11 Ιουλίου, 2025
Μη Χάσετε

Το τίμημα του «Μένουμε Ευρώπη» (Μέρος Β΄: Υπνοβάτες στον δρόμο για την παγκόσμια σύρραξη)

Όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής διατύπωνε το όραμα της ένταξης της Ελλάδας στην ενωμένη Ευρώπη, η σκέψη του επικεντρωνόταν κατά κύριο λόγο στο πολιτικό σκέλος της συμμετοχής. Ο τότε πρωθυπουργός αντιλαμβανόταν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση όχι μόνο ως μέσο οικονομικής σύγκλισης μέσω τελωνειακών ενώσεων και κοινών πολιτικών, αλλά κυρίως ως μια συλλογική πολιτική οντότητα, εντός της οποίας κάθε κράτος-μέλος θα διατηρούσε την κυριαρχία του και θα συμμετείχε ισότιμα στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Η φιλοσοφία αυτή αποτυπώθηκε με σαφήνεια στη Συνθήκη της Ρώμης, με την αρχή «ένα μέλος – μία ψήφος» να καθορίζει την ισοτιμία των κρατών στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Ο Καραμανλής πίστευε πως η Ελλάδα, μέσω της πολιτικής αυτής ολοκλήρωσης, θα απολάμβανε ένα επίπεδο θωράκισης απέναντι σε εξωτερικές απειλές, εξασφαλίζοντας την εθνική της ασφάλεια μέσα από μηχανισμούς αλληλεγγύης. Με βάση αυτή την προσέγγιση, οι σημερινές εξελίξεις στον ευρωπαϊκό αμυντικό σχεδιασμό και η συμμετοχή της Τουρκίας ως εταίρου «κοινής αντίληψης» στον τομέα της ασφάλειας θα θεωρούνταν τότε αδιανόητες. Η ιδέα ότι ο στρατιωτικός εισβολέας της Κύπρου, γνωστός ως «Αττίλας», θα μπορούσε να καταστεί συνομιλητής της Ε.Ε. για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, με την Ελλάδα στο περιθώριο, ξεπερνά τα όρια της φαντασίας εκείνης της εποχής.

Τόσο ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όσο και ο Ανδρέας Παπανδρέου –παρά τις ιδεολογικές διαφορές τους– δεν θα επέτρεπαν ποτέ την πολιτική αυτή διολίσθηση. Η θέση τους απέναντι σε στρατηγικά ζητήματα ήταν ξεκάθαρη: οποιαδήποτε ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την άμυνα, που δεν λαμβάνει υπόψη τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, δεν μπορεί να εγκριθεί από εκλεγμένη ελληνική κυβέρνηση. Αυτή η στάση αποτελεί σήμερα αντικείμενο ιστορικής σύγκρισης.

Η ταχύτητα με την οποία συγκροτείται η νέα ευρωπαϊκή στρατιωτική μηχανή εγείρει ερωτήματα αναφορικά με τη φύση και την ταυτότητα της απειλής που καλείται να αντιμετωπίσει. Επανήλθαμε σε λογικές Ψυχρού Πολέμου; Επανακάμπτει η «κόκκινη Αρκούδα» ως απειλή; Οι εξελίξεις στην Ουκρανία φαίνεται να μεταφέρουν το πολεμικό κλίμα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι κυβερνήσεις καλούν τους πολίτες να συγκεντρώσουν προμήθειες, να προετοιμαστούν για ενδεχόμενη καταφυγή σε υπόγεια καταφύγια, ενώ ο δημόσιος διάλογος αποκτά δραματικούς τόνους, παραπέμποντας σε εποχές διεθνών συγκρούσεων του παρελθόντος.

Η απειλή, ωστόσο, δεν είναι σαφώς προσδιορισμένη. Εμφανίζεται περισσότερο ως προϊόν κατασκευής παρά ως πραγματικότητα. Αυτό δεν μειώνει τον κίνδυνο μιας μοιραίας κατάληξης. Η διαρκής πίεση προς τη Ρωσία, με την Ελλάδα να συγκαταλέγεται στις χώρες που υιοθετούν σκληρή γραμμή, ενδέχεται να προκαλέσει απρόβλεπτες αντιδράσεις. Η πιθανότητα χρήσης πυρηνικών όπλων, όσο ακραία κι αν ακούγεται, εξετάζεται πλέον σοβαρά, όπως υπαινίχθηκε η επικεφαλής της αμερικανικής κοινότητας πληροφοριών σε πρόσφατο ενημερωτικό της μήνυμα.

Σιωπή και περιθωριοποίηση των φωνών αντίρρησης στην Ευρώπη

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν απουσιάζουν οι φωνές που εκφράζουν ανησυχία για την πολεμική κλιμάκωση. Ωστόσο, πολλές από αυτές καταπνίγονται ήδη από την πρώτη στιγμή. Το παράδειγμα της Ρουμανίας είναι ενδεικτικό, όπου πολιτικοί που εξέφρασαν αντιρρήσεις απομονώθηκαν. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χρηματοδοτεί προπαγανδιστικές δράσεις, αξιοποιώντας εκατομμύρια ευρώ μέσω αδιαφανών διαδικασιών, με στόχο την υποστήριξη του κυρίαρχου αφηγήματος.

Η λογική φωνή απουσιάζει από τα ευρωπαϊκά κέντρα λήψης αποφάσεων. Ηγετικά πρόσωπα όπως ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, και ο Βρετανός πρωθυπουργός, Κιρ Στάρμερ, αντιμετωπίζονται με διθυράμβους από τα μέσα ενημέρωσης, παρά το γεγονός ότι υιοθετούν ακραία ρητορική έναντι της Μόσχας. Η στάση αυτή εξυπηρετεί εν πολλοίς τα συμφέροντα της Γερμανίας, η οποία προωθεί την ιδέα ενός επερχόμενου ρωσικού πλήγματος έως το 2029, με σκοπό την προληπτική ενίσχυση της ευρωπαϊκής στρατιωτικής βιομηχανίας.

Σε αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα φαίνεται να ολισθαίνει σε ρόλο ενεργού συμμάχου σε πολεμικά σενάρια τρίτων, χωρίς όμως να είναι σε θέση να διασφαλίσει την ίδια την εθνική της ασφάλεια. Η ενδεχόμενη εμπλοκή σε συγκρούσεις στα σύνορα Λιθουανίας–Ρωσίας ελλοχεύει κινδύνους, την ώρα που χώρες με τις οποίες η Ελλάδα δείχνει αλληλεγγύη δεν θα έσπευδαν σε ανάλογη στήριξη σε περίπτωση τουρκικής επιθετικότητας.

Η επιλογή του ευρωπαϊκού προσανατολισμού, υπό το σύνθημα «Μένουμε Ευρώπη», συνοδεύεται από μια διαδικασία πολιτικής περιθωριοποίησης. Η Ελλάδα φαίνεται να δεσμεύεται σε στρατηγικές επιλογές που καθορίζονται αλλού, και οι οποίες δεν εξυπηρετούν ελληνικά συμφέροντα.

Οι προηγούμενες ηγεσίες επέδειξαν διαφορετική στάση. Ο Καραμανλής αποχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Ο Παπανδρέου απαίτησε αντισταθμιστικά οφέλη για τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Ο Σημίτης, με τη συνδρομή του Γιάννου Κρανιδιώτη, συνέδεσε την ελληνική συναίνεση για την τελωνειακή ένωση Ε.Ε.–Τουρκίας με την ένταξη της Κύπρου. Σήμερα, το δικαίωμα του βέτο, έστω και περιορισμένο, παραμένει σε θέματα άμυνας και ασφάλειας, όπως προκύπτει από τα άρθρα 212 και 218 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η διπλή παγίδευση Αθήνας και Λευκωσίας

Στην περίπτωση της Τουρκίας, η Ελλάδα διαθέτει νομικά και πολιτικά επιχειρήματα: την απειλή πολέμου (casus belli), την παρατεταμένη κατοχή της Κύπρου. Παρ’ όλα αυτά, οι επίσημες ελληνικές και κυπριακές πολιτικές αποδυναμώνουν αυτά τα επιχειρήματα. Η επαναλαμβανόμενη διπλωματική επικοινωνία με την Άγκυρα και η αναζήτηση λύσης στο Κυπριακό μέσα από συνομιλίες με το ψευδοκράτος, δημιουργούν σύγχυση ως προς τη σοβαρότητα της απειλής.

Η διεθνής κοινότητα, αλλά και οι εταίροι στην Ε.Ε., εύλογα διερωτώνται: «Ποια απειλή ισχυρίζεστε ότι αντιμετωπίζετε όταν συναντάστε τακτικά με την τουρκική πλευρά;» Η κατάργηση των θεωρήσεων εισόδου για Τούρκους πολίτες, η μαζική αγορά ακινήτων στη Θράκη από Τούρκους επενδυτές και η ρητορική σύγκλισης, αποδυναμώνουν κάθε επιχείρημα περί εθνικής απειλής.

Η εικόνα που διαμορφώνεται είναι αυτή μιας Ελλάδας που εμπλέκεται σε ξένες στρατηγικές επιλογές, χωρίς να κατοχυρώνει εγγυήσεις για την ίδια. Συμμετέχει σε σχέδια άμυνας και ασφάλειας, χωρίς να απολαμβάνει ουσιαστική προστασία από απειλές που υφίσταται η ίδια. Αν αυτό αποτελεί το τίμημα της ευρωπαϊκής ταύτισης, τότε τίθεται εκ των πραγμάτων το ερώτημα αν η Ελλάδα έχει την πολυτέλεια να το πληρώσει.

Υπάρχει, όμως, μία θεμελιώδης διαφορά. Μέχρι χθες το πρόβλημα ήταν κατά βάση οικονομικό. Σήμερα, δυστυχώς, επεκτείνεται σε υπαρξιακά ζητήματα που έχουν να κάνουν με την ίδια την επιβίωση του ελληνικού κράτους. Γιατί πλέον η Ελλάδα χωρίς κανένα δικαίωμα αντίρρησης καλείται να συμμετέχει σε αποφάσεις εξόφθαλμα αντίθετες με τα εθνικά της συμφέροντα. Αποφάσεις που αγγίζουν χορδές αυτοσυντήρησης, όπως η συμμετοχή σε πολεμικές περιπέτειες που δεν μας αφορούν ή ο εκβιασμός για εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας στον προαιώνιο εχθρό. Για πρώτη φορά δηλαδή από την περίοδο των Μνημονίων το ερώτημα δεν αφορά τη συμμετοχή μας στο κοινό νόμισμα, αλλά στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυτή καθεαυτή…

του Γιώργου Χαρβαλιά