτά, δημοσκοπικά δεδομένα δείχνουν ότι η πλειονότητα της κοινωνίας στηρίζει τις κινητοποιήσεις.

Εσωτερικές διαφωνίες καταγράφονται και εντός του αγροτικού κινήματος, με αφορμή την αποδοχή ή μη της λεγόμενης ήπιας τεχνικής λύσης που προτείνει η κυβέρνηση. Πολλοί τη θεωρούν ανεπαρκή και προσβλητική, καθώς δεν αντανακλά την πραγματική ζημία.

Ιδιαίτερη αδικία προκαλεί και ο αποκλεισμός των πληγέντων κτηνοτρόφων από την κατανομή βοσκοτόπων και τις επιδοτήσεις, καθώς το σύστημα δεν αναγνώρισε την ανωτέρα βία. Έτσι, χάνουν δικαιώματα ενισχύσεων για τα επόμενα χρόνια, παρότι η απώλεια του ζωικού κεφαλαίου έγινε με κρατική εντολή.

Η γενικευμένη αίσθηση είναι ότι η κυβέρνηση γνωρίζει, αλλά δεν παρεμβαίνει. Επιστολές μένουν αναπάντητες, αιτήματα αγνοούνται και η ευθύνη μετατίθεται διαρκώς. Αυτό το κενό πολιτικής βούλησης τροφοδοτεί την οργή και ενισχύει την πεποίθηση ότι η κρίση δεν είναι τεχνική, αλλά βαθιά πολιτική.

Σε αυτό το περιβάλλον, η ελληνική παραγωγή υπονομεύεται περαιτέρω από τις εισαγωγές και την έλλειψη στρατηγικής προώθησης των εγχώριων προϊόντων. Η χώρα που κάποτε επαίρονταν για την αυτάρκειά της, μοιάζει σήμερα εξαρτημένη και ευάλωτη.

Το ερώτημα που τίθεται πλέον δεν είναι αν ο πρωτογενής τομέας περνά κρίση, αλλά αν υπάρχει σχέδιο για την επιβίωσή του. Χωρίς ουσιαστική αλλαγή πορείας, η σημερινή σφαγή ζώων κινδυνεύει να μετατραπεί σε οριστική σφαγή ενός ολόκληρου παραγωγικού μοντέλου.

Ακούστε εδώ ολόκληρη τη συγκλονιστική συνέντευξη:

Βάκης Τσιομπανίδης : Αποκαλύψεις για τις σφαγές ζώων και την αδιαφορία της κυβέρνησης

Exit mobile version