Μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Child Development καταδεικνύει κάτι βαθιά ανθρώπινο αλλά και επιστημονικά τεκμηριωμένο: το τραγούδι των γονιών στα μωρά δεν είναι απλώς ένα τρυφερό στιγμιότυπο — είναι μια αποτελεσματική, χαμηλού κόστους παρέμβαση που ενισχύει τη διάθεση των βρεφών και πιθανώς την ευημερία των φροντιστών τους.
Η έρευνα διεξήχθη από επιστήμονες διαφόρων πανεπιστημίων – μεταξύ των οποίων το Πανεπιστήμιο Γέιλ, το Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ, το Πανεπιστήμιο του Όκλαντ στη Νέα Ζηλανδία, το Πανεπιστήμιο McGill στον Καναδά και το Πανεπιστήμιο Πρίνστον – και ανέδειξε τη θετική επίδραση του τραγουδιού στην ψυχοσυναισθηματική κατάσταση των βρεφών.
Η μελέτη περιλάμβανε 110 φροντιστές και τα βρέφη τους, τα οποία είχαν κατά μέσο όρο ηλικία περίπου τεσσάρων μηνών. Η πλειονότητα των συμμετεχόντων προερχόταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Νέα Ζηλανδία. Το ερευνητικό πρόγραμμα διήρκεσε έξι εβδομάδες: την πρώτη εβδομάδα πραγματοποιήθηκε μια προκαταρκτική αξιολόγηση, ακολούθησε μια τετραήμερη περίοδος παρέμβασης και, τέλος, έγινε μια τελική αξιολόγηση κατά την έκτη εβδομάδα. Κατά τη διάρκεια της μελέτης, οι γονείς είχαν πρόσβαση σε εκπαιδευτικά βίντεο που τους ενθάρρυναν να τραγουδούν συχνότερα στα παιδιά τους, ενώ παράλληλα κατέγραφαν καθημερινά – μέσω ειδικής εφαρμογής – τη διάθεση του βρέφους και του ίδιου του φροντιστή, τα επίπεδα άγχους, την ποιότητα ύπνου και τη χρήση της μουσικής.
Τα αποτελέσματα ήταν ενδεικτικά: η αύξηση της συχνότητας του τραγουδιού από τους γονείς οδήγησε σε μετρήσιμη βελτίωση της γενικής διάθεσης των βρεφών. Το τραγούδι χρησιμοποιήθηκε κυρίως στο πλαίσιο καθημερινών ρουτινών χαλάρωσης, όπως για παράδειγμα πριν τον ύπνο ή σε στιγμές αναστάτωσης. Οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι η παρέμβαση, παρά τη χαμηλή έντασή της, είχε εμφανή οφέλη, ενώ αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο ότι μακροπρόθεσμες και συστηματικότερες προσπάθειες θα μπορούσαν να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο τα θετικά αποτελέσματα – όχι μόνο για τα βρέφη αλλά και για τους ίδιους τους φροντιστές.
Παρά τα ενθαρρυντικά συμπεράσματα, η μελέτη αναγνωρίζει και ορισμένους περιορισμούς. Το δείγμα των συμμετεχόντων αποτελείτο κυρίως από λευκούς γονείς υψηλού μορφωτικού και κοινωνικοοικονομικού επιπέδου, γεγονός που περιορίζει την αντιπροσωπευτικότητα. Επίσης, η αξιολόγηση της διάθεσης των βρεφών βασίστηκε αποκλειστικά στις υποκειμενικές αναφορές των φροντιστών – παρόλο που αυτές συλλέχθηκαν σε πραγματικό χρόνο για να ελαχιστοποιηθεί η προκατάληψη ανάκλησης. Τέλος, η χρονική διάρκεια και η ένταση της παρέμβασης θεωρούνται περιορισμένες, γεγονός που σημαίνει ότι τα αποτελέσματα ενδέχεται να είναι ακόμα πιο ισχυρά με διαφορετικό σχεδιασμό.