Ζούμε μια εποχή βαθιάς αναταραχής. Σε διάφορα σημεία του πλανήτη, ξεσπούν συγκρούσεις με έντονα φυλετικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά, αποκαλύπτοντας το υπόστρωμα ριζικών αλλαγών στον κοινωνικό ιστό των εθνών. Η επικαλούμενη «πολυπολιτισμικότητα», η οποία προωθήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες ως ένδειξη προόδου και ανθρωπισμού, έχει πλέον αποδειχθεί πηγή σύγκρουσης, αποσταθεροποίησης και κοινωνικής διάρρηξης.
Σε τέσσερα κράτη – τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βόρεια Ιρλανδία, τη Νότια Αφρική και το Ισραήλ – εκτυλίσσονται το τελευταίο διάστημα ταραχές και βιαιότητες, με κοινό χαρακτηριστικό τη σύγκρουση μεταξύ «ντόπιων» και «εισερχόμενων». Οι διαφορές δεν είναι απλώς πολιτισμικές, αλλά βαθύτατα φυλετικές. Και οι εξελίξεις καταδεικνύουν ότι τα κράτη τα οποία αμέλησαν τη διατήρηση της εθνικής και πολιτιστικής τους συνοχής, βρίσκονται πλέον αντιμέτωπα με τις συνέπειες.
Ξεκινώντας από το Ισραήλ, βλέπουμε τη συνεχιζόμενη αντιπαράθεση με τους Παλαιστινίους να έχει προσλάβει τον χαρακτήρα εκκαθάρισης πληθυσμών. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις εντείνονται, ενώ οι ισραηλινές αρχές επιχειρούν να εκτοπίσουν Παλαιστινίους από εδάφη που κατέχουν εδώ και αιώνες. Η σύγκρουση δεν είναι μόνο για τη γη· είναι σύγκρουση ταυτότητας, ιστορίας, εθνολογικής υπεροχής.
Στη Νότια Αφρική, τα γεγονότα είναι εξίσου αποκαλυπτικά. Μαύροι ιθαγενείς στρέφονται κατά λευκών γαιοκτημόνων, σε μια προσπάθεια να ανακτήσουν γη που, υποτίθεται, τους ανήκε. Η ιδέα της «ιστορικής δικαιοσύνης» χρησιμοποιείται για να νομιμοποιηθεί η βία. Όμως στην ουσία πρόκειται για μία σύγκρουση που έχει στο επίκεντρό της τη φυλή – τον χρώμα του δέρματος, την καταγωγή, το «ξένο» έναντι του «δικού μας».
Στη Βόρεια Ιρλανδία, οι εντάσεις επανεμφανίζονται μετά από δεκαετίες. Μια υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκου από αλλοδαπό φέρεται να αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για σειρά επεισοδίων με στοχευμένες επιθέσεις κατά μεταναστών. Ο πληθυσμός αντιδρά πλέον σπασμωδικά, με βία, σε ό,τι θεωρεί πως απειλεί τον πολιτισμό του, την οικογένεια και την ασφάλειά του.
Και στις Ηνωμένες Πολιτείες, η κατάσταση μοιάζει να έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Ιδίως στην Καλιφόρνια και στο Λος Άντζελες, οι εξεγέρσεις λαμβάνουν μορφή πολέμου πόλεων. Στους δρόμους κυριαρχούν οι συγκρούσεις, οι λεηλασίες, οι εμπρησμοί. Η έννοια του «νόμιμου» και του «παράνομου» θολώνει. Οι παλαιότερες γενιές μεταναστών, που σήμερα θεωρούνται «ντόπιοι», βρίσκονται αντιμέτωπες με νέες μάζες μεταναστών, πολλοί εκ των οποίων εισήλθαν παράνομα και απαιτούν δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις.
Ορισμένοι αναλυτές μιλούν ήδη για έναν δεύτερο εμφύλιο. Και δεν το λένε αυτό αβασάνιστα. Το κοινωνικό σώμα στις ΗΠΑ είναι πολωμένο, με κάθε πλευρά να αισθάνεται ότι απειλείται. Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς έχει διαρραγεί. Ο κοινός αξιακός κορμός που συνέδεε την αμερικανική κοινωνία έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Όταν το έθνος δεν έχει πια κοινή ιστορική μνήμη, κοινό όραμα, κοινή ηθική, τότε αρκεί μία σπίθα για να ξεσπάσει καταστροφή.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι πολλές από τις ταραχές παρουσιάζουν χαρακτηριστικά οργάνωσης και όχι αυθόρμητου ξεσπάσματος. Υπάρχουν μαρτυρίες για ακτιβιστικές οργανώσεις που κινητοποιούν τις μάζες μέσω κοινωνικών δικτύων· για χρηματοδοτήσεις Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων που δηλώνουν πως εργάζονται για την κοινωνική ειρήνη, αλλά εμπλέκονται σε ταραχές· για την ύπαρξη υλικών – όπως τούβλα, σφυριά και εμπρηστικοί μηχανισμοί – που έχουν τοποθετηθεί στρατηγικά πριν καν ξεκινήσουν τα επεισόδια.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτοκίνητα χωρίς οδηγό πυρπολήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως φραγμοί σε κομβικά σημεία, εμποδίζοντας την πρόσβαση της αστυνομίας. Το χάος δεν μοιάζει πια τυχαίο. Μοιάζει προσχεδιασμένο.
Την ίδια στιγμή, η δημόσια αφήγηση στα ΜΜΕ και από πολιτικούς ηγέτες εμφανίζεται συχνά αποστασιοποιημένη από την πραγματικότητα. Οι ταραχές περιγράφονται ως «διαδηλώσεις», οι εμπρησμοί ως «εκδηλώσεις αγανάκτησης» και οι λεηλασίες ως «μορφές διαμαρτυρίας». Ορισμένοι πολιτικοί, μάλιστα, όπως η Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Καμάλα Χάρις, χαρακτήρισαν τους διαδηλωτές «απαραίτητους στον αγώνα για δικαιοσύνη». Όμως δικαιοσύνη χωρίς νόμο και τάξη δεν νοείται.
Η απάντηση της κυβέρνησης ήταν η απαγόρευση χρήσης μάσκας στις κινητοποιήσεις, σε μια προσπάθεια να ταυτοποιηθούν οι συμμετέχοντες. Κι εδώ αρχίζει μια άλλη συζήτηση. Πώς θα ελέγχεται η κοινωνία; Με γεωεντοπισμό μέσω κινητών; Μέσω της ψηφιακής ταυτότητας; Πράγματι, χώρες όπως το Πακιστάν δηλώνουν ήδη ότι μπορούν να εντοπίζουν τους διαδηλωτές μέσω των chip στις νέες ταυτότητες. Μια τεχνολογία που εύκολα μπορεί να περάσει από την ασφάλεια… στον έλεγχο.
Και σε αυτό το κλίμα, η παρουσία του στρατού στους δρόμους νομιμοποιείται. Η αστυνομία δεν επαρκεί, κι έτσι τα κράτη στρέφονται στις ένοπλες δυνάμεις για την αποκατάσταση της τάξης. Κάποτε αυτό θα σήμαινε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Τώρα θεωρείται σχεδόν αναγκαία παρέμβαση.
Ο κίνδυνος, ωστόσο, δεν περιορίζεται στην Αμερική. Οι εικόνες διαχέονται, μιμούνται, προκαλούν. Ο μιμητισμός είναι μία από τις πιο επικίνδυνες συνέπειες τέτοιων καταστάσεων. Αν τα φαινόμενα αυτά επεκταθούν σε χώρες όπως η Ελλάδα, με την κοινωνική συνοχή ήδη εύθραυστη και με δομές που δυσκολεύονται να ανταποκριθούν, τότε οι συνέπειες θα είναι ανεξέλεγκτες.
Η χώρα μας φιλοξενεί πλέον εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες, νόμιμους και παράνομους. Οι αστικοί πληθυσμοί πυκνώνουν, η φτώχεια αυξάνεται, η εγκληματικότητα δεν μειώνεται. Και αν χαθεί η κοινωνική ισορροπία, το ενδεχόμενο βίαιης ρήξης είναι υπαρκτό.
Όλα τα παραπάνω οδηγούν σε ένα αμείλικτο ερώτημα: πρόκειται για αυθόρμητες κοινωνικές εκρήξεις ή για συνειδητά στημένα γεγονότα, σχεδιασμένα να αποδομήσουν τα έθνη, να διαλύσουν τις παραδοσιακές ταυτότητες και να επιβάλουν ένα νέο παγκόσμιο καθεστώς ελέγχου;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Όμως το χρέος κάθε υγιούς κοινωνίας είναι να σταθεί με σύνεση, να διαφυλάξει τα σύνορά της – και όχι μόνο τα γεωγραφικά, αλλά κυρίως τα πολιτισμικά, τα ηθικά, τα εθνικά. Γιατί αν χαθεί το όμαιμον, το ομότροπον και το ομόθρησκον, το κράτος παύει να είναι έθνος. Και τότε, όλα τα υπόλοιπα χάνουν το νόημά τους.
Σε μια εποχή παγκόσμιας αναστάτωσης και κοινωνικής αποσύνθεσης, όλο και περισσότεροι πολίτες διερωτώνται γιατί γύρω μας κυριαρχούν η βία, οι ανισότητες, η παρακμή και τα αδιέξοδα. Η απάντηση φαίνεται να κρύβεται στο γεγονός ότι μια μικρή, πανίσχυρη ομάδα – μια παγκόσμια ελίτ – έχει κατορθώσει, σχεδόν χωρίς αντίσταση, να συγκεντρώσει στα χέρια της το σύνολο σχεδόν του πλανητικού πλούτου, θέτοντας υπό τον έλεγχό της τις πολιτικές, οικονομικές και τεχνολογικές δομές της ανθρωπότητας.
Η συγκέντρωση ισχύος αυτή, όμως, δεν ήταν το τελικό τους ζητούμενο. Αντιθέτως, αποτελεί απλώς το πρώτο στάδιο ενός ευρύτερου σχεδίου. Έχοντας πια την τεχνολογία, το χρήμα και τη διακυβέρνηση υπό πλήρη έλεγχο, η ύπαρξη των δισεκατομμυρίων ανθρώπων κρίνεται ως περιττή, κοστοβόρα και εν δυνάμει απειλητική. Στο αρρωστημένο τους όραμα, στόχος είναι ένας κόσμος ολιγάριθμος, όπου θα επιβιώνουν μόνο οι «άριστοι», χωρίς πολιτικές απαιτήσεις, χωρίς ανεξάρτητους λαούς, χωρίς εργαζόμενους που έχουν συνείδηση δικαιωμάτων. Ένα μοντέλο παγκόσμιας διαχείρισης από τεχνοκράτες, χωρίς αληθινή δημοκρατία και χωρίς ελευθερία.
Σε αυτό το πλαίσιο ερμηνεύονται και τα φαινόμενα των πολέμων και της γενοκτονίας που λαμβάνουν χώρα σήμερα: η αιματοχυσία στη Γάζα, ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ανέχεια που βιώνει η παγκόσμια εργατική τάξη, δεν είναι παρεκκλίσεις του συστήματος – είναι συνέπειες και ενδείξεις της λειτουργίας του. Οι ελίτ δεν επιθυμούν δίκαιη αναδιανομή, ούτε κοινωνική ισορροπία. Επιμένουν στη διαιώνιση της ανισότητας, ακόμη κι αν αυτή φτάσει στα όρια της κοινωνικής έκρηξης.
Το παράδειγμα των ΗΠΑ είναι χαρακτηριστικό. Τα γεγονότα στο Λος Άντζελες, σύμφωνα με αναλυτές, δεν αποτελούν απλές διαδηλώσεις ή «αυθόρμητα» επεισόδια. Αντιθέτως, μοιάζουν με προσομοίωση κοινωνικής κατάρρευσης. Μερίδες του πληθυσμού κινητοποιούνται, οργανώσεις συμμετέχουν, ενώ πίσω από τις ταραχές διαφαίνεται η εσκεμμένη εργαλειοποίηση της παράνομης μετανάστευσης. Οι μαζικές ροές πληθυσμών μετατρέπονται σταδιακά σε μέσο αλλοίωσης της εθνικής ταυτότητας και αποσταθεροποίησης των δυτικών κοινωνιών.
Η σύγχρονη δημοκρατία, όπως επιβάλλεται από τα παγκόσμια κέντρα εξουσίας, δεν προστατεύει πλέον τις αξίες του έθνους, της ελευθερίας ή της κοινωνικής αλληλεγγύης. Υποθάλπει τη σύγχυση, διαλύει την ταυτότητα και καθιστά τον πολίτη εξαρτημένο, φοβισμένο και ανίσχυρο. Το σχέδιο είναι να μετατραπεί ο κόσμος σε μια παγκόσμια κοινωνία υπηκόων, που δεν θα αντιστέκονται, δεν θα σκέφτονται και δεν θα έχουν ιστορική ή πολιτιστική μνήμη.
Το ερώτημα, τελικά, δεν είναι αν όλα αυτά συμβαίνουν. Είναι κατά πόσο είμαστε έτοιμοι να τα κατανοήσουμε, και αν έχουμε τη βούληση – ως έθνη, ως λαοί, ως πρόσωπα – να αντισταθούμε στην πλήρη εξαφάνιση της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας μας.