20 Ιουλίου, 2025
Πολιτική

Το μανιφέστο Σαμαρά και η αρχή του τέλους για τον Μητσοτάκη

Η εσωκομματική αναταραχή στη Νέα Δημοκρατία, η σκιά Καραμανλή και τα σενάρια διαδοχής ή διάσπασης

Η ελληνική πολιτική σκηνή εισέρχεται σε περίοδο έντονης ρευστότητας, με τις ισορροπίες στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας να απειλούνται σοβαρά. Η πρόσφατη παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά μέσα από άρθρο-μανιφέστο στα «Νέα» του Βαγγέλη Μαρινάκη, δεν ήταν ένα απλό εσωκομματικό σχόλιο. Αντιθέτως, αποτέλεσε καμπανάκι για την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη, τον οποίο αποκαθήλωσε από την “ομπρέλα” της παράταξης, δηλώνοντας με καθαρότητα πως αυτή δεν είναι κυβέρνηση της ΝΔ αλλά του ίδιου του Μητσοτάκη.

Η δήλωση αυτή σηματοδοτεί την πρώτη πράξη σε ένα ευρύτερο σενάριο πολιτικής αποδόμησης, καθώς όλο και περισσότερες φωνές στον ευρύτερο «γαλάζιο» χώρο διατυπώνουν ανοικτά τη δυσαρέσκειά τους για την πορεία της κυβέρνησης και τις επιλογές της. Το ερώτημα πλέον δεν είναι αν θα υπάρξει ανατροπή, αλλά πότε και πώς.

Πληροφορίες από κομματικούς κύκλους αναφέρουν πως επίκειται παρέμβαση από τον Κώστα Καραμανλή, η οποία δεν αποκλείεται να λειτουργήσει επικυρωτικά ως προς τη θέση Σαμαρά. Εάν ο Καραμανλής επιλέξει να μιλήσει, το πιθανότερο είναι να εμφανιστεί ως προστάτης της ιστορικής φυσιογνωμίας της παράταξης, νομιμοποιώντας –ή έστω “ευλογώντας” σιωπηλά– την εσωκομματική διαφοροποίηση.

Η αγωνία στον λεγόμενο «πατριωτικό χώρο» εντείνεται, καθώς πολλοί αναμένουν ένα τέτοιο νεύμα που θα λειτουργήσει ως σήμα κινητοποίησης. Οι παρασκηνιακοί παρατηρητές θεωρούν πως μια τέτοια διπλή επιβεβαίωση –από Σαμαρά και Καραμανλή– θα ανοίξει τον δρόμο για αποδέσμευση δυνάμεων που μέχρι τώρα παραμένουν περιθωριοποιημένες, αμήχανες ή ανένταχτες.

Ταυτόχρονα, το όνομα του Κυριάκου Μητσοτάκη ακούγεται εντόνως στα ευρωπαϊκά σενάρια για ανάληψη θέσης σε θεσμικό ρόλο μετά τις φθινοπωρινές εξελίξεις στην Ε.Ε., με φόντο την αποδυνάμωση της Ούρσουλας φον ντερ Λάιεν λόγω σκανδάλων και πολιτικής φθοράς. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα μπορούσε να δώσει στον Μητσοτάκη μια «ηρωική έξοδο» από την ελληνική πολιτική σκηνή.

Ωστόσο, σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, ακόμα και σε αυτό το ενδεχόμενο, ο νυν πρωθυπουργός δεν σκοπεύει να παραδώσει πλήρως τα ηνία της ΝΔ. Η φημολογούμενη επιλογή του Κωστή Χατζηδάκη ως διαδόχου-τοποτηρητή δεν βρίσκει ευήκοα ώτα σε όλα τα κομματικά στελέχη και φέρνει σε τροχιά σύγκρουσης τα δύο ιστορικά μπλοκ: του καραμανλικού και του σαμαρικού στρατοπέδου.

Στο παρασκήνιο επεξεργάζεται ήδη ένα σενάριο όπου, σε περίπτωση που προχωρήσει η «διαδοχή Χατζηδάκη», οι δύο πρώην πρωθυπουργοί θα κινηθούν συντονισμένα για να ανακόψουν την επέλαση του «νεομητσοτακισμού», προωθώντας εναλλακτικά τον Νίκο Δένδια ως επικεφαλής της παράταξης.

Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή ο Μητσοτάκης παραμείνει και επιχειρήσει να ελέγξει πλήρως την κομματική δομή, οι διαφωνούντες δεν αποκλείεται να περάσουν στο επόμενο στάδιο: τη δημιουργία νέου πολιτικού σχηματισμού, με σημαία την επαναφορά των αρχών της «παραδοσιακής Δεξιάς» και πατριωτικού προσανατολισμού.

Ένα ακόμα, πιο δυσοίωνο σενάριο, που συζητείται έντονα σε συγκεκριμένα δημοσιογραφικά και πολιτικά γραφεία, αφορά την πιθανότητα ο Μητσοτάκης να εμπλακεί σε διπλωματική συμφωνία με την Τουρκία για το Αιγαίο, κατά τα πρότυπα της Συμφωνίας των Πρεσπών. Μια τέτοια εξέλιξη, λέγεται, θα μπορούσε να επιφέρει την απόλυτη εθνική και πολιτική απαξίωση της παρούσας κυβέρνησης, χωρίς να χρειαστεί καν η παρέμβαση Καραμανλή ή Σαμαρά.

Σε αυτό το σενάριο, η αποχώρηση Μητσοτάκη από το πολιτικό προσκήνιο θα ήταν άμεση και οδυνηρή, δημιουργώντας ένα κενό εξουσίας και μια άνευ προηγουμένου κρίση ταυτότητας στο κυβερνών κόμμα.

Ρευστότητα στο κέντρο και διπλό μέτωπο για τη ΝΔ

Οι ισορροπίες στο πολιτικό σκηνικό μοιάζουν πιο εύθραυστες από ποτέ, καθώς το Μέγαρο Μαξίμου παρακολουθεί με αυξανόμενη ανησυχία τα αποτελέσματα μυστικών δημοσκοπήσεων που φανερώνουν σημαντικές διαρροές ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας προς το ΠΑΣΟΚ και την Πλεύση Ελευθερίας. Παρότι ένα ποσοστό –περίπου 8%– φέρεται να μετακινείται προς τα δεξιά κόμματα όπως η Ελληνική Λύση και η Φωνή Λογικής, το μεγαλύτερο κύμα –σχεδόν 11,5%– φαίνεται να κατευθύνεται προς τον κεντρώο χώρο, ενισχύοντας κόμματα με σαφώς διαφορετικό πολιτικό πρόσημο από τη ΝΔ.

Σύμφωνα με πληροφορίες, στο εσωτερικό του Μαξίμου επικρατεί προβληματισμός. Η πολιτική φθορά της κυβέρνησης, οι διαδοχικές κρίσεις και η απομυθοποίηση φιγούρων όπως της Αφροδίτης Λατινοπούλου στον ευρύτερο δεξιό χώρο, συμβάλλουν στην ενίσχυση του ενδιάμεσου χώρου. Το γεγονός αυτό καθιστά το ΠΑΣΟΚ και την Πλεύση Ελευθερίας πιο ελκυστικές εναλλακτικές για δυσαρεστημένους ψηφοφόρους της ΝΔ, παρά τα παραδοσιακά δεξιότερα κόμματα.

Η παραπάνω τάση έχει οδηγήσει το επιτελείο της κυβέρνησης σε αναθεώρηση στρατηγικής. Οι δημόσιες επιθέσεις προς το ΠΑΣΟΚ, με αφορμή την υπόθεση του πορίσματος του ΕΜΠ για την τραγωδία στα Τέμπη, αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και η περίφημη «Ομάδα Αλήθειας» έχουν αναλάβει εργολαβικά το έργο της αποδόμησης του Νίκου Ανδρουλάκη.

Η στόχευση είναι ξεκάθαρη: η ΝΔ επιθυμεί να λεηλατήσει το ΠΑΣΟΚ, ενισχύοντας τη θέση της στο Κέντρο, καθώς οι ανακτήσεις από τα δεξιά μοιάζουν ανέφικτες. Όπως σημειώνει έμπειρος πολιτικός παρατηρητής, «ο Μητσοτάκης δεν πιστεύει πως θα πάρει πίσω δεξιούς ψηφοφόρους. Ποντάρει στο Κέντρο και θέλει να το αλώσει».

Παράλληλα, κινήσεις ανασύνταξης παρατηρούνται στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες, η Λούκα Κατσέλη, πρώην υπουργός και στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, πραγματοποιεί συναντήσεις και «μαζώξεις» με στελέχη από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους – από το ΠΑΣΟΚ μέχρι τον ΣΥΡΙΖΑ και ανεξάρτητες προσωπικότητες. Στόχος φέρεται να είναι η διερεύνηση των δυνατοτήτων για έναν νέο πολιτικό φορέα που θα εκφράσει το αίτημα για μια διαφορετική Κεντροαριστερά.

Η κίνηση αυτή δεν είναι άμοιρη πολιτικών ερμηνειών. Κάποιοι τη συνδέουν με μια πιθανή «επιστροφή» του Αλέξη Τσίπρα στην ενεργό πολιτική με νέο σχήμα, στον κατάλληλο χρόνο – πιθανότατα μετά το φθινόπωρο. Άλλοι, πάλι, την αντιμετωπίζουν ως μια ανεξάρτητη πρωτοβουλία που στοχεύει να καλύψει το κενό ηγεσίας που πολλοί διαπιστώνουν στον συγκεκριμένο χώρο, απορρίπτοντας τόσο τον Ανδρουλάκη όσο και την Κωνσταντοπούλου.

Το Μέγαρο Μαξίμου φέρεται να έχει αποφασίσει να επισπεύσει τη συζήτηση για τη Συνταγματική Αναθεώρηση. Η επιλογή αυτή δεν είναι τυχαία: πρόκειται για ένα θεσμικό εργαλείο που μπορεί να επαναφέρει την ατζέντα της μεταρρύθμισης και της «σοβαρής» πολιτικής στο προσκήνιο, επηρεάζοντας κεντρώους και φιλελεύθερους ψηφοφόρους.

Ήδη έχει τεθεί, μέσω «φιλικών» μέσων ενημέρωσης, το ακανθώδες ζήτημα της άρσης της μονιμότητας στο Δημόσιο – ένα θέμα που επί δεκαετίες λειτουργεί ως κόκκινο πανί αλλά και ως διαχρονικό σύμβολο τομής ανάμεσα στο μεταρρυθμιστικό Κέντρο και τον κρατισμό.

Παρά τα σχέδια ανασυγκρότησης, η κυβέρνηση δεν παύει να ανησυχεί για τον απρόβλεπτο παράγοντα. Φωτιές, φυσικές καταστροφές, ένα νέο ατύχημα όπως αυτό των Τεμπών – όλα αυτά παραμένουν εφιάλτες για το επικοινωνιακό επιτελείο της ΝΔ.

Η διαχείριση της κρίσης στα Τέμπη κόστισε ακριβά πολιτικά στην κυβέρνηση, αφήνοντας μόνιμες πληγές στο προφίλ της «αποτελεσματικότητας» που είχε καλλιεργηθεί. Οι αστάθμητοι αυτοί παράγοντες μπορεί να ανατρέψουν εκ βάθρων τις στρατηγικές, επιταχύνοντας πολιτικές εξελίξεις.

Η Νέα Δημοκρατία βρίσκεται ενώπιον μιας εξαιρετικά περίπλοκης πολιτικής εξίσωσης. Οι απώλειες προς το Κέντρο την αναγκάζουν να στραφεί σε επιθετική τακτική έναντι του ΠΑΣΟΚ, ενώ η στασιμότητα ή η φθορά της στις παρυφές της Δεξιάς περιορίζουν τις κινήσεις της. Ταυτόχρονα, οι πρωτοβουλίες στον χώρο της Κεντροαριστεράς και οι φήμες περί επιστροφής Τσίπρα απειλούν να ξαναμοιράσουν την τράπουλα.

Εν αναμονή του φθινοπώρου και της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, όλα δείχνουν πως η κυβέρνηση θα επιδιώξει ένα θεσμικό και επικοινωνιακό «restart». Εάν θα το πετύχει, μένει να φανεί. Το μόνο βέβαιο είναι πως η πολιτική σταθερότητα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη.

Το μόνο σίγουρο είναι πως το επόμενο εξάμηνο αναμένεται καταιγιστικό. Η σταθερότητα στο εσωτερικό της ΝΔ έχει διαταραχθεί σε βάθος, και τα σενάρια που μέχρι χθες έμοιαζαν φανταστικά, σήμερα προβάλλουν ως απολύτως πιθανά. Το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα είναι έτοιμο για μία ακόμα ανατροπή — ίσως τη μεγαλύτερη της μεταπολιτευτικής περιόδου.