19 Ιουλίου, 2025
Εθνικά Ελλάδα

Τουρκολιβυκό Μνημόνιο: Επικίνδυνη κλιμάκωση με πρωταγωνίστρια τη σιωπή της Αθήνας

Σε ένα ακόμη διπλωματικό πλήγμα για την Ελλάδα εξελίσσονται οι τελευταίες εξελίξεις γύρω από το περιβόητο τουρκολιβυκό μνημόνιο, με τη Βουλή των Αντιπροσώπων της Λιβύης στην ανατολική πλευρά της χώρας —την οποία ελέγχει το φιλοτουρκικό καθεστώς του στρατηγού Χάφταρ— να ετοιμάζεται για την ομόφωνη επικύρωση της συμφωνίας για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών μεταξύ Λιβύης και Τουρκίας.

Σύμφωνα με το Libya Observer και άλλα λιβυκά μέσα, επικαλούμενα δηλώσεις αξιωματούχων υπό καθεστώς ανωνυμίας, η ψήφιση της συμφωνίας είναι προ των πυλών και ενδέχεται να πραγματοποιηθεί τις αμέσως επόμενες ημέρες. Η συμφωνία του 2019, που αγνοεί επιδεικτικά την επήρεια ελληνικών νησιών —μεταξύ αυτών και της Κρήτης— έχει αναζωπυρώσει τις ανησυχίες στην Αθήνα για το ενδεχόμενο μιας de facto αμφισβήτησης ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη πρωτοβουλία φέρει τη σφραγίδα του καθεστώτος Χάφταρ, το οποίο έως πρότινος εθεωρείτο —τουλάχιστον κατ’ επίφαση— συνομιλητής της Ελλάδας, εντείνει το αίσθημα διπλωματικής απομόνωσης. Η ανακοίνωση αυτή ήρθε λίγα μόλις 24ωρα μετά από εχθρικές δηλώσεις του πρωθυπουργού της Ανατολικής Λιβύης, Οσάμα Χαμάντ, διορισμένου από τη Βουλή της Βεγγάζης, ο οποίος υπεραμύνθηκε της συμφωνίας χαρακτηρίζοντάς την «απολύτως συμβατή με τη διεθνή νομιμότητα», ενώ προχώρησε και σε ωμές απειλές, λέγοντας πως η Λιβύη «διατηρεί το δικαίωμα σκληρής απάντησης» σε κάθε αμφισβήτηση της κυριαρχίας της. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα απειλείται από ένα μη εκλεγμένο καθεστώς με φιλοτουρκικές καταβολές, το οποίο μιλά ως τοποτηρητής των τουρκικών γεωστρατηγικών επιδιώξεων.

Η ελληνική απάντηση, πάντως, χαρακτηρίζεται από αμηχανία και ρητορική ουδετερότητα. Παρά την ιδιαίτερα σοβαρή εξέλιξη, η Αθήνα περιορίζεται σε διπλωματικού χαρακτήρα διαβουλεύσεις και «ανταλλαγές απόψεων». Συγκεκριμένα, στις 27 Ιουνίου, ο Υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης της Ανατολικής Λιβύης, Abdul Hadi Al-Huwaij, παρουσίασε στον Έλληνα Γενικό Πρόξενο στη Βεγγάζη, Αγάπιο Καλογνώστη, τις θέσεις της κυβέρνησής του για την οριοθέτηση θαλάσσιων συνόρων, σε μια συνάντηση που χαρακτηρίστηκε από ευχολόγια για την «ανάπτυξη φιλικών σχέσεων» και «μηχανισμών συνεργασίας».

Η αμηχανία αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη δυναμική παρουσία της Άγκυρας, η οποία έχει υιοθετήσει στρατηγική έμμεσης εμπλοκής, χρησιμοποιώντας τη Λιβύη ως γεωπολιτικό όχημα για να εδραιώσει τις αμφισβητήσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο, χωρίς να εκτίθεται άμεσα στην κριτική της Δύσης. Έχοντας γνώση της ευαισθησίας της Ουάσινγκτον αλλά και των Βρυξελλών, η Άγκυρα τοποθετεί στο προσκήνιο λιβυκά πρόσωπα ως «εκπροσώπους» μιας ανεξάρτητης πρωτοβουλίας, ενώ στην πραγματικότητα ελέγχει πλήρως το παρασκήνιο.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η τουρκική διπλωματία αντέδρασε σφόδρα στα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε. της 26ης Ιουνίου, που επανέλαβαν την κριτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τη συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης. Ο εκπρόσωπος του τουρκικού ΥΠΕΞ, Οντσού Κετσέλι, επανέφερε τις γνωστές ρητορικές περί «μαξιμαλιστικών» ελληνικών και κυπριακών θέσεων, κάνοντας λόγο για αντίθεση προς το «διεθνές δίκαιο και την αρχή της δικαιοσύνης» —μια έννοια την οποία η Τουρκία ερμηνεύει με τον δικό της, αυθαίρετο τρόπο.

Παράλληλα, ο Κετσέλι υποστήριξε ότι το τουρκολιβυκό μνημόνιο «είναι απολύτως σύμφωνο με το διεθνές δίκαιο», θέση που πλέον υιοθετεί φανατικά και το καθεστώς της Βεγγάζης. Κατηγόρησε δε την Ε.Ε. για «πολιτικά υποκινούμενες και μεροληπτικές» παρεμβάσεις που δεν υπηρετούν την «ειρήνη και σταθερότητα». Στην πράξη, η Άγκυρα χρησιμοποιεί την Ανατολική Λιβύη ως πολιτικό σκιάχτρο, αποφεύγοντας την άμεση σύγκρουση με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ, ενώ παράλληλα υποσκάπτει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα μέσω τρίτων.

Συνάντηση του Υπουργού Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου της Λιβύης με τον Υπουργό Ενέργειας και Φυσικών Πόρων της Τουρκίας

Ο Υπουργός Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου της Λιβύης, Χαλίφα Αμπντέλ Σαντέκ, πραγματοποίησε συνομιλίες με τον Τούρκο Υπουργό Ενέργειας και Φυσικών Πόρων, Αλπαρσλάν Μπαϊρακτάρ, με αντικείμενο τη διερεύνηση προοπτικών ενίσχυσης της διμερούς συνεργασίας στον τομέα της ενέργειας.

Σύμφωνα με ανακοίνωση του Υπουργείου Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου της Λιβύης, η συνάντηση έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη και επικεντρώθηκε σε ευκαιρίες συνεργασίας στους τομείς της υπεράκτιας και χερσαίας έρευνας και εκμετάλλευσης πετρελαίου και φυσικού αερίου, καθώς και στην αναβάθμιση και ανάπτυξη υφιστάμενων κοιτασμάτων.

Κατά τις συνομιλίες εξετάστηκε επίσης ο ενδεχόμενος ρόλος τουρκικών εταιρειών σε έργα υδρογονανθράκων και στην ανάπτυξη υποδομών εντός του ενεργειακού τομέα της Λιβύης.

Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη σημασία της ανταλλαγής τεχνογνωσίας και της αξιοποίησης της τουρκικής εμπειρίας στον τομέα της ενέργειας, με στόχο την επίτευξη αμοιβαίων οφελών και την υποστήριξη της σταθερότητας και της ανάπτυξης του ενεργειακού τομέα της Λιβύης.

Το Υπουργείο υπογράμμισε ότι η συνάντηση εντάσσεται στο πλαίσιο ευρύτερων προσπαθειών ενίσχυσης των περιφερειακών και διεθνών συνεργασιών, συμβάλλοντας στους στόχους της ενεργειακής μετάβασης και της βιωσιμότητας.

Η ελληνική (;) απάντηση

Στην Αθήνα, η απάντηση ήρθε με καθυστέρηση και περιορίστηκε σε διπλωματικές πηγές που επανέλαβαν γνωστές θέσεις, χωρίς όμως να συνοδεύονται από έμπρακτες πρωτοβουλίες ή αναβάθμιση της ελληνικής παρουσίας σε διεθνή φόρα. Όπως αναφέρεται, «η επίκληση του διεθνούς δικαίου προϋποθέτει τούτο να υιοθετείται καθ’ ολοκληρίαν. Πρακτικές όπως η μη υπογραφή της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, η ανατροπή του καθεστώτος αιώνων σε μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς, η απειλή πολέμου σε περίπτωση άσκησης νόμιμου δικαιώματος, δεν επιτρέπουν υποδείξεις».

Η φράση αυτή, αν και σαφής, αποκαλύπτει το βαθύτερο πρόβλημα: η Ελλάδα δείχνει να περιορίζεται σε δηλώσεις αρχών και όχι σε ουσιαστική παρέμβαση. Η λεγόμενη «υπερήφανη εξωτερική πολιτική» της Αθήνας έχει αποδειχθεί, για μια ακόμη φορά, ανεπαρκής να αποτρέψει την καταπάτηση των ζωτικών της συμφερόντων. Το αποτέλεσμα είναι μια συνεχιζόμενη διπλωματική παθητικότητα, που εκπέμπει το λάθος μήνυμα στο διεθνές περιβάλλον: ότι η Ελλάδα είναι διαθέσιμη να γίνεται στόχος με κόστος μηδενικό για τον επιτιθέμενο.

Η Τουρκία φαίνεται να έχει διαγνώσει εγκαίρως αυτή την ελληνική αδυναμία και φροντίζει να εκμεταλλευτεί κάθε διαθέσιμο περιφερειακό παίχτη για την προώθηση των γεωπολιτικών της σχεδιασμών. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μια πολιτική «ήρεμων νερών», αποφεύγοντας κάθε σοβαρή καταγγελία της τουρκικής επιθετικότητας είτε σε ευρωπαϊκό είτε σε αμερικανικό επίπεδο.

Το ερώτημα που τίθεται πλέον επιτακτικά είναι εάν η ελληνική διπλωματία σκοπεύει να μετατρέψει την παθητικότητα σε δράση. Θα θέσει το θέμα στην Ουάσινγκτον και τις Βρυξέλλες με την ένταση που απαιτούν οι περιστάσεις ή θα συνεχίσει να ασκεί μια εξωτερική πολιτική που αφήνει περιθώρια στην Τουρκία να επεκτείνει ανενόχλητη τη σφαίρα επιρροής της;

Σε έναν κόσμο όπου οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί αλλάζουν ραγδαία και οι «αδύναμοι κρίκοι» πληρώνουν πάντα το τίμημα, η Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίσει να επενδύει μόνο στην επίκληση του διεθνούς δικαίου. Απαιτείται άμεση διπλωματική κινητοποίηση, ισχυρή παρουσία σε διεθνείς οργανισμούς και το κυριότερο: το θάρρος να κατονομάσει τις απειλές με το πραγματικό τους όνομα —όχι μόνο για να υπερασπιστεί την κυριαρχία της, αλλά για να διατηρήσει τη θέση της στον διεθνή γεωπολιτικό χάρτη.