10 Νοεμβρίου, 2025
Εθνικά Ελλάδα

Το παρασκήνιο της κρίσης με το καλώδιο και η στάση Αθήνας – Λευκωσίας

Η Ελλάς είναι πλέον σε μόνιμη ομηρία

Η συζήτηση γύρω από την ακύρωση του ηλεκτρικού καλωδίου που θα συνέδεε την Κύπρο με την Ελλάδα, φέρνει στο φως έναν ευρύτερο γεωπολιτικό προβληματισμό, αλλά και ορισμένες ιστορικές αναλογίες. Όσοι έχουν παρακολουθήσει τις εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών στις ελληνοκυπριακές σχέσεις, θα εντοπίσουν επαναλαμβανόμενα μοτίβα: πολιτικά διλήμματα, ισορροπίες με εξωτερικούς παράγοντες και αποφάσεις που λαμβάνονται πίσω από κλειστές πόρτες.

Η ιστορία της απομάκρυνσης των ρωσικών πυραύλων S-300 από την Κύπρο το 1998 λειτουργεί ως ιστορικό υπόβαθρο για την κατανόηση της σημερινής κατάστασης. Η απόφαση να μη γίνει η εγκατάσταση του οπλικού συστήματος στη Μεγαλόνησο δεν ήταν αποτέλεσμα κυπριακής πρωτοβουλίας, αλλά ελληνικής απαίτησης, κατόπιν διεθνών πιέσεων. Όπως είχε αναφέρει ο αείμνηστος Κύπριος υπουργός Άμυνας Σωκράτης Χάσικος σε συνέντευξή του το 2006, ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Κώστας Σημίτης προώθησε την απόφαση για λογαριασμό των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Γλαύκος Κληρίδης ανέλαβε δημοσίως την ευθύνη, προκειμένου να προστατευτεί η εικόνα της ελληνοκυπριακής ενότητας.

Σήμερα, η ιστορία φαίνεται να επαναλαμβάνεται με διαφορετικό φόντο: την ενεργειακή διασύνδεση μέσω του EuroAsia Interconnector και τη διαχείριση της κρίσης που ξέσπασε με επίκεντρο την τελική του ματαίωση ή αναστολή. Η κυπριακή κυβέρνηση βρίσκεται στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης, καθώς το έργο φαινομενικά «ναυάγησε» με πρωτοβουλία της Λευκωσίας. Παράγοντες της κυπριακής πολιτικής ζωής και οικονομικοί κύκλοι έχουν εκφράσει επιφυλάξεις ή και αντιρρήσεις για το έργο, με επισημάνσεις περί υψηλού κόστους, τεχνικών προβλημάτων και αδιαφάνειας στη διαδικασία αδειοδότησης.

Ωστόσο, πίσω από την επιφάνεια, υπάρχουν ευρύτερα ζητήματα. Η ματαίωση του έργου δεν μπορεί να ερμηνευθεί αποκλειστικά με βάση τα εσωτερικά δεδομένα της Κύπρου. Κεντρικό ρόλο διαδραματίζει και η στάση της ελληνικής κυβέρνησης. Παρά το γεγονός ότι το έργο είχε τεθεί σε προτεραιότητα σε διμερείς συζητήσεις και αποτελούσε μέρος μιας κοινής στρατηγικής για την ενεργειακή διασύνδεση Ανατολικής Μεσογείου – Ευρώπης, η Ελλάδα δεν φαίνεται διατεθειμένη να στηρίξει την υλοποίησή του στην πράξη.

Η περιοχή μεταξύ Κάσου και Καρπάθου, όπου επρόκειτο να περάσει το υποθαλάσσιο καλώδιο, αποτελεί θαλάσσιο χώρο ελληνικής δικαιοδοσίας, βάσει της συμφωνίας οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο. Η συμφωνία αυτή έχει κυρωθεί από τα κοινοβούλια των δύο χωρών και διαθέτει πλήρη νομική ισχύ σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο. Ωστόσο, η ελληνική πλευρά, εν μέσω κλιμακούμενων τουρκικών διεκδικήσεων, αποφεύγει να επιβεβαιώσει εμπράκτως την κυριαρχία της στην περιοχή με δραστηριότητες που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως προκλητικές από την Άγκυρα.

Η σιωπή της Αθήνας ενισχύεται και από τις προβλέψεις της συμφωνίας με την εταιρεία υλοποίησης του καλωδίου, όπου ρητά αναφέρεται ότι η υλοποίηση του έργου εξαρτάται και από το «γεωπολιτικό ρίσκο». Με άλλα λόγια, η Ελλάδα και η Κύπρος νομοθέτησαν από κοινού την πιθανότητα αναστολής ή ακύρωσης του έργου εάν προέκυπταν εξωτερικές πιέσεις, ενσωματώνοντας εμμέσως το casus belli της Τουρκίας στην ίδια τη σύμβαση.

Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Χριστοδουλίδης, παρά τις επικρίσεις που δέχεται, φαίνεται να ανέλαβε το πολιτικό κόστος για λογαριασμό και της ελληνικής πλευράς. Με δηλώσεις του και δημόσιες παρεμβάσεις, προώθησε μια ρητορική που προέβαλε λόγους θεσμικούς, διαδικαστικούς και τεχνικούς, καλύπτοντας τις ευρύτερες εθνικές σκοπιμότητες που, σύμφωνα με αναλυτές, αποτέλεσαν τον βασικό παράγοντα αναδίπλωσης.

Η επιλογή αυτή ερμηνεύεται από ορισμένους κύκλους ως μια προσπάθεια να αποφευχθεί μια πιο εμφανής ελληνική υποχώρηση σε περιοχή κυριαρχικής ευθύνης. Αν και η Κύπρος είχε ζητήσει την επίσπευση του έργου το 2023, τελικά ήταν η ίδια που κατήγγειλε τη συμφωνία. Στο παρασκήνιο, όμως, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα αν αυτή η απόφαση ήταν αυτόνομη ή αποτέλεσμα άτυπων συνεννοήσεων μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας.

Παράλληλα, πληροφορίες αναφέρουν ότι η τουρκική πλευρά έχει καταγράψει επικοινωνίες μεταξύ του ιταλικού ερευνητικού σκάφους που επιχειρούσε στην περιοχή και τουρκικών πλοίων που δραστηριοποιούνταν στην ίδια ζώνη. Το περιστατικό του Ιουλίου 2024 χαρακτηρίζεται από ορισμένες πηγές ως “μαύρη στιγμή”, ενώ η Ελλάδα δεν έχει μέχρι σήμερα προβεί σε καμία δημόσια τοποθέτηση επί του θέματος.

Οι διαπλοκές έρχονται και παρέρχονται. Οι μεγάλες εθνικές υποχωρήσεις μένουν. Και χαρακτηρίζουν όσους τις διέπραξαν. Εάν έπρεπε να βγει κάποιος στη σκηνή και να αναλάβει την ευθύνη του για το καλώδιο, αυτός είναι ο κύριος πρωθυπουργός της Ελλάδος. Τα γεγονότα της Κάσου είναι κηλίδα στη νεότερη Ιστορία της χώρας, κάποτε στο βαθύ μέλλον θα το καταλάβουμε καλύτερα.

Η Ελλάς είναι πλέον σε μόνιμη ομηρία. Τα τετελεσμένα έχουν επέλθει: Φύγαμε μόνοι από περιοχή εθνικής δικαιοδοσίας, δεν έχουμε καν τη δικαιολογία ότι μας το ζήτησαν οι ΗΠΑ με κάποιον Χόλμπρουκ όπως στα Ίμια. Φύγαμε και δεν γυρίσαμε ποτέ.

Η απουσία ελληνικής τοποθέτησης ακόμη και από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ενισχύει τις εντυπώσεις περί στρατηγικής σιωπής ή αποφυγής ανάληψης πολιτικής ευθύνης. Στον αντίποδα, ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης είναι, προς το παρόν, ο μόνος που τοποθετήθηκε δημοσίως για το θέμα, ανεξαρτήτως των προθέσεων ή των επιδιώξεών του.

Το ζήτημα του καλωδίου δεν είναι απλώς ένα ενεργειακό έργο. Έχει πλέον εξελιχθεί σε ζήτημα με έντονο συμβολικό και πολιτικό βάρος. Για κάποιους αποτελεί ένδειξη μιας ευρύτερης στρατηγικής υποχώρησης της Ελλάδας σε κρίσιμα ζητήματα εθνικής κυριαρχίας. Για άλλους, συνιστά μια ρεαλιστική προσέγγιση σε ένα ιδιαίτερα εύφλεκτο γεωπολιτικό περιβάλλον.

Σε κάθε περίπτωση, το ιστορικό αποτύπωμα τέτοιων αποφάσεων είναι βαθύ. Η συζήτηση δεν αφορά μόνο την τεχνική τύχη ενός έργου υποδομής, αλλά τη συνολική στρατηγική αντίληψη που διέπει τη χάραξη εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι κυβερνήσεις μπορεί να αλλάζουν, αλλά οι επιλογές αυτές αφήνουν μακροχρόνια ίχνη στο πολιτικό και εθνικό πεδίο.