13 Νοεμβρίου, 2025
Dislike

Το αθέατο πρόσωπο της παιδικής φτώχειας στην Ελλάδα

Μια σημαντική και εμπεριστατωμένη έρευνα για την παιδική φτώχεια στην Ελλάδα έφερε στο φως το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της Φτώχειας, που τιμάται κάθε χρόνο στις 17 Οκτωβρίου. Η μελέτη αυτή, που βασίστηκε σε δεδομένα από 3.076 μαθητές σε όλη τη χώρα κατά το σχολικό έτος 2024-2025, αποτυπώνει με ακρίβεια την πολυδιάστατη φύση της παιδικής φτώχειας, καταγράφοντας παράλληλα σημαντικές διαφοροποιήσεις με βάση τον τόπο κατοικίας, τη δομή του νοικοκυριού και τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των παιδιών.

Ο νέος Δείκτης Πολυδιάστατης Παιδικής Φτώχειας, που αναπτύχθηκε από το ΚΕΠΕ, υπολογίζει ότι το 5,5% των παιδιών στην Ελλάδα βιώνει συνθήκες φτώχειας που δεν περιορίζονται μόνο στην οικονομική διάσταση, αλλά εκτείνονται σε πολλαπλές μορφές στέρησης και αποκλεισμού. Το ποσοστό αυτό αναδεικνύει την ανάγκη να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο με ολιστικό τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο τα οικονομικά δεδομένα αλλά και τους κοινωνικούς, εκπαιδευτικούς και υγειονομικούς παράγοντες που επηρεάζουν την ευημερία των παιδιών.

Γεωγραφικά, η έρευνα εντοπίζει τη Στερεά Ελλάδα ως την περιοχή με το υψηλότερο ποσοστό πολυδιάστατης παιδικής φτώχειας, στο 8,56%, με στατιστική σημαντικότητα που όμως κρίνεται οριακή.

Ακολουθούν σε επίπεδα φτώχειας οι Περιφέρειες Αττικής, Θεσσαλίας και Ιονίων Νήσων, υπογραμμίζοντας ότι το πρόβλημα δεν είναι αποκλειστικό μόνο σε απομακρυσμένες ή παραδοσιακά υποβαθμισμένες περιοχές, αλλά αφορά και μεγάλα αστικά κέντρα. Η γεωγραφική αυτή κατανομή προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για την κατεύθυνση των πολιτικών και των παρεμβάσεων που πρέπει να σχεδιαστούν σε περιφερειακό επίπεδο.

Σε ό,τι αφορά την οικονομική παιδική φτώχεια, το ποσοστό φτάνει στο 9,2%, ενώ η μη οικονομική παιδική φτώχεια διαμορφώνεται υψηλότερα, στο 12,5%. Η οικονομική φτώχεια εμφανίζεται έντονη κυρίως σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και περιοχές: στις πολύτεκνες οικογένειες, σε αγροτικές, νησιωτικές και ορεινές περιοχές, καθώς και σε μονογονεϊκές οικογένειες όπου η μητέρα είναι επικεφαλής του νοικοκυριού.

Αυτές οι ομάδες αντιμετωπίζουν συχνά προκλήσεις όπως χαμηλότερο εισόδημα, περιορισμένη πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες και αυξημένα έξοδα διαβίωσης. Από την άλλη πλευρά, η μη οικονομική φτώχεια, που περιλαμβάνει στερήσεις σε τομείς όπως η εκπαίδευση, η υγεία, η στέγαση και η κοινωνική ένταξη, επηρεάζει περισσότερο τα παιδιά που βρίσκονται στη σχολική βαθμίδα του γυμνασίου, όπου το ποσοστό φτάνει το 14,2%. Αυτό καταδεικνύει την αυξημένη ευαλωτότητα των εφήβων, που μπορεί να προκύπτει από εκπαιδευτικές ανισότητες, κοινωνικό αποκλεισμό ή προβλήματα ψυχοκοινωνικής φύσης.

Η υιοθέτηση του Δείκτη Πολυδιάστατης Παιδικής Φτώχειας αντανακλά μια διεθνή τάση που αποσκοπεί στην αναθεώρηση και τον εκσυγχρονισμό των μεθοδολογιών μέτρησης της φτώχειας. Παραδοσιακά, οι δείκτες φτώχειας βασίζονταν κυρίως στο οικονομικό εισόδημα ή σε συγκεκριμένα όρια φτώχειας. Αντίθετα, ο πολυδιάστατος δείκτης του ΚΕΠΕ ενσωματώνει πολλαπλές παραμέτρους και διαστάσεις, αποτυπώνοντας πληρέστερα τις συνθήκες ζωής των παιδιών.

Ο συγκεκριμένος δείκτης καλύπτει το ερευνητικό κενό που υπήρχε ως προς την παρακολούθηση των πολλαπλών μορφών στέρησης, επιτρέποντας την ανάλυση σε επίπεδο ηλικίας, γεωγραφικής περιφέρειας, τύπου οικισμού και κοινωνικοοικονομικής ομάδας.

Η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιείται μέσω ετήσιων, επαναλαμβανόμενων ερευνών με μεγάλο δείγμα, που σχεδιάζονται και υλοποιούνται αποκλειστικά για τον παιδικό πληθυσμό. Τα πρωτογενή αυτά δεδομένα προσφέρουν μια στέρεη και αξιόπιστη βάση για την παρακολούθηση της εξέλιξης της παιδικής φτώχειας στο χρόνο, καθώς και για την αξιολόγηση της ποιότητας ζωής των νοικοκυριών σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο.

Τα ευρήματα της έρευνας του ΚΕΠΕ αποτελούν κρίσιμο εργαλείο για την κατάρτιση αποτελεσματικών κοινωνικών πολιτικών και παρεμβάσεων, επισημαίνοντας τις ανάγκες για στοχευμένη στήριξη στις πιο ευάλωτες ομάδες παιδιών και οικογενειών. Η ανάδειξη της πολυδιάστατης φύσης της παιδικής φτώχειας επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να σχεδιάσουν ολοκληρωμένα μέτρα που θα αντιμετωπίζουν όχι μόνο την οικονομική δυσχέρεια, αλλά και τις κοινωνικές και εκπαιδευτικές ανισότητες, διασφαλίζοντας έτσι μια καλύτερη ποιότητα ζωής και προοπτική για τις μελλοντικές γενιές στην Ελλάδα.