Η αναβάθμιση του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) και η ενσωμάτωσή του στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) αποτελούν στρατηγική κίνηση της κυβέρνησης για την ενίσχυση της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, του λαθρεμπορίου και της διακίνησης «μαύρου» χρήματος. Η ενοποίηση των ελεγκτικών μηχανισμών αποσκοπεί στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και της ανεξαρτησίας των ελέγχων, αποδεσμεύοντας τους από την εκάστοτε πολιτική εξουσία.
Η ενσωμάτωση του ΣΔΟΕ στην ΑΑΔΕ έχει ως στόχο τη δημιουργία ενός ενιαίου και ισχυρού φορολογικού ελεγκτικού μηχανισμού. Η ΑΑΔΕ, με την τεχνογνωσία και το κύρος της, αναλαμβάνει πλέον τη διενέργεια των ελέγχων, αξιοποιώντας το έμπειρο ανθρώπινο δυναμικό, τις αρμοδιότητες, τα αρχεία, τα περιουσιακά στοιχεία και τον υλικοτεχνικό εξοπλισμό του ΣΔΟΕ.
Η κυβέρνηση επιδιώκει να αποδείξει ότι η μάχη κατά του οικονομικού εγκλήματος δεν αντιμετωπίζεται απλά ως κυβερνητική προτεραιότητα, αλλά ως εθνική υποχρέωση. Η ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών με τη χρήση νέων τεχνολογιών και η επέκταση των ελέγχων σε κάθε γωνιά της χώρας είναι κρίσιμη για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Η διάταξη για την ενσωμάτωση του ΣΔΟΕ στην ΑΑΔΕ θα συμπεριληφθεί στο υπό διαμόρφωση νομοσχέδιο για τον νέο Τελωνειακό Κώδικα, το οποίο αναμένεται να αναρτηθεί σύντομα προς διαβούλευση. Η διαδικασία αυτή αναμένεται να ολοκληρωθεί το αμέσως επόμενο διάστημα, ενισχύοντας το θεσμικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και του οικονομικού εγκλήματος.
Η ενοποίηση των ελεγκτικών μηχανισμών ενδέχεται να αντιμετωπίσει προκλήσεις, όπως η ανάγκη για εκπαίδευση του προσωπικού, η προσαρμογή στις νέες διαδικασίες και η διασφάλιση της ανεξαρτησίας των ελέγχων. Ωστόσο, η ενίσχυση της ΑΑΔΕ με πρόσθετους πόρους και αρμοδιότητες αναμένεται να ενδυναμώσει την ικανότητά της να εντοπίζει και να καταπολεμά αποτελεσματικά το οικονομικό έγκλημα.
Η ενσωμάτωση του ΣΔΟΕ στην ΑΑΔΕ αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός ισχυρού και ανεξάρτητου φορολογικού ελεγκτικού μηχανισμού, που θα συμβάλει στην ενίσχυση της διαφάνειας, της δικαιοσύνης και της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.
Τρεις στους δέκα νικούν την Εφορία, αλλά επτά στους δέκα χάνουν
Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της ΑΑΔΕ εξέτασε το πρώτο τετράμηνο του 2025 συνολικά 1.969 προσφυγές φορολογουμένων κατά πράξεων του φορολογικού ελεγκτικού μηχανισμού. Από αυτές, οι 577 έγιναν δεκτές εν όλω ή εν μέρει, οδηγώντας σε ακύρωση προστίμων, προσαυξήσεων και επιβληθέντων φόρων, σε ποσοστό σχεδόν 30%. Οι υπόλοιπες 1.368 προσφυγές, ποσοστό 70%, απορρίφθηκαν.
Η στατιστική εικόνα δείχνει ότι επτά στους δέκα φορολογούμενους που προσφεύγουν στη ΔΕΔ δεν βλέπουν θετική έκβαση. Ωστόσο, ένα σημαντικό ποσοστό των απορριφθέντων, περίπου 40%, επιλέγει να συνεχίσει τη διεκδίκηση του δικαίου του στα διοικητικά δικαστήρια, παρά το υψηλό κόστος και τη χρονική καθυστέρηση που χαρακτηρίζουν τη δικαστική διαδικασία.
Παράλληλα, ένας μεγάλος αριθμός πολιτών επιλέγει να μη φτάσει ποτέ στη ΔΕΔ ή στο δικαστήριο. Αντίθετα, προχωρά σε ηλεκτρονική αποδοχή της φορολογικής οφειλής, προκειμένου να επωφεληθεί από την έκπτωση έως και 50% στα πρόστιμα, εφόσον η δήλωση μεταμέλειας γίνει εγκαίρως. Η πρακτική αυτή, αν και συμβάλλει στην αποσυμφόρηση του συστήματος, αναδεικνύει και την πίεση που υφίστανται πολλοί φορολογούμενοι να συμβιβαστούν, ακόμα και όταν θεωρούν ότι αδικήθηκαν.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, από την έναρξη λειτουργίας της ΔΕΔ το 2013 έως σήμερα, το ποσοστό των δικαιωμένων προσφυγών διαμορφώνεται στο 24%, γεγονός που εγείρει ερωτήματα για την ακρίβεια και τη νομιμότητα των αρχικών πράξεων των φορολογικών αρχών. Η σταθερά υψηλή αναλογία προσφυγών που γίνονται δεκτές υποδεικνύει ενδεχόμενα προβλήματα στην ποιότητα των ελέγχων και την τεκμηρίωση των φορολογικών επιβαρύνσεων.
Το ζήτημα που τίθεται αφορά στη λειτουργία της ΔΕΔ όχι μόνο ως μηχανισμού αποκατάστασης της φορολογικής νομιμότητας, αλλά και ως ένδειξης για την ανάγκη θεσμικής αυτοκριτικής του φορολογικού συστήματος συνολικά. Η ύπαρξη μεγάλου αριθμού εσφαλμένων ή αμφισβητήσιμων προστίμων, τα οποία εν τέλει ακυρώνονται, προκαλεί ερωτήματα σχετικά με τις μεθόδους, τα τεκμήρια και τις διαδικασίες που εφαρμόζονται στους ελέγχους.