Τα «τραυματισμένα» παιδιά είναι και αυτά παιδιά

Παιδιά: Η αίσθηση ασφάλειας είναι νευραλγικής σημασίας για την ψυχοσωματική επιβίωση του ανθρώπου. Ασφάλεια σημαίνει να διατηρώ μία συνεκτική εικόνα του εαυτού μου μέσα στο χρόνο, που μου επιτρέπει να οργανώνω τη συμπεριφορά μου με τέτοιο τρόπο, ώστε να νιώθω καλά.
Ωστόσο, αυτή η αίσθηση συνέχειας ανακόπτεται βίαια, όταν βιώνουμε μία «οριακή» εμπειρία, δηλαδή μία εμπειρία που εκθέτει τον εαυτό σε θανάσιμο -ψυχικό ή σωματικό- κίνδυνο, όπως ένας πόλεμος, ένα ατύχημα, μία ξαφνική απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, η κακοποίηση (άπαξ ή κατ’ εξακολούθηση) ή… ένας βιασμός.
Η ανάμνηση του τραυματικού γεγονότος αιχμαλωτίζει τον ψυχισμό και κατακλύζει τη σκέψη. Το άτομο αποκτά μία υπερευαισθησία απέναντι σε οποιαδήποτε νύξη, λέξη, αντικείμενο ή εικόνα συνδέεται με το τραύμα του, αφού τον καταδικάζει αυτομάτως στην καταναγκαστική και ακριβή επανάληψή του στο μυαλό του.
Το τραύμα εγγράφεται στον εγκέφαλο, προκαλώντας αλλαγές και αλλοιώσεις στα νευρωνικά κυκλώματα, που εξηγούν την υπερευαισθησία απέναντι σε κάποιες πληροφορίες και τις επακόλουθες αντιδράσεις σε αυτές. Η μεθυλίωση του DNA, η εμφάνιση ιστονών και η μείωση του όγκου του ιπποκάμπου είναι από τις συνηθέστερες επιπτώσεις του στην εγκεφαλική λειτουργία.
Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο, όταν τα θύματα είναι παιδιά, δεδομένου ότι δε διαθέτουν τα γνωστικά εφόδια, προκειμένου να κατανοήσουν τι τους συμβαίνει. Σε ακόμα δυσμενέστερη θέση είναι εκείνα τα παιδιά που δεν είναι πλαισιωμένα από ένα περιβάλλον, που να τους παρέχει ασφάλεια. Η επίδραση ενός τραυματικού γεγονότος αμβλύνεται όταν το παιδί έχει βιώσει την ασφαλή προσκόλληση με ένα πρόσωπο, συνήθως τη μητέρα, που θα του επιτρέπει να επικοινωνεί και να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του. Όταν το τραύμα, γίνεται λόγος χάνει τις τερατώδεις διαστάσεις του.
Η ικανότητα του λόγου είναι από τους πλέον σημαντικούς δείκτες ανάκαμψης από το μετατραυματικό στρες. Σύμφωνα με έρευνες, τα άτομα με μετατραυματική διαταραχή υπολείπονται στη λεκτική μνήμη και υπερέχουν στην οπτική. Κατακλύζονται συνεπώς από εικόνες, που αδυνατούν να τις εντάξουν σε μία λεκτική αφήγηση.
Αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος που τα παιδιά είναι πιο εύθραυστα απέναντι σε τραυματικές εμπειρίες. Δεν είναι αρκετά ανεπτυγμένος ο λόγος τους, ώστε να μπορέσουν να δημιουργήσουν μία λεκτική αναπαράσταση του γεγονότος.
Η στάση του οικογενειακού περιβάλλοντος και του κοινωνικού περιγύρου, καθορίζουν, επίσης, σε σημαντικό βαθμό τον αντίκτυπο του τραύματος στο παιδί. Η άρνησή τους να το ακούσουν ή να μιλήσουν ανοιχτά για αυτό, ένα αποδοκιμαστικό βλέμμα ή η αμφισβήτηση αρκούν για να γιγαντώσουν το «μούδιασμα» του παιδιού. Τα τραυματισμένα παιδιά έχουν ανάγκη να τους δοθεί χώρος να μιλήσουν για αυτό που τους συνέβη, να νιώσουν κατανόηση και αποδοχή.
Ωστόσο, ενίοτε, πιθανώς εξαιτίας του σοκ που μας προκαλεί και εμάς το αποτρόπαιο, ξεχνάμε πως τα παιδιά που έχουν πέσει θύματα κακοποίησης, δεν είναι μόνο θύματα, αλλά και παιδιά με τη δική τους μοναδική προσωπικότητα. Παιδιά, που γελούν, θυμώνουν, φοβούνται, που τους αρέσει περισσότερο η σοκολάτα από την κρέμα, συμπαθούν την Ελένη, αλλά όχι τη Μαρία, έχουν έφεση στα μαθηματικά και δυσκολεύονται στη γραμματική.
Οφείλουμε να τους υπενθυμίζουμε αυτές τις πλευρές τους, να τα αποστιγματίζουμε τρόπον τινά και να τα βοηθάμε να ορθοποδήσουν μέσα από τα δυνατά τους σημεία. Η παραβίαση των σωματικών τους ορίων με ένα τόσο φρικώδη τρόπο έχει δυναμιτίσει την αναπαράσταση του εαυτού τους. Ψάχνουν να την ανακτήσουν μέσα από το βλέμμα του Άλλου, να ταυτιστούν με την εικόνα που βλέπει ο Άλλος σε αυτά.
Τώρα ας δώσουμε το λόγο στα παιδιά. Στα τραυματισμένα, για να παραμείνουν παιδιά και στα μη, για να μη γίνουν τραυματισμένα…