Σε μια εποχή όπου η τεχνολογική πρόοδος επιταχύνεται με ρυθμούς που ξεπερνούν την ικανότητα κατανόησης του μέσου ανθρώπου, τίθεται ένα ερώτημα που ξεπερνά τις τεχνολογικές ή πολιτικές συζητήσεις: προοδεύει πραγματικά η ανθρωπότητα ή οδηγείται σταδιακά σε μια νέα μορφή υποταγής, καμουφλαρισμένη πίσω από την πρόσοψη της προόδου; Στον «αιώνα της πληροφορίας» ο άνθρωπος έχει στη διάθεσή του περισσότερη γνώση από ποτέ, αλλά δείχνει να κατανοεί λιγότερα.
Η ιστορική εμπειρία, οι πολιτισμικές αξίες και τα διδάγματα του παρελθόντος αγνοούνται ή απορρίπτονται, ενώ η λογική και η ηθική υποχωρούν μπροστά στη βολή της τεχνοκρατικής αυθεντίας. Η πρόοδος, αντί να συνοδεύεται από πνευματική εξέλιξη, μοιάζει να έχει αποκοπεί από αυτήν. Το αποτέλεσμα είναι ένας άνθρωπος ενημερωμένος αλλά ασυνείδητος, διασυνδεδεμένος αλλά απομονωμένος, παντοδύναμος τεχνικά αλλά αδύναμος ηθικά.
Η πανδημία του COVID-19 υπήρξε το πρώτο μεγάλο παγκόσμιο πείραμα κοινωνικής μηχανικής του 21ου αιώνα. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, δισεκατομμύρια άνθρωποι αποδέχθηκαν περιορισμούς χωρίς προηγούμενο, σε μια επίδειξη πειθαρχίας που δικαιολογήθηκε στο όνομα της «δημόσιας ασφάλειας». Ήταν ένα παγκόσμιο τεστ υπακοής, στο οποίο οι πολίτες εξοικειώθηκαν με την ιδέα ότι η ελευθερία είναι ανακλητή και η συμμόρφωση ταυτίζεται με την ευθύνη.
Οι κυβερνήσεις, σε συντονισμό με υπερεθνικούς οργανισμούς και τεχνολογικούς κολοσσούς, απέκτησαν τη δυνατότητα να παρακολουθούν, να καταγράφουν και να ρυθμίζουν την ανθρώπινη δραστηριότητα σε επίπεδο που προηγουμένως θα θεωρούνταν δυστοπικό. Το σημαντικότερο όμως δεν ήταν οι τεχνολογίες αυτές καθαυτές, αλλά η αποδοχή τους. Για πρώτη φορά, η κοινωνία έδειξε πως μπορεί να προσαρμοστεί οικειοθελώς σε ένα καθεστώς περιορισμών, αν αυτό παρουσιαστεί ως αναγκαίο και «επιστημονικά τεκμηριωμένο».
Η εμπειρία εκείνη αποτέλεσε το υπόβαθρο για την επόμενη φάση του μετασχηματισμού: την πλήρη ψηφιοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης. Ψηφιακές ταυτότητες, βιομετρικά δεδομένα, κοινωνικά προφίλ, αλγοριθμικές αξιολογήσεις και τεχνητή νοημοσύνη συνθέτουν το νέο πεδίο όπου ο άνθρωπος δεν είναι απλώς χρήστης της τεχνολογίας, αλλά τμήμα της. Ο έλεγχος της πληροφορίας, της οικονομικής δραστηριότητας και της κοινωνικής συμπεριφοράς συγκεντρώνεται πλέον στα χέρια ελάχιστων θεσμών και εταιρειών.
Τα ψηφιακά νομίσματα που προωθούνται διεθνώς, τα λεγόμενα CBDCs, υπόσχονται ευκολία και ασφάλεια, αλλά συνεπάγονται και τη δυνατότητα πλήρους επιτήρησης των συναλλαγών. Οι κυβερνήσεις και οι υπερεθνικές δομές φαίνεται να κινούνται ομοιόμορφα προς ένα σύστημα όπου τα προσωπικά δεδομένα, οι υγειονομικές πληροφορίες και οι οικονομικές συναλλαγές συγκλίνουν σε ενιαία βάση.
Η τεχνητή νοημοσύνη, που κάποτε παρουσιαζόταν ως εργαλείο υποστήριξης, αρχίζει να υποκαθιστά κρίσιμες ανθρώπινες αποφάσεις. Από την υγεία και την εκπαίδευση μέχρι την αγορά εργασίας και την απονομή δικαιοσύνης, ο αλγόριθμος εισέρχεται ως «αντικειμενικός» κριτής. Η λογική της ευκολίας και της αποδοτικότητας επισκιάζει τη λογική της ηθικής και της ευθύνης. Το αποτέλεσμα είναι μια σταδιακή μετατόπιση από την ανθρώπινη κρίση στη μηχανική διαχείριση, όπου η ίδια η έννοια της ελευθερίας περιορίζεται σε ό,τι ορίζει το λογισμικό.
Την ίδια στιγμή, οι διεθνείς οργανισμοί και τα παγκόσμια φόρα προωθούν το αφήγημα μιας «μεγάλης επανεκκίνησης», ενός κόσμου όπου η ιδιωτική ιδιοκτησία θα υποχωρήσει, οι μορφές εργασίας θα είναι προσωρινές και ευέλικτες, και η κοινωνική ζωή θα καθορίζεται από δείκτες βιωσιμότητας, ψηφιακής συμπεριφοράς και ενεργειακής κατανάλωσης. Στην ουσία, πρόκειται για τη μετάβαση από τη δημοκρατία της ευθύνης στη διακυβέρνηση της συμμόρφωσης.
Οι κρίσεις –οικονομικές, υγειονομικές, οικολογικές– λειτουργούν ως επιταχυντές αυτής της διαδικασίας, δημιουργώντας ένα συνεχές περιβάλλον έκτακτης ανάγκης που δικαιολογεί κάθε νέα μορφή ελέγχου.
Η πραγματική κρίση, ωστόσο, δεν είναι τεχνολογική ούτε θεσμική, αλλά πνευματική. Ο άνθρωπος, έχοντας παραδώσει μεγάλο μέρος της προσωπικής του ευθύνης στις «έξυπνες» μηχανές και στα συστήματα που τον περιβάλλουν, κινδυνεύει να χάσει την αίσθηση του εαυτού του. Όταν η επιτήρηση μεταμφιέζεται σε προστασία, η καθοδήγηση σε διευκόλυνση και η υπακοή σε κοινωνική αλληλεγγύη, τότε η υποταγή παύει να είναι εμφανής, αλλά γίνεται βαθιά εσωτερικευμένη. Αυτή είναι η πιο επικίνδυνη μορφή ανελευθερίας — εκείνη που βιώνεται ως κανονικότητα.
Η ανθρωπότητα βρίσκεται έτσι μπροστά σε μια ιστορική καμπή. Η τεχνολογία μπορεί να αποτελέσει εργαλείο απελευθέρωσης ή μηχανισμό καθολικής επιτήρησης. Το μέλλον δεν θα το καθορίσουν οι μηχανές, αλλά οι άνθρωποι που τις χειρίζονται — και η πνευματική τους ωριμότητα. Αν ο άνθρωπος επιλέξει τη βολή του ελεγχόμενου περιβάλλοντος έναντι της ευθύνης της ελευθερίας, τότε η μετάβαση σε μια τεχνοκρατική δυστοπία δεν είναι απλώς πιθανή, αλλά αναπόφευκτη.
Η επιλογή δεν είναι συλλογική ούτε θεσμική· είναι προσωπική. Καθένας καλείται να αποφασίσει αν θα παραμείνει ενεργός φορέας συνείδησης και ηθικής ή αν θα παραδώσει τη ζωή του στις δυνάμεις της ευκολίας, της εξάρτησης και του φόβου. Αν υπάρχει ακόμη χρόνος, είναι μόνο γιατί ακόμη υπάρχουν άνθρωποι που αρνούνται να δεχθούν ότι η ελευθερία και η αξιοπρέπεια μπορούν να αντικατασταθούν από δεδομένα και αλγόριθμους.
Το ερώτημα που αιωρείται πάνω από τον 21ο αιώνα είναι απλό αλλά αμείλικτο: θα καταφέρει ο άνθρωπος να μείνει άνθρωπος;

