Αιγαίο: Η ελληνική παράκτια αλιεία βρίσκεται σε βαθιά κρίση, και πίσω από τους αριθμούς, τις ανακοινώσεις και τις «πράσινες» δικαιολογίες της κυβέρνησης κρύβεται μια πραγματικότητα που οι Έλληνες αλιείς βιώνουν καθημερινά: το Αιγαίο παραδίδεται ανενόχλητο στους Τούρκους ψαράδες, ενώ οι δικοί μας αντιμετωπίζονται σαν εγκληματίες.
Οι επαγγελματίες αλιείς καταγγέλλουν ότι η ελληνική πολιτεία δεν ασκεί καμία ουσιαστική πίεση ή έλεγχο στα τουρκικά αλιευτικά που δραστηριοποιούνται στα ελληνικά θαλάσσια ύδατα. Δεν υπάρχουν πρόστιμα, δεν υπάρχουν κυρώσεις, δεν υπάρχει κανένα αποτρεπτικό μέτρο. Αντιθέτως, οι ελληνικές αρχές φαίνεται να κυνηγούν τους Έλληνες ψαράδες, λες και η ίδια η κυβέρνηση επιδιώκει να τους εξοντώσει επαγγελματικά. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι απλά οικονομικό· είναι πρωτίστως εθνικό. Όταν η ελληνική πολιτεία αφήνει ανενόχλητους ξένους υπηκόους να εκμεταλλεύονται τους φυσικούς πόρους της χώρας, ποιος πραγματικά υπερασπίζεται τα συμφέροντά μας στα θαλάσσια σύνορα;
Τα τελευταία χρόνια, η ελληνική παράκτια αλιεία έχει δεχθεί πλήγμα από πολλαπλούς παράγοντες: η οικονομική πίεση, οι αυστηροί περιβαλλοντικοί περιορισμοί και οι συνεχείς αυξήσεις στο κόστος λειτουργίας. Παράλληλα, η κυβέρνηση προχωράει σε πολιτικές που δυσχεραίνουν περαιτέρω την επιβίωση των μικρών επαγγελματικών σκαφών. Η δημιουργία των νέων «θαλάσσιων πάρκων» στο Ιόνιο και το νότιο Αιγαίο, με απαγόρευση της αλιείας με μηχανότρατα και βιντζότρατα από το 2026, παρουσιάζεται ως «πράσινη πρωτοβουλία», όμως στην ουσία μετατρέπεται σε μέτρο εξόντωσης για τα μικρά και μεσαία σκάφη, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής παράκτιας αλιείας.
Οι Έλληνες ψαράδες δεν ζητούν προνόμια ή εξαιρέσεις. Ζητούν απλώς ίσους όρους στον έλεγχο των θαλασσών τους. Ζητούν να εφαρμοστεί ο ίδιος έλεγχος και στις τουρκικές δραστηριότητες, ώστε να προστατευθεί το εισόδημά τους και να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα της ελληνικής αλιείας. Το αίτημά τους είναι λογικό: αν οι Τούρκοι ψαράδες μπορούν να κινούνται ελεύθερα στα ελληνικά ύδατα, οι ελληνικές αρχές οφείλουν να επιβάλουν τους ίδιους κανόνες. Χωρίς αυτό, η μικρή παράκτια αλιεία καταδικάζεται σε μαρασμό, ενώ οι Τούρκοι επωφελούνται ανενόχλητοι.
Οι συνέπειες αυτής της πολιτικής επιλογής είναι ήδη ορατές. Τα ελληνικά αλιευτικά σκάφη μειώνονται σταδιακά, η παραγωγή ψαριών από ελληνικά νερά υποχωρεί, και οι Έλληνες καταναλωτές θα βρεθούν αντιμέτωποι με αυξήσεις στις τιμές και εισαγόμενα ψάρια από την Τουρκία. Η χώρα μας, που για αιώνες είχε παράδοση στην αλιεία, κινδυνεύει να χάσει μέρος της παραγωγικής της αυτοτέλειας στη θάλασσα, ενώ οι γείτονες επωφελούνται από τις ανεπάρκειες της πολιτείας μας.
Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι μόνο τα θαλάσσια σύνορα. Είναι και η ίδια η πολιτική προσέγγιση της κυβέρνησης απέναντι στους επαγγελματίες αλιείς. Ενώ επιβάλλονται περιορισμοί, αυξήσεις τιμών και φορολογικές επιβαρύνσεις, δεν υπάρχει καμία ουσιαστική στήριξη για να διατηρηθεί η βιωσιμότητα της μικρής παράκτιας αλιείας. Η αίσθηση που δημιουργείται στους επαγγελματίες είναι ότι η πολιτεία τους πολεμά, αντί να τους προστατεύει.
Σε επίπεδο περιβαλλοντικής διαχείρισης, η κυβέρνηση επικαλείται την ανάγκη προστασίας των θαλάσσιων οικοσυστημάτων. Κανείς δεν αμφισβητεί την ανάγκη για βιώσιμη αλιεία. Το πρόβλημα είναι ότι οι περιορισμοί εφαρμόζονται μονομερώς στους Έλληνες, ενώ οι ξένοι υπήκοοι παραμένουν ανεξέλεγκτοι. Αυτή η ανισότητα δημιουργεί κοινωνικό και επαγγελματικό αίσθημα αδικίας, που απειλεί τη συνοχή της μικρής επαγγελματικής κοινότητας.
Η πολιτική αυτή ανοίγει παράλληλα το δρόμο για εξωτερικές εξαρτήσεις. Η μείωση της εγχώριας παραγωγής ψαριών οδηγεί σε αυξημένες εισαγωγές από γειτονικές χώρες, κυρίως την Τουρκία. Έτσι, η Ελλάδα χάνει τον έλεγχο της αλιευτικής της αγοράς και μετατρέπεται σε καθαρά εισαγωγική χώρα, ακόμα και για προϊόντα που μέχρι πρόσφατα ήταν εγχώρια. Το φαινόμενο αυτό πλήττει την οικονομία, αλλά και την εθνική αυτονομία.
Οι επαγγελματίες αλιείς έχουν καταθέσει προτάσεις και αιτήματα: ενίσχυση των ελέγχων από τις ελληνικές αρχές, ίσους όρους για όλους τους ψαράδες που δραστηριοποιούνται στα ελληνικά ύδατα, μέτρα προστασίας της μικρής παράκτιας αλιείας, και αναγνώριση της αξίας της δουλειάς τους. Όλα αυτά παραμένουν μέχρι σήμερα αναπάντητα, ενώ η αίσθηση εγκατάλειψης μεγαλώνει.
Η κατάσταση αυτή δεν αφορά μόνο τους ψαράδες. Είναι θέμα εθνικής πολιτικής, θέμα ασφάλειας στα θαλάσσια σύνορα, και θέμα διατροφικής αυτοδυναμίας. Η αλιεία δεν είναι απλά επάγγελμα· είναι θεμελιώδης πυλώνας της ελληνικής κοινωνίας, πολιτισμού και οικονομίας. Κάθε βήμα που οδηγεί σε συρρίκνωση της παραγωγής, σε περιορισμούς ή σε αδικίες, έχει πολλαπλές επιπτώσεις σε όλη την κοινωνία.
Οι πολίτες πρέπει να κατανοήσουν ότι τα μέτρα «πράσινης αλιείας» χωρίς ουσιαστική επιτήρηση των ξένων αλιευτικών δεν αποτελούν περιβαλλοντική προστασία, αλλά κοινωνικό και οικονομικό κόστος για τους Έλληνες. Η κυβέρνηση οφείλει να σταματήσει να υπερασπίζεται μόνο τις αφηρημένες πολιτικές ατζέντες και να αρχίσει να προστατεύει τους πραγματικούς παραγωγούς, που κινδυνεύουν να εξαφανιστούν.
Το Αιγαίο δεν είναι χώρος αναψυχής για ξένες δυνάμεις. Είναι ελληνική θάλασσα, με χιλιάδες χρόνια παράδοσης στην αλιεία, στην ναυτοσύνη και στην τοπική οικονομία. Οι πολιτικές επιλογές που αφήνουν ανεξέλεγκτους τους Τούρκους ψαράδες και περιορίζουν τους Έλληνες αποτελούν πλήγμα σε αυτόν τον αιώνιο δεσμό.
Στο τέλος, η αλήθεια είναι σκληρή: χωρίς άμεση πολιτική παρέμβαση, χωρίς ίσους όρους και χωρίς ουσιαστική στήριξη, η ελληνική παράκτια αλιεία οδηγείται σε συρρίκνωση και η Ελλάδα χάνει ένα κομμάτι από τον θαλάσσιο πλούτο της. Οι πολίτες θα βρεθούν να πληρώνουν ακριβότερα προϊόντα, οι επαγγελματίες θα εγκαταλείπουν το επάγγελμά τους, και η εθνική κυριαρχία θα δοκιμάζεται καθημερινά από ξένες δραστηριότητες που παραμένουν ανεξέλεγκτες.
Αν δεν υπάρξει αλλαγή πορείας, η Ελλάδα θα θυμηθεί τις λέξεις «παράκτια αλιεία» μόνο στα βιβλία της ιστορίας της. Η χώρα κινδυνεύει να γίνει θεατής στην ίδια της τη θάλασσα, ενώ άλλοι εκμεταλλεύονται ανενόχλητοι αυτό που για αιώνες αποτελούσε δικό της θησαυρό. Οι Έλληνες ψαράδες και η κοινωνία ολόκληρη περιμένουν πλέον αποφάσεις που θα επαναφέρουν την ισορροπία, θα προστατεύσουν τη δουλειά τους και θα διασφαλίσουν ότι η ελληνική θάλασσα θα παραμείνει ελληνική.

