Η εικόνα μιας Ελλάδας γεμάτης cafés, εστιατόρια, beach bars και τουριστικά καταλύματα δεν είναι απλώς ένα πολιτισμικό φαινόμενο ή μια κοινωνική συνήθεια. Είναι το ορατό αποτύπωμα μιας βαθιάς οικονομικής μεταβολής που ξεκίνησε με τα μνημόνια και συνεχίζεται μέχρι σήμερα: της μετάβασης από μια παραγωγική οικονομία σε μια οικονομία επιβίωσης.
Αυτό το νέο υπόδειγμα, που οι ερευνητές του London School of Economics αποκαλούν χαρακτηριστικά «economy of cafés», αποκαλύπτει το πιο οξύ παράδοξο των ελληνικών “μεταρρυθμίσεων”: τα μέτρα που επιβλήθηκαν στο όνομα του εκσυγχρονισμού και της ανταγωνιστικότητας οδήγησαν τελικά σε μια δομή χαμηλής παραγωγικότητας, φθηνής εργασίας και εξάρτησης από τον τουρισμό και την κατανάλωση.
Όταν η Ελλάδα μπήκε στα προγράμματα προσαρμογής το 2010, οι βασικοί στόχοι ήταν δύο: η δημοσιονομική εξυγίανση και οι «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις». Οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί και το ΔΝΤ διαβεβαίωναν ότι η εσωτερική υποτίμηση, η μείωση του κόστους εργασίας και η απορρύθμιση των αγορών θα απελευθέρωναν την παραγωγικότητα και θα οδηγούσαν σε βιώσιμη ανάπτυξη.
Η θεωρία ήταν απλή: λιγότερο κράτος, πιο ευέλικτες αγορές, φθηνότερη εργασία, μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα. Η πραγματικότητα αποδείχθηκε ακριβώς αντίστροφη.
Από το 2010 έως το 2013, η Ελλάδα έχασε το 25% του ΑΕΠ της — μια οικονομική συρρίκνωση χωρίς προηγούμενο σε καιρό ειρήνης. Η ανεργία ξεπέρασε το 27%, οι πραγματικοί μισθοί κατέρρευσαν, και εκατοντάδες χιλιάδες νέοι με υψηλή εξειδίκευση μετανάστευσαν στο εξωτερικό.
Η «δημοσιονομική προσαρμογή» επιτεύχθηκε πράγματι: το έλλειμμα μειώθηκε, οι δημόσιες δαπάνες περιορίστηκαν, και το ισοζύγιο βελτιώθηκε. Όμως η κοινωνία κατέρρευσε και το παραγωγικό υπόβαθρο της χώρας διαλύθηκε.
Η κατάρρευση της παραγωγικότητας
Όπως δείχνουν τα στοιχεία της μελέτης των Νικηφόρου, Μίσσου, Πιέρρου και Ροδουσάκη, η κρίση δεν προκάλεσε μόνο μείωση της παραγωγής, αλλά και βαθιά υποχώρηση της παραγωγικότητας της εργασίας.
Η παραγωγή μειώθηκε δραματικά, η απασχόληση συρρικνώθηκε λιγότερο, κι έτσι η παραγωγικότητα —το προϊόν ανά εργαζόμενο— έπεσε κατά 20% μέσα σε λίγα χρόνια. Από το 2016 και μετά, ενώ η παραγωγή άρχισε να ανακάμπτει αργά, η παραγωγικότητα παρέμεινε στάσιμη. Το 2023, δεκατρία χρόνια μετά το πρώτο μνημόνιο, η παραγωγικότητα της εργασίας βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με το 2016 και 16% χαμηλότερη από το 2009.
Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες αντιφάσεις της ελληνικής περίπτωσης: τα μνημόνια σχεδιάστηκαν για να αυξήσουν την παραγωγικότητα, αλλά το αποτέλεσμά τους ήταν η μακροχρόνια αποδυνάμωσή της. Η Ελλάδα έγινε μια οικονομία όπου περισσότεροι άνθρωποι εργάζονται για να παράγουν λιγότερο πλούτο.
Την ίδια περίοδο, η δομή της απασχόλησης μεταβλήθηκε ριζικά. Οι τομείς της μεταποίησης, της βιομηχανίας και της τεχνολογίας συρρικνώθηκαν, ενώ εκτοξεύτηκε το μερίδιο των «Δραστηριοτήτων Διαμονής και Εστίασης» (ΔΔΕ).
Ο τομέας αυτός —που περιλαμβάνει ξενοδοχεία, εστιατόρια, καφέ και συναφείς υπηρεσίες— έγινε η κύρια πηγή νέων θέσεων εργασίας μετά το 2013. Από τις περίπου 740.000 θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν μέχρι το 2023, οι 320.000, δηλαδή σχεδόν ο μισός αριθμός, προήλθαν από αυτόν τον κλάδο.
Το μερίδιο της απασχόλησης στις δραστηριότητες φιλοξενίας και εστίασης αυξήθηκε κατά 6% μέσα σε δεκαπέντε χρόνια, ενώ η παραγωγικότητα του ίδιου τομέα μειώθηκε κατά 41%.
Η Ελλάδα, με απλά λόγια, έστησε ξανά στα πόδια της την απασχόληση πάνω σε έναν τομέα χαμηλής απόδοσης, εποχικότητας και περιορισμένης τεχνολογικής έντασης.
Οι πραγματικοί μισθοί σε αυτόν τον τομέα υπέστησαν τη μεγαλύτερη πτώση στην οικονομία — σχεδόν 60% μεταξύ 2009 και 2023. Έτσι, η “απασχόληση” επανήλθε, αλλά σε επίπεδα φτώχειας και εργασιακής επισφάλειας.
Οι οικονομολόγοι του LSE χρησιμοποιούν τον όρο “café economy” όχι κυριολεκτικά, αλλά ως μεταφορά για ένα μοντέλο ανάπτυξης που βασίζεται σε χαμηλής έντασης κεφαλαίου δραστηριότητες: μικρές υπηρεσίες, τουρισμό, εστίαση, εμπόριο.
Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας κοινωνίας που έχασε το βιομηχανικό της υπόβαθρο και στράφηκε σε δραστηριότητες επιβίωσης, εκεί όπου το κεφάλαιο εισόδου είναι μικρό και η απόδοση άμεση αλλά χαμηλή.
Η έκρηξη των cafés δεν είναι απλώς πολιτισμική ιδιομορφία. Είναι το ορατό σημάδι μιας οικονομίας που δεν μπορεί να παράγει υψηλή προστιθέμενη αξία. Όταν τα εργοστάσια κλείνουν, όταν οι νέοι επιστήμονες φεύγουν και όταν η αγροτική παραγωγή μαραζώνει, η “επιχειρηματικότητα” περιορίζεται στο άνοιγμα ενός καφέ ή μιας ενοικιαζόμενης κατοικίας.
Αυτή η μεταβολή είχε κοινωνικά πλεονεκτήματα —περισσότερη απασχόληση, λιγότερη ανεργία— αλλά ταυτόχρονα παγίδευσε τη χώρα σε ένα μοντέλο στασιμότητας. Ο τομέας της εστίασης δεν μπορεί να γίνει κινητήρας τεχνολογικής καινοτομίας ή παραγωγικού μετασχηματισμού. Είναι ένας τομέας που ανακυκλώνει κατανάλωση, όχι ανάπτυξη.
Η νέα διπλή οικονομία
Η Ελλάδα, σημειώνει η μελέτη, έχει μετατραπεί σε παράδειγμα μιας “διπλής οικονομίας”. Από τη μία, υπάρχει ένας περιορισμένος εξαγωγικός ή τεχνολογικός τομέας που λειτουργεί με διεθνή πρότυπα. Από την άλλη, ένας ευρύτερος τομέας χαμηλής παραγωγικότητας —φιλοξενία, εστίαση, μικρεμπόριο, real estate— που απορροφά την πλειονότητα των εργαζομένων αλλά παράγει περιορισμένη αξία.
Αυτός ο δεύτερος τομέας λειτουργεί ως απορροφητήρας κοινωνικών κραδασμών, αλλά ταυτόχρονα ως παγίδα ανάπτυξης. Η απασχόληση αυξάνεται, η παραγωγικότητα μειώνεται, και η χώρα εγκλωβίζεται σε ένα καθεστώς χαμηλών αποδοχών.
Η μερική απασχόληση, η εποχικότητα και η απουσία συλλογικών διαπραγματεύσεων διαμορφώνουν μια νέα “κανονικότητα” στην αγορά εργασίας: φθηνοί εργαζόμενοι, ακριβή αγαθά, ασθενής ζήτηση.
Το φαινόμενο αυτό έχει βαθιές κοινωνικές ρίζες. Η μαζική ανεργία της δεκαετίας του 2010, σε συνδυασμό με τη διάλυση των θεσμών κοινωνικής προστασίας, ανάγκασε πολλούς να αναζητήσουν διέξοδο στη μικρή επιχειρηματικότητα, συχνά με ελάχιστα κεφάλαια και αβέβαιες προοπτικές.
Η «επιχειρηματικότητα ανάγκης» αντικατέστησε την παραγωγή αξίας. Ταυτόχρονα, το τραπεζικό σύστημα, εστιασμένο σε εξασφαλίσεις και όχι σε καινοτομία, κατεύθυνε τους πόρους σε τομείς “σίγουρης απόδοσης” όπως τα ακίνητα και ο τουρισμός.
Η ανάπτυξη του Airbnb, η υπερτουριστικοποίηση και η εκτόξευση των τιμών ακινήτων είναι όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο τομέας της εστίασης και της φιλοξενίας ευνοείται, αλλά εις βάρος της κοινωνικής συνοχής και της παραγωγικής διαφοροποίησης. Οι πόλεις γίνονται βιτρίνες για τουρίστες, όχι τόποι κατοίκησης και δημιουργίας.
Τα όρια του τουριστικού μοντέλου
Η τουριστική οικονομία, όσο επιτυχημένη κι αν φαίνεται βραχυπρόθεσμα, έχει φυσικά και πολιτιστικά όρια. Η φέρουσα ικανότητα των προορισμών, το περιβαλλοντικό αποτύπωμα, η εξάρτηση από διεθνή ρεύματα και γεωπολιτικές σταθερές καθιστούν το μοντέλο εξαιρετικά ευάλωτο.
Η μελέτη σημειώνει πως οι δραστηριότητες φιλοξενίας και διασκέδασης χαρακτηρίζονται από φθίνουσες αποδόσεις κλίμακας: όσο περισσότερο επεκτείνονται, τόσο μικρότερη είναι η προστιθέμενη αξία που παράγουν.
Η Ελλάδα, εξαρτώμενη πλέον σε υπερθετικό βαθμό από αυτές τις δραστηριότητες, βρίσκεται μπροστά σε ένα θεμελιώδες δίλημμα. Από τη μια, οι υπηρεσίες αυτές συντηρούν την απασχόληση και φέρνουν συνάλλαγμα. Από την άλλη, παγιδεύουν την οικονομία σε χαμηλή παραγωγικότητα, αυξάνουν το κόστος ζωής και επιδεινώνουν τις ανισότητες.
Η εμπειρία της τελευταίας δεκαπενταετίας καθιστά σαφές ότι η “τυφλή” εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, χωρίς κοινωνικό και θεσμικό σχεδιασμό, μπορεί να αποβεί καταστροφική.
Οι πολιτικές λιτότητας μπορεί να εξυγιαίνουν τα δημοσιονομικά, αλλά δεν χτίζουν παραγωγική βάση. Η ανταγωνιστικότητα δεν προκύπτει από τους χαμηλούς μισθούς, αλλά από την καινοτομία, την εκπαίδευση, τη βιομηχανική πολιτική και τη θεσμική σταθερότητα.
Για να ξεφύγει η Ελλάδα από την “οικονομία των cafés”, χρειάζεται στρατηγική αναδιάρθρωση σε τέσσερις άξονες:
- Αναζωογόνηση της βιομηχανίας και των εξαγωγών μέσω κινήτρων για επενδύσεις υψηλής τεχνολογίας.
- Ενίσχυση της αγροτικής παραγωγής και της διασύνδεσής της με τη μεταποίηση.
- Αναβάθμιση της εκπαίδευσης και της έρευνας ώστε να δημιουργούνται δεξιότητες και καινοτομία εντός της χώρας.
- Δίκαιη κατανομή εισοδήματος για την αποκατάσταση της εσωτερικής ζήτησης.
Το ελληνικό μάθημα για την Ευρώπη
Το ελληνικό φαινόμενο δεν είναι μεμονωμένο. Αντίστοιχες τάσεις χαμηλής παραγωγικότητας και υπερτουριστικοποίησης εμφανίζονται στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιταλία. Η πρόσφατη Έκθεση Ντράγκι (2024) αναγνωρίζει ρητά ότι η Ευρώπη κινδυνεύει να παγιώσει μια «οικονομία δύο ταχυτήτων» — με χώρες που παράγουν και εξάγουν τεχνολογία και άλλες που ζουν από τον τουρισμό και την κατανάλωση. Η ελληνική εμπειρία λειτουργεί ως προειδοποίηση για το πού οδηγεί η αδυναμία βιομηχανικής πολιτικής και η μονομερής εμμονή στη δημοσιονομική πειθαρχία.
Δεκαπέντε χρόνια μετά το πρώτο μνημόνιο, η Ελλάδα έχει επιτύχει δημοσιονομική σταθερότητα αλλά έχει χάσει τον παραγωγικό της προσανατολισμό. Η οικονομία των cafés —συμπτωματικά ή όχι— έγινε η μεταφορά μιας κοινωνίας που προσπαθεί να επιβιώσει χωρίς να παράγει.
Η πρόκληση για το μέλλον δεν είναι η διαχείριση του χρέους, αλλά η αποκατάσταση της δημιουργίας. Όσο η χώρα επενδύει σε χαμηλής αξίας δραστηριότητες, τόσο η φτώχεια θα παραμένει καμουφλαρισμένη πίσω από τη βιτρίνα της ανάπτυξης.
Η πραγματική αναγέννηση δεν θα έρθει από τον αριθμό των τουριστών ή των cafés, αλλά από την ικανότητα να παραχθεί ξανά πλούτος, γνώση και τεχνολογία.
Μέχρι τότε, η “οικονομία των cafés” θα παραμένει το πιο εύγλωττο σύμβολο ενός μοντέλου που κατανάλωσε το μέλλον του για να διατηρήσει την ψευδαίσθηση της ευημερίας.

