10 Νοεμβρίου, 2025
Παράξενα

Το πολιτικό παιχνίδι επιβίωσης της κυβέρνησης Μητσοτάκη

Υπάρχει έντονη ανησυχία ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, υπό την πίεση της σημαντικής πτώσης των ποσοστών της Νέας Δημοκρατίας, που πλησιάζουν ή υποχωρούν κάτω από το 20%, μπορεί να καταφύγει σε επικίνδυνες μεθοδεύσεις. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζεται το ενδεχόμενο μιας ξαφνικής έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η οποία θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για την αναζωογόνηση του πολιτικού κλίματος και την παρουσίαση της κυβέρνησης ως αποφασιστικής και ισχυρής. Η τακτική αυτή θυμίζει την κρίση στον Έβρο το 2020, όταν η κυβέρνηση κατάφερε να κερδίσει πολιτικά οφέλη μέσα από την ένταση στα σύνορα.

Οι πρόσφατες εξελίξεις στο Αιγαίο, μετά από περίπου είκοσι ημέρες σχετικής ηρεμίας, δείχνουν ότι αυτή η δυναμική είναι σε εξέλιξη. Η αιφνιδιαστική άσκηση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, ως απάντηση στην παρουσία του τουρκικού ερευνητικού σκάφους «Πίρι Ρέις», χαρακτηρίστηκε ως μια ελάχιστη και αναγκαία αντίδραση. Κανείς δεν αμφισβητεί το δικαίωμα της χώρας να υπερασπίζεται την κυριαρχία της, αλλά το βασικό ζήτημα δεν είναι η αντίδραση καθεαυτή, αλλά η ειλικρίνεια της κυβερνητικής στάσης. Ενώ η Τουρκία συνεχίζει τις προκλήσεις, η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να κινείται κυρίως στο πεδίο της επικοινωνίας και της πολιτικής εικόνας.

Η κυβέρνηση θα ήταν πιο πειστική αν δεν βρισκόταν μπροστά σε εκλογικές αναμετρήσεις και δεν κατέγραφε σημαντική εκλογική απώλεια. Η μείωση της εκλογικής της επιρροής οφείλεται εν μέρει στις πολιτικές της σε εξωτερική πολιτική και μεταναστευτικό, ζητήματα με ισχυρή πατριωτική χροιά. Ως εκ τούτου, η ξαφνική έμφαση σε θέματα εθνικής κυριαρχίας μοιάζει περισσότερο με πολιτική τακτική παρά με σταθερή στρατηγική επιλογή.

Επιπλέον, η ίδια κυβέρνηση δεν είχε αντιδράσει όταν το τουρκικό «Oruc Reis» κινήθηκε εντός των έξι ναυτικών μιλίων, με τον τότε κυβερνητικό εκπρόσωπο Γιώργο Γεραπετρίτη να δηλώνει ότι «η κόκκινη γραμμή είναι τα 6 ναυτικά μίλια». Τότε ο πρωθυπουργός αισθανόταν πολιτικά ισχυρός και χωρίς πιέσεις. Πριν λίγους μήνες, η κυβέρνηση απέφυγε επίσης την αντιπαράθεση όταν η Τουρκία προσπάθησε να μπλοκάρει την πόντιση υποθαλάσσιου καλωδίου στην Κάσο, δείχνοντας ότι συχνά η πολιτική της καθορίζεται από πολιτικούς υπολογισμούς.

Στη συνέντευξή του στον ANT1, ο πρωθυπουργός απέκλεισε το ενδεχόμενο «θερμού επεισοδίου» με την Τουρκία, επιβεβαιώνοντας τη στρατηγική μιας «ελεγχόμενης κρίσης», που στοχεύει στην αποφυγή σοβαρών αναταραχών, διατηρώντας όμως το εθνικό αίσθημα σε εγρήγορση. Ωστόσο, αν τα ελληνοτουρκικά ζητήματα αντιμετωπίζονται με όρους πολιτικής επιβίωσης και επικοινωνιακού κέρδους, το κόστος δεν θα είναι μόνο εκλογικό αλλά εθνικό, με συνέπειες που θα βαρύνουν τη χώρα.

Παράλληλα, η έλλειψη πολιτικής συνέπειας συνοδεύεται από απουσία ηθικής, καθώς πολλοί πολιτικοί αλλάζουν θέσεις και απόψεις με βάση το προσωπικό συμφέρον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Ανδρέας Λοβέρδος, που παρά τις κατηγορίες του κατά της κυβέρνησης και τις προεκλογικές δεσμεύσεις, τελικά προσχώρησε στη Νέα Δημοκρατία, πιθανώς για λόγους πολιτικής επιβίωσης.

Δεν πρόκειται για μεμονωμένο φαινόμενο, αφού ανάλογες μετακινήσεις έχουν γίνει και από άλλους πολιτικούς με πατριωτικό παρελθόν, όπως οι Μάκης Βορίδης, Θάνος Πλεύρης και Άδωνις Γεωργιάδης, που παλαιότερα κατηγορούσαν τη Νέα Δημοκρατία για ενδοτικότητα στα εθνικά θέματα και στροφή σε παγκοσμιοποιητικές πολιτικές. Σήμερα όμως αποτελούν βασικά στελέχη της κυβέρνησης, δείχνοντας τη μεταβλητότητα των πολιτικών ταυτοτήτων.

Η γενική έλλειψη αξιοπιστίας και συνέπειας δεν αφορά μόνο τη Νέα Δημοκρατία αλλά το σύνολο του πολιτικού προσωπικού, με όλα τα κόμματα να έχουν παρόμοια παραδείγματα «κωλοτούμπας». Αυτό δημιουργεί την αίσθηση στην κοινωνία ότι «όλοι ίδιοι είναι», προκαλώντας απογοήτευση, αποπολιτικοποίηση και υπονόμευση του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις. Ο όρος «Δεξιά» έχει αλλοιωθεί σημαντικά, ενώ δεν υπάρχει σαφής και συγκροτημένη δεξιά παράταξη με ξεκάθαρη ιδεολογία και δομή. Η Νέα Δημοκρατία, αν και αυτοχαρακτηρίζεται κεντροδεξιά, αποφεύγει να δηλώσει ξεκάθαρα «δεξιό κόμμα». Τα περισσότερα στελέχη της δεν αυτοπροσδιορίζονται ως δεξιοί και πολλές πολιτικές της απέχουν από τις παραδοσιακές δεξιές αξίες, όπως η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας και των κοινωνικών θεσμών.

Παρά ταύτα, η Νέα Δημοκρατία διατηρεί τη στήριξη δεξιών ψηφοφόρων, οι οποίοι πολλές φορές την επιλέγουν όχι επειδή συμφωνούν πλήρως, αλλά από φόβο για την αντιπολίτευση ή ως «μικρότερο κακό». Αυτό αντικατοπτρίζει ένα πολιτικό σκηνικό όπου οι επιλογές καθορίζονται από στρατηγικούς υπολογισμούς και όχι από σαφείς ιδεολογικές θέσεις.

Ο όρος «Δεξιά» στην Ελλάδα έχει υποστεί πρωτοφανείς στρεβλώσεις και πολιτικά βασανιστήρια, χωρίς να υπάρχει στην πραγματικότητα ως συγκροτημένο κίνημα ή κόμμα, ενώ η κατάσταση αυτή συνεχίζεται αμείωτη, παρά την πείσμονα άρνηση της ίδιας της Δεξιάς να εκδηλωθεί ως τέτοια.

Η δήθεν έκφραση της Δεξιάς στη χώρα, η Νέα Δημοκρατία, που έχει υποπέσει σε πολλές αμαρτίες —με κορυφαία το περίφημο «η Κύπρος είναι μακριά»— ποτέ δεν αυτοχαρακτηρίστηκε ή συμπεριφέρθηκε ως δεξιό κόμμα. Είναι ένα υβρίδιο με αριστερίστικες και πασοκοκομμουνιστικές ρίζες, καμουφλαρισμένο με ένα «τιρκουάζ» επικοινωνιακό επίχρισμα, ώστε να εμφανίζεται ως πιο ελκυστικό και να προσελκύει ανυποψίαστους ψηφοφόρους την ημέρα των εκλογών.

Η Νέα Δημοκρατία αυτοαποκαλείται «κεντροδεξιά», αποφεύγοντας όσο τίποτε άλλο να παραδεχτεί ότι είναι ξεκάθαρα δεξιό κόμμα. Τα περισσότερα στελέχη και βουλευτές της δεν αυτοπροσδιορίζονται καν ως δεξιοί. Τα νομοσχέδια που ψηφίζει —εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας σε Ευρωπαϊκή Ένωση και δανειστές, Μνημόνια, νομιμοποίηση «γάμων» ομοφυλοφίλων, αναγνωρίσεις «εθνικής αντίστασης» με παράλληλες συνταξιοδοτήσεις συμμοριτών που επιβαρύνουν τα ασφαλιστικά ταμεία, απονομές χάριτος, πολιτογραφήσεις— βρίσκονται στην απέναντι όχθη των παραδοσιακών δεξιών αξιών.

Και εδώ βρίσκεται η πιο μεγάλη ειρωνεία: η Νέα Δημοκρατία ψηφίζεται από κανονικούς δεξιούς, που στήριξαν αυτό το φιλελεύθερο, αριστεροφανές κόμμα, παρά τις συνεχείς προσβολές και την περιφρόνηση που δέχονται από τους ηγέτες του. Υποστηρίζουν ένα κόμμα που καταπατά και χλευάζει τις αρχές και αξίες τους, επιλέγοντάς το συχνά ως «μικρότερο κακό» ή από φόβο για το πολιτικό αντίπαλο — μια πολιτική παράνοια που αποτυπώνει την παρακμή και τη σύγχυση της σύγχρονης πολιτικής ζωής στη χώρα.