Τα κροκοδείλια δάκρυα που χύνονται τις τελευταίες ημέρες, με αφορμή την πρόταση της Μαρίας Καρυστιανού για σύσταση προανακριτικής επιτροπής της Βουλής αναφορικά με την τραγωδία των Τεμπών, δεν έχουν τελειωμό. Κι όμως, αυτή η πρόταση —προερχόμενη όχι από κάποιο κόμμα, αλλά από μια μητέρα που έχασε το παιδί της— στάθηκε ικανή να ξεγυμνώσει για άλλη μια φορά το σύστημα συγκάλυψης και τους πρόθυμους υπερασπιστές του.
Η υπογραφή της πρότασης από 35 βουλευτές στάθηκε αρκετή για να αφυπνίσει παλαιούς και νέους «πλυντηριακούς» μηχανισμούς. Δημοσιολογούντες, νομικοί και πολιτικοί, με ρητορική που ντύνεται τη λεοντή της «θεσμικότητας» και του «δημοκρατικού καθωσπρεπισμού», εμφανίζονται τώρα να ανησυχούν για την «ποιότητα του δημόσιου διαλόγου», για την «προστασία των θεσμών», για τη «λειτουργία της Δημοκρατίας». Όλα αυτά βεβαίως, υπό το πρίσμα του να μη θιγεί το κυβερνητικό αφήγημα και –φυσικά– να μην αναζητηθούν πολιτικές και ποινικές ευθύνες εκεί που πραγματικά πρέπει.
Ανάμεσά τους και διακεκριμένοι πανεπιστημιακοί, πρόθυμοι να μετατραπούν για μία ακόμη φορά σε προασπιστές του πολιτικού status quo. Ορισμένοι μάλιστα, εγκαλούν ευθέως την ίδια τη Μαρία Καρυστιανού, την οποία χαρακτηρίζουν – ούτε λίγο ούτε πολύ – «εθνικολαϊκίστρια» και τη δημόσια τοποθέτησή της «λίβελο κατά της Δημοκρατίας». Δεν πρόκειται για αφέλεια. Είναι η ίδια στρατηγική της αντιστροφής της πραγματικότητας: να βαφτίζεται «υπονόμευση των θεσμών» η απαίτηση για απόδοση ευθυνών, ενώ οι μεθοδεύσεις συγκάλυψης να περνιούνται για θεσμική κανονικότητα.
Η ουσία είναι απλή: αν πράγματι ενδιαφερόταν κανείς για μια ψύχραιμη και ουσιαστική συζήτηση σχετικά με τις ευθύνες για την τραγωδία, αυτή θα είχε ξεκινήσει από τις πρώτες ημέρες. Αν ήθελαν πραγματικά να αναζητήσουν ποινικά υπεύθυνους, δεν θα είχαν επιστρατεύσει όλα τα θεσμικά και παραθεσμικά μέσα για να προστατεύσουν υπουργούς, να θάψουν έγγραφα, να αλλοιώσουν τη ροή των γεγονότων, να αποφύγουν τον καταλογισμό ευθυνών όσο πιο ψηλά κι αν φτάνουν αυτές.
Αν τους ενόχλησε τόσο η αναφορά στο ενδεχόμενο αδίκημα της «εσχάτης προδοσίας», μήπως να αναλογιστούν μήπως είναι οι δικές τους πράξεις και παραλείψεις που όπλισαν τη δημόσια οργή με τέτοιους χαρακτηρισμούς; Η απαξίωση της ανθρώπινης ζωής, η αμέλεια ή ο ενδεχόμενος δόλος, η απόκρυψη κρίσιμων εγγράφων, η συγκάλυψη ευθυνών, συνιστούν εγκληματικές πράξεις — και όχι απλές αστοχίες.
Το σχέδιο εξυγίανσης της υπόθεσης ήταν σαφές εξαρχής: από τον διορισμό του Χρήστου Τριαντόπουλου ως «ειδικού απεσταλμένου», μέχρι την ασπίδα προστασίας γύρω από τον Κώστα Καραμανλή. Τώρα δε, επιχειρούν συνταγματικά άλματα, όπως η αυθαίρετη ερμηνεία που κατεβάζει την απαιτούμενη πλειοψηφία της Βουλής από 151 σε 149 βουλευτές, για να μπλοκάρουν την προανακριτική.
Και ρωτάμε: αυτά δεν είναι θεσμικές εκτροπές; Δεν είναι «υπονόμευση της Δημοκρατίας», κύριε Αλιβιζάτο;
Η κυβέρνηση δεν δικαιούται να κουνάει το δάχτυλο ούτε στην Καρυστιανού ούτε σε κανέναν πολίτη που απαιτεί αλήθεια και δικαιοσύνη. Μετά από δυόμισι χρόνια σκοτεινών μεθοδεύσεων, θεσμικών ακροβασιών και πολιτικού θράσους, η Νέα Δημοκρατία έχει χάσει κάθε ηθικό και πολιτικό έρεισμα να υποδύεται τον θεματοφύλακα του Συντάγματος.
Η αλήθεια για τα Τέμπη δεν θάβεται. Όσο κι αν επιχειρούν να πνίξουν τη φωνή των συγγενών, των πολιτών, των βουλευτών που τολμούν, τόσο περισσότερο αποκαλύπτονται. Και σε αυτή την αποκάλυψη, η πρόταση Καρυστιανού δεν είναι λίβελος. Είναι η κραυγή του αυτονόητου.