Ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά τέσσερα δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερα από το διαθέσιμο εισόδημά τους δαπάνησαν τα ελληνικά νοικοκυριά μέσα στο 2024, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα οποία επιβεβαιώνουν τη συνεχιζόμενη τάση αρνητικής αποταμίευσης στη χώρα. Η υπέρβαση αυτή προήλθε είτε από τη χρήση αποταμιεύσεων προηγούμενων ετών είτε από νέο δανεισμό, αναδεικνύοντας για ακόμη μία χρονιά την αδυναμία των νοικοκυριών να διατηρήσουν θετικό ισοζύγιο μεταξύ εισοδήματος και κατανάλωσης. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η τελική καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε ταχύτερα από το διαθέσιμο εισόδημα, εντείνοντας τη διαχρονική πίεση στα οικονομικά των νοικοκυριών.

Συγκεκριμένα, η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που τα εξυπηρετούν αυξήθηκε το 2024 κατά 4,6% σε σχέση με το 2023, ενώ το διαθέσιμο εισόδημα σημείωσε αύξηση 4,5% την ίδια περίοδο. Σε απόλυτους αριθμούς, το διαθέσιμο εισόδημα ανήλθε σε 158,6 δισεκατομμύρια ευρώ, έναντι 151,7 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2023, ενώ η τελική καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε από 155,4 δισεκατομμύρια σε 162,6 δισεκατομμύρια ευρώ. Η διαφορά των περίπου τεσσάρων δισεκατομμυρίων αντιπροσωπεύει την υπέρβαση της κατανάλωσης έναντι του πραγματικού εισοδήματος και επιβεβαιώνει ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να λειτουργεί με αρνητικό ποσοστό αποταμίευσης.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ καταδεικνύουν ότι και το 2024 η αποταμίευση των νοικοκυριών παρέμεινε σε αρνητικό έδαφος, με το ποσοστό αποταμίευσης να διαμορφώνεται στο -2,5%, έναντι -2,4% το 2023. Πρόκειται για συνέχεια μιας μακροχρόνιας πορείας που ξεκίνησε το 2012, με μοναδική εξαίρεση τη διετία 2020–2021, όταν λόγω της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων είχε μειωθεί σημαντικά η κατανάλωση, οδηγώντας σε προσωρινή θετική αποταμίευση. Υπενθυμίζεται ότι το ποσοστό αποταμίευσης ορίζεται ως ο λόγος της ακαθάριστης αποταμίευσης προς το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα, αποτυπώνοντας τη διαφορά μεταξύ όσων κερδίζουν τα νοικοκυριά και όσων τελικά ξοδεύουν.

Παράλληλα, έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, που χρηματοδοτήθηκε από τη Eurobank, τοποθετεί την Ελλάδα στην τελευταία θέση μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ όσον αφορά την αποταμίευση. Σύμφωνα με τη μελέτη, η μέση ετήσια αποταμίευση στην Ελλάδα ανέρχεται μόλις στα 1.076 ευρώ, με ιδιαίτερα έντονες διαφοροποιήσεις ανάλογα με την κοινωνική και επαγγελματική ομάδα. Για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες και παιδιά, η αποταμίευση είναι αρνητική, φτάνοντας στα -2.159 ευρώ ετησίως, γεγονός που σημαίνει ότι οι οικογένειες αυτής της κατηγορίας ξοδεύουν περισσότερο από ό,τι εισπράττουν. Αντίθετα, οι συνταξιούχοι αποταμιεύουν κατά μέσο όρο 2.248 ευρώ τον χρόνο, οι μισθωτοί 542 ευρώ, ενώ οι αυτοαπασχολούμενοι μόλις 63 ευρώ, δείγμα της εύθραυστης οικονομικής τους κατάστασης.
Οι κύριοι λόγοι για τη χαμηλή αποταμιευτική συμπεριφορά εντοπίζονται σε μια σειρά παραγόντων που συνδέονται με τις δομικές ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται οι υψηλές συντάξεις του παρελθόντος, οι οποίες μείωσαν διαχρονικά το κίνητρο αποταμίευσης, το αυξημένο κόστος στέγης που απορροφά μεγάλο μέρος του εισοδήματος, καθώς και οι μεταβιβάσεις πλούτου μέσω γονικών παροχών και ακινήτων που περιορίζουν την ανάγκη αποταμίευσης για αγορά κατοικίας. Επίσης, η εκτεταμένη φοροδιαφυγή, ιδίως μεταξύ των αυτοαπασχολούμενων, οδηγεί σε στρεβλή εικόνα των εισοδημάτων και των δυνατοτήτων αποταμίευσης.
Όσον αφορά τις επενδύσεις του τομέα των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων, που μετρώνται ως ποσοστό του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου προς την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, αυτές ανήλθαν στο 25,2% το 2024, έναντι 25,1% το 2023, παρουσιάζοντας οριακή αύξηση. Παράλληλα, η συνολική οικονομία κατέγραψε καθαρή λήψη δανείων ύψους 13 δισεκατομμυρίων ευρώ από το εξωτερικό, έναντι 12,6 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2023, γεγονός που αντικατοπτρίζει τη συνεχιζόμενη εξάρτηση της εγχώριας ζήτησης και των επενδύσεων από εξωτερική χρηματοδότηση.
Τα δεδομένα αυτά αποτυπώνουν με σαφήνεια τη διαχρονική δυσκολία της ελληνικής κοινωνίας να επαναφέρει θετικό ρυθμό αποταμίευσης, παρά την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος. Η κατανάλωση εξακολουθεί να υπερβαίνει τα πραγματικά έσοδα, υποδεικνύοντας ότι η οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων ετών στηρίζεται κυρίως στην εσωτερική ζήτηση και όχι στη συσσώρευση κεφαλαίου, ενώ το νοικοκυριό παραμένει ο πιο ευάλωτος κρίκος της οικονομικής αλυσίδας.

