Μια από τις λαμπρότερες και ενδοξότερες σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας, είναι το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου της Κρήτης, στις 9 Νοεμβρίου 1866.
Το ηρωικό Αρκάδι στέκεται ακατάβλητο στο πέρασμα του χρόνου και κρατά σφιχτά την ιστορία του, στα κατάβαθα των ερειπίων του, στα νέα κτίσματα και στον μεγαλόπρεπο ναό του (που είναι δίκλυτος και αφιερωμένος στην Μεταμόρφωση του Σωτήρος και στον Άγιο Κωνσταντίνο).
Πάνω στα μαυρισμένα από το ολοκαύτωμα απομεινάρια της ιστορικής γης, την μπαρουταποθήκη και τον ανεμόμυλο (σημερινό κοιμητήρι ηρώων που φυλάσσονται κρανία με σπαθισμούς από την γιγαντομαχία), τα παραδοσιακά κελιά των των λιγοστών μοναχών, τα κλάουστρα (ημικυκλικά παράθυρα) και τα μεσοκούμια (ισόγεια κελιά), το ιστορικό μουσείο του, κρύβεται η απερίγραπτη ιστορία του, το θρυλικό ολοκαύτωμα του.
Η ιστορία της Μονής
Η μονή Αρκαδίου βρίσκεται σε απόσταση 22 χιλιομέτρων από το Ρέθυμνο και σε υψόμετρο 500 μέτρων, στη βορειοδυτική πλευρά του Ψηλορείτη. Ο τετράγωνος φρουριακός της περίβολος καλύπτει έκταση 5.400 μέτρων και η είσοδος πραγματοποιείται από τη «Ρεθεμνιώτικη ή Χανιώτικη Πόρτα», στη δυτική πλευρά και την «Καστρινή Πόρτα», στην ανατολική πλευρά.
Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς χτίστηκε η μονή, πιθανότατα όμως ιδρύθηκε μεταξύ 961 και 1204 ή στα πρώτα χρόνια της Βενετοκρατίας (12ος αι.). Ιδρυτής της θεωρείται κάποιος μοναχός Αρκάδιος.
Το τοπωνύμιο Αρκάδι βρίσκεται σε κατάλογο απελεύθερων παροίκων του 1298, στο οποίο αναφέρεται ως πρώην πάροικος του στρατιωτικού φέουδου του Αρκαδίου ο Νικόλαος Μιτσογιάννης.
Σε επιγραφή που βρέθηκε μισοσπαμένη από τον αρχαιολόγο Κ. Καλοκύρη, φαίνεται ότι ο ναός της μονής ήταν αφιερωμένος στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη.
Οι επόμενες πληροφορίες που έχουμε για τη μονή, χρονολογούνται από το 1587, όταν στην θέση του πρώτου ναού οικοδομήθηκε νέος μεγαλύτερος, με δύο κλίτη, το βόρειο από τα οποία ήταν αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και το νότιο στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη.
Ανακαινιστής του ναού, ήταν ο ηγούμενος Κλήμης Χορτάτζης, όπως μαρτυρεί ή επιγραφή που βρίσκεται στη βάση του καμπαναριού με συντετμημένο το όνομά του (ΚΛΜ ΧΤΖ). Ο Κλήμης Χορτάτζης, ήταν πιθανότατα συγγενής με τον ποιητή της «Ερωφίλης», του «Κατσούρμπου» και της «Πανώριας».
Στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα, γνώρισε μεγάλη ακμή, όμως μετά την άλωση της Κρήτης από τους Τούρκους (1669), δοκιμάστηκε σκληρά.
Γύρω στο 1730, είχε αποκτήσει ξανά την παλιά του αίγλη και σύμφωνα με την έκθεση του Γάλλου πρόξενου στο Ηράκλειο, θύμιζε «την αρχοντιά των μοναστηριών της Γαλλίας» και είχε εκατό μοναχούς.
Το 1822, εξοντώθηκε στο Αρκάδι ο περιβόητος επιδρομέας Γετιμαλής με τους άντρες του που είχαν εγκατασταθεί σ’ αυτό για να επιτηρούν την περιοχή.
Η Κρητική Επανάσταση του 1866
Η Κρητική Επανάσταση του 1866-1869 υπήρξε από τις πιο σημαντικές σε μια σειρά επαναστάσεων τον 19ο αιώνα στην Κρήτη ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία, και ήταν υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα.
Οι χριστιανικοί πληθυσμοί του νησιού είχαν επαναστατήσει και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες, όμως παρά τις σποραδικές επιτυχίες, η επανάσταση καταπνίγηκε.
Το 1828 η Κρήτη πέρασε υπό τον έλεγχο του Αιγύπτιου ηγέτη Μωχάμετ Αλή Πασά, αλλά το 1840 ξαναπέρασε υπό τον άμεσα έλεγχο της Υψηλής Πύλης. Το 1841 και το 1858 η Κρήτη επαναστάτησε και πάλι. Τελικά από το 1858 αναγνωρίστηκαν κάποια δικαιώματα στους Κρητικούς, όπως να οπλοφορούν, καθώς και σειρές κανονισμών σχετικά με το χριστιανικό δίκαιο και την απόλυτη ελευθερία στην άσκηση της θρησκείας. Η Κρητική Επανάσταση του 1866 θεωρείται το «δεύτερο ’21».
Παγκρήτια Συνέλευση συνήλθε στα Χανιά απέστειλε στις 14 Μαΐου 1866 αναφορά στον Σουλτάνο με μια σειρά αιτημάτων. Συγκεκριμένα, ζητούσε: βελτίωση του φορολογικού συστήματος, σεβασμό της χριστιανικής θρησκείας, αναγνώριση του πληθυσμού να εκλέγει ελεύθερα τους δημογέροντές του και τη λήψη μέτρων για την οικονομική ανάπτυξη του νησιού.
Παράλληλα, απέστειλε μυστικό υπόμνημα προς τους μονάρχες της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, με το οποίο τους καλούσε να ενεργήσουν για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα ή να μεσολαβήσουν στη χορήγηση από τον Σουλτάνο «Οργανικού Νόμου». Στη συγκέντρωση αυτή συμμετείχε και ο Γαβριήλ Μαρινάκης, ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου, που ήταν το επαναστατικό κέντρο της περιοχής Ρεθύμνης.
Οι συνθήκες για την έναρξη της επανάστασης ήταν δυσμενείς, κυρίως λόγω της πολιτικής κατάστασης τόσο στο εσωτερικό της Ελλάδας όσο και στην Ευρώπη. Από τη μια στο εσωτερικό της Ελλάδας επικρατούσε διχασμένη πολιτική ατμόσφαιρα, με την κυβέρνηση του Μπενιζέλου Ρούφου σαφώς αντίθετη, ενώ περισσότερο αποφασιστικός ήταν ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, οπαδός της ρωσικής πολιτικής. Από τις Μεγάλες Δυνάμεις μόνο η Ρωσία, που είχε ταπεινωθεί με τη Συνθήκη των Παρισίων (το 1856), έδειξε να ευνοεί την Επανάσταση.
«Ένωσις ή Θάνατος»
Μη αναμένοντας βοήθεια από πουθενά, οι Κρητικοί αποφάσισαν να ξεσηκωθούν μόνοι τους και ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης στις 21 Αυγούστου 1866, με το σύνθημα «Ένωσις ή Θάνατος» και αρχηγούς τον Ιωάννη Ζυμβρακάκη στα Χανιά, τον Ελλαδίτη συνταγματάρχη Πάνο Κορωναίο στο Ρέθυμνο και τον Μιχαήλ Κόρακα στο Ηράκλειο. Στην Ελλάδα συγκροτήθηκαν εθελοντικές ομάδες, που βοήθησαν τους Κρητικούς, με χρήματα, τρόφιμα και άλλα εφόδια.
Ο Σουλτάνος θορυβήθηκε από την εξέγερση και έστειλε στις 30 Αυγούστου 1866 τον Μουσταφά Ναϊλή Πασά, με εντολή να την καταστείλει, αφού προηγουμένως είχε απορρίψει τα αιτήματα των Κρητικών. Ο Πασάς έφερε το προσωνύμιο Γκιριτλί (Κρητικός), επειδή είχε συντελέσει στην κατάπνιξη της επανάστασης του 1821 στην Κρήτη.
Πρώτα προσπάθησε να καλοπιάσει τους επαναστάτες και να τους πείσει να επιστρέψουν στις δουλειές τους. Όταν αυτοί αρνήθηκαν, αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή το στρατιωτικό του σχέδιο για την κατάπνιξη της επανάστασης.
Στις 24 Αυγούστου, οι επαναστάτες είχαν πετύχει μεγάλη νίκη στις Βρύσες του Αποκόρωνα.
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1866 ο τουρκοαιγυπτιακός στρατός στο νησί, έφτανε τις 42.000 – 45.000, από τους οποίους οι 15.000 ήταν Αιγύπτιοι. Επιπλέον, είχαν στρατολογηθεί 8.000 – 10.000 άτακτοι Τουρκοκρητικοί, ενώ μεγάλος ήταν ο αριθμός των πυροβόλων και των πολεμικών πλοίων.
Στα μέσα Οκτωβρίου, ο Μουσταφά πέτυχε πύρρειο νίκη εναντίον την επαναστατών στο Βαφέ, καθώς οι επαναστάτες έχασαν, 80 άνδρες (κατ’ άλλους είχαν 15 νεκρούς και 12 τραυματίες), ενώ οι Τούρκοι έχασαν 300 – 700 άνδρες.
Στις 21 Οκτωβρίου, οι Σφακιανοί αναγκάστηκαν να δηλώσουν υποταγή στον Μουσταφά. Η άφιξη στην Κρήτη του Κορωναίου, ανανέωσε τις ελπίδες των επαναστατών.
Μετά τη μάχη στα Βρύσινα νότια του Ρεθύμνου στις 20 Οκτωβρίου, στις οποίες οι Τούρκοι επικράτησαν και ο Κορωναίος λίγο έλειψε να συλληφθεί, το ηθικό των Ρεθυμνιωτών κλονίστηκε.
Μετά τη νικηφόρα εκστρατεία του στον Αποκόρωνα, ο Μουσταφά με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του προχώρησε προς το Ρέθυμνο, ενώ άφησε στον Αποκόρωνα τις υπόλοιπες δυνάμεις για να απασχολεί τους επαναστάτες του δυτικού τμήματος.
Πολιορκία του μοναστηριού
Ο Μουσταφά Πασάς έφθασε έξω από το μοναστήρι το απόγευμα της 6ης Νοεμβρίου 1866. Στη διάθεσή του είχε 15.000 άνδρες (Τούρκους, Αλβανούς, Αιγυπτίους και Τουρκοκρητικούς) και ισχυρό πυροβολικό. Στη Μονή βρίσκονταν 966 άνθρωποι, από τους οποίους μόνο 250 μπορούσαν να πολεμήσουν. Επικεφαλής των αγωνιστών του Αρκαδίου ήταν ο πελοποννήσιος ανθυπολοχαγός Ιωάννης Δημακόπουλος και ο ηγούμενος Γαβριήλ.
Οι προτάσεις προς παράδοση απορρίφθηκαν από τους πολιορκημένους και το πρωί της 8ης Νοεμβρίου άρχισαν οι εχθροπραξίες. Οι Οθωμανοί, παρά τις λυσσαλέες επιθέσεις τους, δεν κατάφεραν να καταλάβουν τη Μονή την πρώτη μέρα. Το βράδυ ζήτησαν ενισχύσεις και μετέφεραν ένα μεγάλο πυροβόλο από το Ρέθυμνο.
Την επομένη, 9 Νοεμβρίου, άρχισε το δεύτερο κύμα της επίθεσης. Νωρίς το απόγευμα γκρεμίστηκε το δυτικό τείχος της Μονής από τις βολές του πυροβόλου και οι επιτιθέμενοι εισέβαλαν στο μοναστήρι, αρχίζοντας τη μεγάλη σφαγή.
Η ανατίναξη
Στη μπαρουταποθήκη της μονής γράφτηκε η τελευταία πράξη του δράματος και μία ακόμα ένδοξη σελίδα της ελληνικής ιστορίας. Ο Κωστής Γιαμπουδάκης ή κατ’ άλλους ο Εμμανουήλ Σκουλάς την ανατίναξε, σκορπίζοντας το θάνατο, όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και στους εισβολείς. Αμέσως μετά, οι Τουρκοκρητικοί και οι Αλβανοί όρμησαν και κατέσφαξαν όσους είχαν διασωθεί, ενώ έκαψαν τον ναό και λεηλάτησαν τα ιερά κειμήλια.
Από τους Έλληνες που βρίσκονταν στη Μονή, μόνο 3 ή 4 κατόρθωσαν να διαφύγουν, ενώ περίπου 100 πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Μεταξύ αυτών και ο Δημακόπουλος, που εκτελέστηκε λίγο αργότερα. Ο ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου Γαβριήλ Μαρινάκης είχε σκοτωθεί πριν από την ανατίναξη της μπαρουταποθήκης. Οι νεκροί και τραυματίες του Μουσταφά ανήλθαν σε 1.500 ή σε 3.000, σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς.
Την θυσία του Αρκαδίου τραγούδησε συγκλονιστικά με την υπέροχη φωνή του ο μεγάλος Κρητικός δημιουργός και λυράρης, Κώστας Μουντάκης.
Αποτελέσματα
Το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, όπως είχε συμβεί με την καταστροφή των Ψαρών και την Έξοδο του Μεσολογγίου, συγκίνησε όλο τον χριστιανικό κόσμο κι ένα νέο κύμα φιλελληνισμού δημιουργήθηκε στην Ευρώπη.
Σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι και ο Βίκτωρ Ουγκώ, πήραν θέση υπέρ του Κρητικού Αγώνα και ξένοι εθελοντές έσπευσαν να ενισχύσουν από κοντά την Επανάσταση. Σημαντικές ήταν και οι χρηματικές συνεισφορές από τη Ρωσία και τις ΗΠΑ, με προεξάρχοντα τον φιλέλληνα Σαμουήλ Χάου.
Η Κρητική Επανάσταση τερματίστηκε τον Ιανουάριο του 1869, αλλά ο Σουλτάνος δεν μπόρεσε να καθυποτάξει ολοκληρωτικά τους Χριστιανούς της Κρήτης. Έτσι, υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων αναγκάστηκε να παραχωρήσει τον «Οργανικό Νόμο» (3 Φεβρουαρίου 1868), ένα είδος Συντάγματος, που προέβλεπε προνόμια για τους χριστιανούς και καθεστώς ημιαυτονομίας για το νησί.
Η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα θα περίμενε μέχρι το 1912 και τους Βαλκανικούς Πολέμους για να επιτευχθεί.