Η πρόσφατη Σύνοδος του ΝΑΤΟ ολοκληρώθηκε με μία από τις σημαντικότερες αποφάσεις των τελευταίων δεκαετιών, καθώς τα 32 κράτη-μέλη δεσμεύτηκαν να αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ μέχρι το 2035. Η συμφωνία αυτή, που χαρακτηρίστηκε «ιστορική» από ανώτατους αξιωματούχους της Συμμαχίας και έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ, αντανακλά τις έντονες πιέσεις που άσκησε η Ουάσινγκτον προς τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με στόχο την ανάληψη μεγαλύτερου βάρους από την Ευρώπη στην κοινή άμυνα.
Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, υποδέχτηκε τον Αμερικανό πρόεδρο με ιδιαίτερα θετικούς τόνους και στάθηκε δημόσια υπέρ της ενίσχυσης της διατλαντικής σχέσης, με αποτέλεσμα ο Τραμπ να δηλώσει μέσω της πλατφόρμας Truth Social ότι πρόκειται για επιτυχία που κανείς άλλος Αμερικανός πρόεδρος δεν είχε επιτύχει εδώ και δεκαετίες. Παρά τις διακηρύξεις περί ενότητας και αλληλεγγύης, η Σύνοδος ανέδειξε τους ασύμμετρους συσχετισμούς εντός του ΝΑΤΟ, καθώς και τη σαφή κυριαρχία των ΗΠΑ στις αποφάσεις που αφορούν το μέλλον της Συμμαχίας.
Η απόφαση για αύξηση των αμυντικών δαπανών δεν συνοδεύτηκε από σαφές χρονοδιάγραμμα χρηματοδότησης ούτε από κοινό σχέδιο παραγωγής και τεχνολογικής ανάπτυξης. Οι ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται σε διαδικασία έντονου εξοπλισμού, ωστόσο εξακολουθούν να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την αμερικανική στρατιωτική προστασία και τα οπλικά συστήματα που παρέχει η βιομηχανία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η αύξηση του ποσοστού των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ, από τα οποία το 3,5% θα αφορά εξοπλιστικά προγράμματα και το υπόλοιπο 1,5% θα καλύπτει τομείς όπως ο κυβερνοπόλεμος και οι μυστικές υπηρεσίες, απαιτεί ριζικές αναπροσαρμογές στους εθνικούς προϋπολογισμούς. Αναλυτές εκτιμούν ότι θα χρειαστούν ετήσιες αυξήσεις των στρατιωτικών κονδυλίων κατά 0,25% έως 0,35% του ΑΕΠ για μία δεκαετία. Η υλοποίηση αυτού του σχεδίου αναμένεται να δημιουργήσει πιέσεις σε άλλους τομείς δημοσιονομικής πολιτικής, κυρίως στις κοινωνικές δαπάνες και στη δημόσια επένδυση.
Ειδικά η Ισπανία δήλωσε ανοιχτά πως δεν προτίθεται να ευθυγραμμιστεί πλήρως με τη νέα γραμμή της Συμμαχίας, δίνοντας προτεραιότητα σε πολιτικές κοινωνικού χαρακτήρα. Η στάση αυτή προκάλεσε την έντονη δυσφορία της Ουάσινγκτον, ενώ είναι η πρώτη φορά που ευρωπαϊκή κυβέρνηση εκδηλώνει ανοιχτά επιφύλαξη έναντι ενός βασικού στρατηγικού σχεδιασμού του ΝΑΤΟ. Το συνολικό κόστος για την ευρωπαϊκή ήπειρο υπολογίζεται σε 650 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που δεν είναι άμεσα διαθέσιμο, ενώ η προσδοκία δημιουργίας θέσεων εργασίας εντός της Ευρώπης θεωρείται επισφαλής, δεδομένου ότι τα περισσότερα εξοπλιστικά προγράμματα αφορούν αμερικανικές εταιρείες.
Πέρα από τα λειτουργικά ζητήματα, η απόφαση επανενεργοποιεί και το αφήγημα της αποτροπής απέναντι στη ρωσική απειλή, επαναφέροντας στοιχεία ψυχροπολεμικής ρητορικής και γεωστρατηγικής αναδίπλωσης. Το ΝΑΤΟ, παρότι παρουσιάζεται ως αμυντική συμμαχία, συνεχίζει να αναπτύσσεται προς ανατολάς, εγκαθιστώντας στρατιωτικές βάσεις πλησίον των ρωσικών συνόρων και ενισχύοντας την επιτήρηση σε χώρες όπως η Ουκρανία και η Φινλανδία.
Στο πλαίσιο αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιχειρούν να μειώσουν τη δημοσιονομική τους έκθεση και να μετακυλήσουν τις ευθύνες για την παγκόσμια σταθερότητα στους ευρωπαίους συμμάχους. Ο Ντόναλντ Τραμπ φέρεται αποφασισμένος να σπάσει τη μακρόχρονη πολιτική των ΗΠΑ να λειτουργούν ως «παγκόσμιος χωροφύλακας», επιδιώκοντας την εσωτερική εξοικονόμηση πόρων και τη μείωση των αμερικανικών επεμβάσεων, χωρίς όμως να αποσύρεται στρατηγικά από τη διεθνή σκακιέρα.
Παρότι δήλωσε ότι η αλληλεγγύη του Άρθρου 5 του ΝΑΤΟ παραμένει ενεργή, υπήρξαν φωνές εντός του Οργανισμού που εξέφρασαν ανησυχία για την πολιτική σταθερότητα της Συμμαχίας. Οι πιέσεις προς τη Βρετανία και τη Γαλλία για επαναχάραξη της πυρηνικής τους στρατηγικής στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ επιβεβαιώνουν την πρόθεση για ενίσχυση του αποτρεπτικού δόγματος της Δύσης, με την ενεργότερη συμμετοχή των ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Παράλληλα, εντείνονται οι εξελίξεις στο μέτωπο του Ιράν, όπου οι τελευταίες αμερικανικές επιθέσεις σε πυρηνικές εγκαταστάσεις προκάλεσαν διεθνείς αντιδράσεις. Αν και η Ουάσινγκτον δήλωσε ότι κατέστρεψε κρίσιμες υποδομές, αναφορές από υπηρεσίες πληροφοριών και δορυφορικά δεδομένα δείχνουν ότι η Τεχεράνη ενδεχομένως είχε προνοήσει, μεταφέροντας 400 κιλά εμπλουτισμένου ουρανίου πριν από την επιχείρηση.
Επίσημες πηγές των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου του Υπουργού Άμυνας, διέψευσαν τις αναφορές αυτές, κάνοντας λόγο για πλήρη αιφνιδιασμό της ιρανικής πλευράς. Ανώτατοι αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών εκτίμησαν ότι το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν υπέστη σοβαρές ζημιές, ενώ ο ίδιος ο Τραμπ δήλωσε πως δεν υπήρξε καμία εκκένωση εγκαταστάσεων και ότι η αμερικανική επιχείρηση σημείωσε απόλυτη επιτυχία.
Ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν, αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, επανεμφανίστηκε μετά την εφαρμογή της εκεχειρίας με το Ισραήλ, κάνοντας λόγο για νίκη της χώρας του και για αποτυχία των Ηνωμένων Πολιτειών. Δήλωσε ότι οποιαδήποτε μελλοντική επίθεση θα απαντηθεί με πλήγματα κατά αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στη Μέση Ανατολή και επισήμανε ότι η Ουάσινγκτον «δεν κέρδισε τίποτα» από τις πρόσφατες εξελίξεις.
Η Τεχεράνη αρνείται να επιβεβαιώσει την ύπαρξη διαλόγου με τις ΗΠΑ, ενώ το ιρανικό Κοινοβούλιο ενέκρινε νομοσχέδιο για την αναστολή της συνεργασίας της χώρας με τον Διεθνή Οργανισμό Ατομικής Ενέργειας. Οι εξελίξεις αυτές καθιστούν αβέβαιο το μέλλον των διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας, ενώ εντείνουν το κλίμα αστάθειας σε μια περιοχή στρατηγικής σημασίας για τη διεθνή ασφάλεια.
Η σύνοδος του ΝΑΤΟ και οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή δείχνουν πως η διεθνής κοινότητα βρίσκεται μπροστά σε μία νέα περίοδο έντασης, ανακατανομής ισχύος και αναζήτησης ισορροπιών. Το κόστος των αποφάσεων, τόσο σε οικονομικό όσο και σε γεωπολιτικό επίπεδο, θα αρχίσει να γίνεται εμφανές τα επόμενα χρόνια, καθώς τα κράτη-μέλη θα κληθούν να εφαρμόσουν τους στόχους που συμφωνήθηκαν υπό το βάρος πολιτικών, κοινωνικών και δημοσιονομικών περιορισμών.
Η Ελλάδα πήρε αυτό που…της αρμόζει
Κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας Κυριάκος Μητσοτάκης εξέφρασε πλήρη στήριξη στην πρωτοβουλία του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ σχετικά με την αύξηση των αμυντικών δαπανών των χωρών-μελών στο 5% του ΑΕΠ έως το 2035. Ο Έλληνας πρωθυπουργός δεσμεύτηκε ότι η Ελλάδα θα επιτύχει τον στόχο αυτόν με απόλυτη βεβαιότητα, υπογραμμίζοντας μάλιστα την αντίθεσή του απέναντι σε οποιοδήποτε ενδεχόμενο παροχής εξαιρέσεων προς κράτη-μέλη που ενδεχομένως αντιμετωπίζουν δημοσιονομικές δυσκολίες. Η στάση αυτή προσέλκυσε το ενδιαφέρον της ευρύτερης ευρωπαϊκής αντιπροσωπείας, καθώς ανέδειξε μία ξεκάθαρη πρόθεση της ελληνικής πλευράς να ευθυγραμμιστεί με την πολιτική ατζέντα που διαμορφώνεται υπό την πίεση της Ουάσινγκτον.
Στη φωτογράφιση των ηγετών της Συμμαχίας, ο Έλληνας πρωθυπουργός τοποθετήθηκε περιφερειακά, ενώ ο πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν βρισκόταν στο κεντρικό κάδρο, δίπλα στον Ντόναλντ Τραμπ. Η διάταξη αυτή προκάλεσε σχολιασμό στους διπλωματικούς κύκλους, δεδομένης της σημασίας που αποδίδεται στις συμβολικές κινήσεις εντός τέτοιων συναντήσεων. Η στάση του Κυριάκου Μητσοτάκη κατά τη Σύνοδο ερμηνεύτηκε από αναλυτές ως μία προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, παρά τις δημόσιες τοποθετήσεις του παρελθόντος που είχαν εκληφθεί ως επικριτικές.
Σε δηλώσεις και δημόσιες παρεμβάσεις τα προηγούμενα χρόνια, ο Πρωθυπουργός είχε επανειλημμένα διατυπώσει επιφυλάξεις για την πολιτική Τραμπ. Ενδεικτικά, κατά τη διάρκεια του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός, όταν ερωτήθηκε για την ενδεχόμενη επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, απέφυγε να τοποθετηθεί άμεσα και με χιουμοριστική διάθεση ανέφερε ότι «ο χρόνος μας τελείωσε», προτού επισημάνει πως «μπορεί όλοι να έχουμε τις προτιμήσεις μας, αλλά είναι καλύτερο να τις κρατάμε για τον εαυτό μας». Την περίοδο που προηγήθηκε των αμερικανικών εκλογών του Νοεμβρίου, η ελληνική κυβέρνηση, σύμφωνα με πολιτικές εκτιμήσεις, είχε επιδείξει διακριτική υποστήριξη στην υποψηφιότητα της Κάμαλα Χάρις και του Δημοκρατικού Κόμματος, ενώ δημόσιες τοποθετήσεις στελεχών, μεταξύ των οποίων και της βουλευτού Ντόρας Μπακογιάννη, εξέφραζαν προβληματισμό για την επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, κάνοντας λόγο για πολιτικές κινήσεις εκδικητικού χαρακτήρα. Παράλληλα, είχε ασκηθεί κριτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με αναφορές στην ανάγκη μιας πιο σθεναρής στάσης της Ε.Ε. έναντι πιθανών μονομερών αμερικανικών πρωτοβουλιών.
Σε εσωτερικό επίπεδο, η ελληνική κυβέρνηση είχε κατά καιρούς τοποθετηθεί επικριτικά απέναντι σε φαινόμενα που συνδέονται με τον λεγόμενο «τραμπισμό». Ο Πρωθυπουργός είχε αναφερθεί στη Βουλή στον «αριστερόχρωμο τραμπισμό» για να κατηγορήσει την αντιπολίτευση, ενώ ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου είχε προχωρήσει σε σχετικές δηλώσεις περί «σχεδίου τραμπισμού α λα γκρέκα». Δηλώσεις αυτής της φύσης εντάσσονταν σε ένα ευρύτερο αφήγημα διαφοροποίησης από την πολιτική προσέγγιση Τραμπ, το οποίο, όπως εκτιμάται, έχει πλέον αναθεωρηθεί υπό το βάρος των νέων στρατηγικών ισορροπιών εντός της Συμμαχίας.
Πολιτικά πρόσωπα από τον χώρο της Νέας Δημοκρατίας είχαν επίσης εκφραστεί με επιφυλακτικότητα απέναντι στον Τραμπ, μεταξύ αυτών και ο τότε βουλευτής Δημήτρης Καιρίδης, ο οποίος είχε δηλώσει πως «ο φιλελεύθερος κόσμος θρηνεί» μετά τις εκλογές. Αντίστοιχες δηλώσεις είχαν γίνει και από άλλα στελέχη, με το κόμμα να διατηρεί γενικά μία στάση που αναζητούσε ισορροπίες, ιδιαίτερα σε ζητήματα διατλαντικών σχέσεων.