18 Ιουλίου, 2025
Διεθνή Πρωτοσέλιδα

Το νέο μοίρασμα του κόσμου και η Ελλάδα στο μενού των ισχυρών

Χωρίς φανφάρες και μεγαλοστομίες, μα μεθοδικά και με ακρίβεια, η παγκόσμια σκακιέρα φαίνεται πως επαναδιατάσσεται. Ο Ντόναλντ Τραμπ, ανεξαρτήτως των πολιτικών ενστάσεων που τον ακολουθούν, φαίνεται να επανέρχεται αποφασισμένος. Η πρόσφατη σκλήρυνση της στάσης του έναντι του Ιράν μπορεί να εκληφθεί ως ένα πρώτο βήμα σε μια γενικότερη προσπάθεια γεωπολιτικής επανεκκίνησης, με στόχο την εξουδετέρωση του καθεστώτος των Μουλάδων και την επαναφορά των κοσμικών δυνάμεων στην εξουσία της Περσίας.

Πίσω από αυτό το φαινομενικά διπλωματικό παίγνιο, διαφαίνεται ένα ευρύτερο σχέδιο αναδιάρθρωσης της διεθνούς τάξης. Μια νέα Γιάλτα –μια νέα συμφωνία διανομής σφαιρών επιρροής– μοιάζει να έχει τεθεί σε κίνηση ήδη από τη στιγμή που ο Βλαντιμίρ Πούτιν εισέβαλε στην Ουκρανία. Το παλιό σύστημα, αυτό που εγκαθιδρύθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει φθαρεί, όχι μόνο πολιτικά αλλά και θεσμικά, εξαιτίας της υπερβολής, της απληστίας και της αλαζονείας των άλλοτε νικητών.

Η πανδημία αποτέλεσε την αφορμή για την επανεκκίνηση. Τυχαίο ή όχι, η μυστηριώδης εμφάνιση του κορωνοϊού και ο τρόπος με τον οποίον τον χρησιμοποίησαν άλλαξε τον ρυθμό του κόσμου. Κι αν οι ίδιες οι αμερικανικές υπηρεσίες ασφαλείας υποδεικνύουν πλέον ότι ο ιός ξέφυγε από εργαστήριο της Γουχάν, τότε η όλη συγκυρία αποκτά νέο φως. Αλλά ανεξάρτητα από το τι συνέβη, η υφήλιος πέρασε από την κρίση υγείας στην κρίση ασφάλειας και από εκεί στην επιστροφή του γεωπολιτικού ανταγωνισμού με απειλές για νέο παγκόσμιο πόλεμο.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό, οι «αναλυτές» του δυτικού κόσμου έσπευσαν να δαιμονοποιήσουν τον Πούτιν ως νέο Χίτλερ. Μια βολική αφήγηση, ίσως, που επιτρέπει στις δυνάμεις της Δύσης να συγκαλύψουν τις δικές τους ευθύνες για την παρακμή του παλαιού κόσμου. Οι πιο ψαγμένοι παρατηρητές όμως διαβλέπουν έναν διαφορετικό μηχανισμό: την ανακύκλωση της υπεραξίας, την απομύζηση κάθε πλουτοπαραγωγικής πηγής και, εν τέλει, την αναπόφευκτη κίνηση προς ένα νέο μοντέλο εξουσίας – τη νέα τάξη πραγμάτων.

Ο μεταπολεμικός κόσμος είχε στηθεί γύρω από την ηγεμονία των ΗΠΑ, τις συμφωνίες του Bretton Woods και την Pax Americana. Όμως το τραπέζι αυτό έχει πλέον αναποδογυριστεί. Οι κυρίαρχες δυνάμεις της Δύσης, αναζητώντας νέα πεδία εκμετάλλευσης, ετοιμάζουν την επόμενη φάση – και την ετοιμάζουν με τέτοια βιασύνη που αγνοούν τις παγίδες. Στο παραδίπλα τραπέζι του διεθνούς εστιατορίου, οι ανερχόμενες ασιατικές δυνάμεις, κυρίως η Κίνα αλλά και το Ιράν, έχουν πάρει θέση. Σιωπηλά, μεθοδικά, και με πλήρη επίγνωση των κανόνων του παιχνιδιού.

Η απάντηση της Δύσης έρχεται με στρατηγική σύγχυσης. Οι «σύμμαχοι» επιστρατεύουν αφηγήματα, κατηγορούν τους «ανταγωνιστές» τους για επιθετικότητα, καταγγέλλουν υπονομευτικές πρακτικές και δηλητήρια στα φαγητά του γεωπολιτικού συμποσίου. Ένα θέατρο κατηγοριών που συνοδεύεται, όμως, και από κινήσεις στο έδαφος – πολέμους δι’ αντιπροσώπων, εμπορικούς αποκλεισμούς, τεχνολογικές απαγορεύσεις.

Ο Τραμπ, με τον δικό του τρόπο, επιχειρεί να ισορροπήσει τη Δύση και την Ανατολή. Αν καταφέρει να επαναφέρει το Ιράν στη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ, θα έχει καταφέρει ένα αποφασιστικό πλήγμα στον άξονα Ρωσίας–Κίνας–Ιράν. Το ερώτημα, ωστόσο, είναι αν όλα αυτά οδηγούν σε μια σταθερή νέα παγκόσμια ισορροπία ή σε μια μεταβατική περίοδο με αχαρτογράφητες συνέπειες.

Μέσα σε αυτή τη γεωστρατηγική τρικυμία, η Ευρώπη στέκει αμήχανη. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει καταστήσει σαφές ότι η Γηραιά Ήπειρος μετατρέπεται σταδιακά σε πεδίο ανταγωνισμού των υπερδυνάμεων. Οι ΗΠΑ και η Ρωσία διαγκωνίζονται, οι Ευρωπαίοι απλώς παρακολουθούν. Η ήπειρος μοιάζει με σύγχρονο προτεκτοράτο: στρατιωτικά εξαρτημένο από το ΝΑΤΟ, ενεργειακά εκτεθειμένο και διπλωματικά ανίσχυρο.

Στην Ανατολή, η πίεση αυξάνεται. Ο Ινδοειρηνικός μετατρέπεται σε επίκεντρο της επόμενης αντιπαράθεσης, ενώ η Μέση Ανατολή γνωρίζει εκ νέου αναταράξεις. Ο μεγάλος χάρτης ξαναζωγραφίζεται και κάθε κράτος προσπαθεί να περισώσει ό,τι μπορεί. Η Ρωσία, παρά τις κυρώσεις και την απομόνωση, διατηρεί στρατηγική ψυχραιμία και κοιτάζει προς την Κίνα, χωρίς όμως να την εμπιστεύεται πλήρως. Γνωρίζει πως οι συμμαχίες αυτές είναι περισσότερο ευκαιριακές παρά σταθερές.

Και η Ελλάδα; Όπως πάντα, μοιάζει να βρίσκεται στο μενού αντί να κάθεται στο τραπέζι. Η εθνική κυριαρχία της χώρας μοιάζει με αναλώσιμο μέγεθος στις διαπραγματεύσεις των ισχυρών. Οι ισορροπίες στο Αιγαίο, η αποστρατιωτικοποίηση νησιών, οι συζητήσεις περί ενεργειακής συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο, όλα δείχνουν πως η Ελλάδα ενδέχεται να κληθεί να πληρώσει το τίμημα για τη «σταθερότητα» του νέου κόσμου.

Κι όμως, υπάρχει και ένα άλλο σενάριο. Αν η Ελλάδα είχε πολιτική ηγεσία με στρατηγική διορατικότητα και ιστορική αυτοσυνείδηση, θα μπορούσε να προτείνει μια εναλλακτική αρχιτεκτονική ισορροπίας. Μέσω της πολιτισμικής και γεωπολιτικής αναγέννησης του ελληνισμού, η χώρα θα μπορούσε να καταστεί καταλύτης για μια νέα ισορροπία στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Μια χώρα-γέφυρα, που θα ενορχήστρωνε σχέσεις Δύσης και Ανατολής χωρίς να υποτάσσεται σε καμία από τις δύο.

Φυσικά, αυτό προϋποθέτει ρήξη με τον εθνομηδενισμό, ρεαλιστική εξωτερική πολιτική και αξιοποίηση των εσωτερικών πλεονεκτημάτων. Προς το παρόν, ωστόσο, η πολιτική ηγεσία δείχνει περισσότερο πρόθυμη να ενδώσει παρά να διαπραγματευτεί, περισσότερο έτοιμη να προσφέρει γη και ύδωρ, παρά να υπερασπιστεί το εθνικό συμφέρον.

Και ενώ ο νέος κόσμος ετοιμάζεται, η Ελλάδα κινδυνεύει να βρεθεί για ακόμη μια φορά στην λάθος πλευρά της ιστορίας – όχι επειδή το επιβάλλει η γεωγραφία ή το μέγεθος της χώρας, αλλά επειδή το επέβαλε η ίδια στον εαυτό της.

Η ηγεσία που έχουμε και η ηγεσία που χρειαζόμαστε

Κάθε φορά που η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός τίθενται υπό αμφισβήτηση, ακούμε συχνά την ίδια ερώτηση: «Ποια είναι η εναλλακτική; Υπάρχει κάποιος κι άλλος;» Ωστόσο, θα ήθελα να προτείνω αλλαγή της βάσης της συζήτησης. Για εμένα, το ερώτημα δεν είναι «ποιος» θα κυβερνήσει, αλλά με ποιο πολίτευμα και υπό ποιες συνθήκες θα το κάνει. Στόχος δεν είναι απλώς η εναλλαγή προσώπου στην ηγεσία, αλλά η βελτίωση του πολιτεύματος στο οποίο θα αναλάβει ο επόμενος.

Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, με πληθυσμό που αναμφισβήτητα διαθέτει υψηλό δείκτη ευφυίας και «πονηριά» –που μερικές φορές αποτελεί ατού–, το σύστημα της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας έχει παραδοθεί ανεπιστρεπτί σε συμφέροντα. Δημοσιογράφοι, πολίτες, φορείς κυλιόμαστε ανάμεσα σε συμφέροντα πολιτικά και οικονομικά που συχνά υπαγορεύουν την πορεία προς την εξουσία. Η απορία «ποιος είναι ο επόμενος» δεν είναι ρητορική. Αντιθέτως, είναι παραπλανητική. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι μέσα σε αυτό το πολίτευμα κανείς ηγέτης δεν μπορεί να αποκτήσει διάρκεια, να κάνει σταθερή δουλειά για το δημόσιο συμφέρον χωρίς να αλλοιωθεί είτε να αποσυρθεί ματαιωμένος πριν καν φτάσει στην κορύφωση.

Η σύγχρονη μορφή της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας έχει οδηγήσει σε δύο μονοπάτια: είτε περιορίζει τον χαρισματικό ηγέτη μέχρι να εγκαταλείψει γιατί πνίγεται στο βάθος των συμφερόντων, είτε τον «αλλοιώνει», δημιουργώντας έναν άνθρωπο που εξαγοράζει στήριξη συμφερόντων στην πορεία και μετατρέπεται σε μικρό δικτάτορα, έχοντας πλέον καεί ιδεολογικά. Είναι μια πραγματικότητα που βιώνουμε καθημερινά. Οι πομπώδεις συντεταγμένες εκσυγχρονισμού και αναθεωρήσεων που ξεκίνησαν από τα Συντάγματα του 1985 και του 2001, κατήργησαν ουσιαστικά κάθε δυνατότητα ελέγχου και ισορροπίας εξουσιών – και η Δημοκρατία των καταστάσεων, των «ενδιάμεσων», αφαίρεσε από το πολίτευμα τον λόγο ύπαρξής του.

Χρειαζόμαστε εναλλακτικές που δεν θα προσφέρονται σφραγισμένες με φαμφάρες και προσωπολατρίες, αλλά θα δεσμεύουν τον λαό σε πολυετείς και συνεπείς στόχους. Επειδή οι Έλληνες έχουμε ένα χαρακτηριστικό: δεσμευόμαστε εύκολα στην ιδέα της αλλαγής αλλά δεν αντέχουμε τη συνέχεια. Μιλάμε για επαναστάσεις, αλλά βαριόμαστε τα προγράμματα. Όποιος μπορεί να μας πείσει έχει θεατές – αλλά ο χρόνος μας κοστίζει.

Θυμάμαι την Τουρκία: μετά από πολλούς – μερικές φορές – επίπονους νόμους, χρηματοδοτήσεις, έρευνα και ανάπτυξη, σήμερα εξάγει εξοπλιστικά συστήματα στην Ευρώπη. Εμείς, αντίθετα, κλείνουμε μέχρι και εργοστάσια παραγωγής σφαίρων κι αμυντικού υλικού, ουδείς αντιδρά. Αν είχαμε ένα πολίτευμα που προωθεί μακροχρόνιο σχέδιο, τώρα θα είχαμε ανοίξει εξαγωγικές και υψηλής τεχνολογίας παραγωγικές μονάδες, χωρίς να πορευόμαστε ως «αγοραστές».

Η Ελλάδα χρειάζεται ένα νέο πολίτευμα που θα εγγυάται συλλογική μοίρα και θα ξεπεράσει τον ατομισμό και την επιφάνεια. Ο ορισμός της «ιεράς δεδηλωμένης», που καταχρέωσε ο Χαρίλαος Τρικούπης, χρησιμοποιείται σήμερα σαν όπλο των συμφερόντων – είτε της πολιτικής, είτε της οικονομικής εξουσίας. Ο βουλευτής έχει απωλέσει τη σημασία του, έχει μετατραπεί σε αριθμό χωρίς προσωπικότητα. Η εξάρτηση του από τον αρχηγό κόμματος αναιρεί τον ρόλο του. Και όταν είσαι μικρόκοσμος ατομιστών, ετεροκαθοριζόμενοι ανθρώπων ή συμφερόντων, τότε η εναλλακτική παραμένει ένας νέος «Κυριάκος» ή ένας άλλος παράγοντας χωρίς ριζική αλλαγή.

Τα κόμματα–αμορτισέρ δεν είναι μύθος. Τουλάχιστον πέντε κόμματα που δημιουργήθηκαν με πλάνο ανάμειξης συμφερόντων κατάφεραν να μπουν στη Βουλή μετά το 2000, αλλά ύστερα από σύντομη πορεία… εξαφανίστηκαν. Τα διαχειρίστηκαν αφανείς επιχειρηματίες, εξυπηρέτησαν σκοπούς και μετά δολοφονήθηκαν πολιτικά. Η λήξη αυτής της διαδικασίας έγινε αργότερα με την εσωτερική κατάρρευση της Αριστεράς. Τώρα οι περισσότερες αυτές πλατφόρμες έχουν διάρκεια ζωής δεκαετίας — μέχρι να εξυπηρετηθούν και να ξεπεραστούν. Και οι ηγέτες με μία περιστασιακή δεδηλωμένη καταντούν είτε όμηροι είτε εγωιστές.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι δάσκαλος αυτής της κατάστασης: κατασκεύασε παραταξιακές αλυσίδες μέσα στην ίδια του την παράταξη ώστε να επιβιώσει κάτω από την πίεση των συμφερόντων· και πολλοί «καταφέρανε» το ίδιο. Το πολιτικό μας σύστημα έχει γίνει υποχείριο συμφερόντων από τη μία, και από την άλλη βρίσκεται υπό αμφισβήτηση επειδή αποδεικνύεται ανίκανο να σταθεροποιηθεί γύρω από κανένα πολιτικό σχέδιο.

Κοιτάζοντας πέρα από τα σύνορά μας, βρίσκουμε ένα ζεύγμα παραδειγμάτων· το βάθος των οποίων κρύβει ιδέες για αλλαγή:

  • Ο Τραμπ στις ΗΠΑ, από το 2016 και μετά, χρησιμοποίησε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να απευθυνθεί απευθείας στον λαό — αγνοώντας τα «ενδιάμεσα» μέσα μαζικής ενημέρωσης που ήταν εναντίον του. Κατάφερε συμπαγή στήριξη μέσα από τη σχέση με τον πολίτη, χωρίς παραδοσιακά φίλτρα.
  • Ο Νίκος Αναστασιάδης στην Κύπρο, το 2013, δεν αποχώρησε μετά το «κούρεμα» και συνέχισε να κυβερνά για δέκα χρόνια, έχοντας εμπιστοσύνη στη δεδηλωμένη του — πράγμα που σε άλλες χώρες θα είχε καταρρεύσει.
  • Ο Ερντογάν, με τον δικό του, αμφιλεγόμενο, αλλά λειτουργικό τρόπο, μετατράπηκε σε αυταρχικό ηγέτη που λειτούργησε απευθείας με τον λαό, αποδεικνύοντας την ισχύ μιας προσωπικής σχέσης που χωρίζει το κράτος από τις παραδοσιακές στηρίξεις.

Ο κοινός παρονομαστής; Το πολίτευμα. Η δυνατότητα άμεσης σχέσης ηγεσίας–λαού, μακριά από γραφειοκρατία, συμφέροντα και αντιπροσωπευτικά “κολλημένα” σώματα. ιδεολογία ή πρόγραμμα, προσωπική δυναμική με διάρκεια.

Οι δυνάμεις που συναντούμε εδώ –το πελατειακό κράτος, οι χρηματιστηριακές συμφωνίες, τα συμφέροντα– αναζητούν ποια φορά θα εκμεταλλευτούν.

Αλλά απάντηση δεν είναι να αλλάζουμε πρόσωπα για να δούμε αν θα είναι καλύτεροι. Πρέπει να αλλάξουμε το σύστημα. Πρέπει να μετακινηθεί η εξουσία από τους «ενδιάμεσους» στον λαό. Η δημοκρατία να γίνει πιο άμεση. Ο πρόεδρος – ή ο πρωθυπουργός – να λογοδοτεί μπροστά στον λαό και μόνο. Αμεσότητα και δημοκρατική λογοδοσία, αντί για εξάρτηση από κοινοβουλευτικές επιτροπές και μονοπωλείς κομματικές γραφειοκρατίες.

Το Κοινοβούλιο οφείλει να μετατραπεί από μονοκομματική σύμπραξη σε ανεξάρτητο σώμα ελέγχου — σαν τη Γερουσία των ΗΠΑ, όπου οι θητείες είναι μακρινές και εξυπηρετούν την εθνική συνέχεια έναντι των βραχυπρόθεσμων συμφερόντων.

Ακόμα και ο εκάστοτε ηγέτης με αμεσότερη δημοκρατία, θα μπορέσει να διαχειριστεί τη χώρα πιο αποφασιστικά, ακόμη και αν είναι μέτριος. Σήμερα, όμως, κάθε «καλός» μετατρέπεται σε σκιά επειδή δεν αντέχει πίεση ή αναγκάζεται να συμμορφωθεί με το σύστημα.

Το πρόβλημά μας δεν είναι ότι έχουμε «κακούς ηγέτες», αλλά ότι το πολίτευμα δεν τους επιτρέπει να γίνουν καλοί. Κι όταν λέμε «δυτικός τρόπος», ας θυμηθούμε ότι στη Δύση υπάρχει ο διαχωρισμός εξουσιών και ισχυρή ελεγκτική θωράκιση — ας μην ισχυριζόμαστε ότι «Ναι σε όλα».

Συμπέρασμα: δεν είναι ζήτημα δημοσκοπήσεων για τον επόμενο. Είναι ζήτημα συστήματος. Με νέο πολίτευμα, με νομιμοποίηση της ηγεσίας στον λαό και όχι στις βουλές, με ισχυρό κοινοβούλιο ως αντίβαρο· η Ελλάδα μπορεί να ξαναγίνει χώρα με ηγεσία και σταθερότητα. Όσο κρατάμε την ίδια, θα φτιάχνουμε νέα είδωλα για να τα γκρεμίσουμε. Τίποτε δε θα αλλάξει.