Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) εξέδωσε την απόφασή του την Τετάρτη σχετικά με τις περικοπές στις επικουρικές συντάξεις και τη κατάργηση των συνταξιοδοτικών παροχών, καθώς και των δώρων και επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και θερινής άδειας. Με επικεφαλής την πρώην πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ευαγγελία Νίκα, και εισηγήτρια την σύμβουλο Επικρατείας, Ειρήνη Σταυρουλάκη, το ΑΕΔ κατέληξε σε αρκετές σημαντικές αποφάσεις.
Το δικαστήριο έκρινε ότι οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, που παραπέμφθηκαν λόγω των αντιφάσεων μεταξύ τους, δεν είναι αντίθετες και εξακολουθούν να ισχύουν. Συγκεκριμένα, δεν επισημάνθηκαν νομικές αμφιβολίες σχετικά με τη συνταγματικότητα των περικοπών στις επικουρικές συντάξεις για το 11μηνο από 11.6.2015 έως 11.5.2016, οι οποίες είχαν εφαρμοστεί με τον λεγόμενο «Νόμο Κατρούγκαλου».
Επιπλέον, το ΑΕΔ ανέφερε ότι δεν έχει αρμοδιότητα να κρίνει τη συνταγματικότητα των περικοπών, καθώς αυτό το ζήτημα εκφεύγει από τη δικαιοδοσία του. Όσον αφορά τις οικονομικές διεκδικήσεις, το δικαστήριο καθόρισε ότι οι συνταξιούχοι του Δημοσίου τομέα που είχαν προσφύγει στα Διοικητικά Δικαστήρια μέχρι την 21η Ιουλίου 2020 για τις περικοπές του 11μηνου δικαιούνται αποζημίωση.
Αντίθετα, οι συνταξιούχοι του Μετοχικού Ταμείου της Τράπεζας της Ελλάδος, για τους οποίους είχε εκδοθεί προηγούμενη απόφαση του Αρείου Πάγου που έκρινε συνταγματικές τις περικοπές, δεν δικαιούνται να διεκδικήσουν τις διαφορές τους.
Το ΑΕΔ στο σκεπτικό της απόφασής του έκρινε ότι «στερείται σχετικής δικαιοδοσίας, λόγω μη αντιθέσεως μεταξύ της αποφάσεως 1509/ 2023 του Αρείου Πάγου και το 2287 και 2088/ 2015 του ΣτΕ».
«Το Συμβούλιο της Επικρατείας, αποφανθέν υπέρ της αντισυνταγματικότητας περιόρισε την κρίση του επί των συνταξιούχων δημόσιων φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, στηριζόμενο στην υποχρεωτικότητα της (επικουρικής) κοινωνικής ασφάλισης και στην συνακόλουθη παροχή της αποκλειστικώς από το κράτος ή από ΝΠΔΔ, έλαβε υπόψη κατά τρόπο καταλυτικό το σωρευτικό αποτέλεσμα της ένδικης περικοπής με το σύνολο των προηγηθεισών, κατά τα έτη 2000 έως 2012, πολλαπλών διαδοχικών νομοθετικών περικοπών των συντάξεων, κρίνοντας -βάσει της ποσότητας και της έντασης αυτών επί της συγκεκριμένης κατηγορίας συνταξιούχων – ότι επιβαλλόταν συνταγματικώς, αλλά δεν εχώρησε η εκπόνηση ειδικής επιστημονικά τεκμηριωμένης μελέτης ως προς την επιρροή της ένδικης ρύθμιση στον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος των εν λόγω συνταξιούχων».
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ο Άρειος Πάγος, «υπό το πρίσμα του νοµικού πλαισίου της παρεχοµένης από την ίδια την Τράπεζα της Ελλάδος, ήτοι από ΝΠΙΔ, επικουρικής ασφαλίσεως των συνταξιούχων της, συνεκτιμώντας µεν τις προηγηθείσες περικοπές συντάξεων, οι οποίες, όµως, δεν αφορούσαν στο σύνολο, και δη στην πλειονότητα, τους συνταξιούχους της Τράπεζας, και λαμβάνοντας, επίσης, υπ’ όψιν ότι, πάντως, το ύψος των πληττόμενων συντάξεων των ασφαλισμένων στην ως άνω Τράπεζα παραµένει υψηλότερο της µέσης κυρίας και επικουρικής συντάξεως του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, έκρινε συνταγµατική την ως άνω διάταξη».
Το ΑΕΔ αναφέρει, επίσης, ότι «λόγω ουσιώδους διαφοροποιήσεως του νοµικού και πραγματικού υποβάθρου των υποθέσεων και των αντιστοίχων, φερομένων ως αντίθετων, αποφάσεων του Αρείου Πάγου αφενός και του Συµβουλίου της Επικρατείας αφετέρου, δεν καθίσταται κρίσιμη και αναγκαία για την μία υπόθεση η γενομένη από το άλλο δικαστήριο ερμηνευτική προσέγγιση του ζητήματος της συνταγµατικότητας ή µη της αυτής νομοθετικής διατάξεως και, συνακολούθως, δεν τίθεται ζήτηµα αντιθέσεως, κατ’ άρθρο 100 παρ.1 περ. ε’ του Συντάγµατος, των προαναφερθεισών αποφάσεων των ως άνω Δικαστηρίων».