Δύο γεγονότα της περασμένης εβδομάδας προκάλεσαν προβληματισμό στην κοινή γνώμη, εγείροντας ερωτήματα γύρω από την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και τα όρια της καλλιτεχνικής ελευθερίας. Το πρώτο εξ αυτών ήταν η κατάρρευση της εμβληματικής τοιχογραφίας με τα μινωικά δελφίνια, που κοσμούσε τα αποκαλούμενα «διαμερίσματα της βασίλισσας» στον αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού. Όπως ανέφερε η υπουργός Πολιτισμού κ. Λίνα Μενδώνη, η αιτία ήταν οι θυελλώδεις άνεμοι που έπληξαν την περιοχή.
Το περιστατικό αυτό φέρνει στο προσκήνιο το ζήτημα της διατήρησης των αρχαιολογικών μνημείων και κατά πόσο η Πολιτεία μεριμνά επαρκώς για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, ειδικά σε τοποθεσίες εμβληματικής σημασίας όπως η Κνωσός.
Λίγες μέρες αργότερα, μία εικόνα που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο διαφημιστικής καμπάνιας πολυεθνικής αθλητικής εταιρείας προκάλεσε αντιδράσεις. Στην εικόνα απεικονιζόταν σχηματισμός ανθρώπων (drones show) σε μορφή αθλητικού παπουτσιού, ο οποίος φαινόταν να «πατά» επάνω στον ιερό βράχο της Ακρόπολης.
Το γεγονός αυτό δημιούργησε έντονο διάλογο γύρω από το τι συνιστά καλλιτεχνική έκφραση και τι συνιστά προσβολή ενός παγκόσμιας κληρονομιάς μνημείου. Η παρουσία του διαφημιστικού στοιχείου σε τόσο ιερό χώρο θεωρήθηκε από πολλούς απαράδεκτη και ενδεικτική της εμπορευματοποίησης του πολιτισμού.
Πριν από περίπου δύο μήνες, ανάλογες αντιδράσεις είχαν προκληθεί λόγω της έκθεσης «Η Σαγήνη του Αλλόκοτου» στην Εθνική Πινακοθήκη. Στο πλαίσιο της έκθεσης παρουσιάστηκαν έργα του Χριστόφορου Κατσαδιώτη που απεικόνιζαν τον Χριστό, την Παναγία και τον Άγιο Γεώργιο με τρόπο που κρίθηκε προκλητικός. Ο πρώην βουλευτής του κόμματος «Νίκη» κ. Νικόλαος Παπαδόπουλος αντέδρασε έντονα, όπως διευκρινίστηκε εκ των υστέρων, παρά τις αρχικές αιχμές.
Ο ίδιος δήλωσε πως απέστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στην υπουργό Πολιτισμού, η οποία του απάντησε ότι «η τέχνη δεν λογοκρίνεται». Η συζήτηση αυτή ανέδειξε τον προβληματισμό γύρω από τα όρια της ελευθερίας της καλλιτεχνικής έκφρασης και την ανάγκη προστασίας του θρησκευτικού συναισθήματος, που κατοχυρώνεται συνταγματικά.
Τα γεγονότα αυτά εγείρουν σημαντικά ερωτήματα: Ποια είναι τα όρια της καλλιτεχνικής ελευθερίας; Πρέπει να υπάρχει πλήρης ελευθερία στην έκφραση ή οφείλει αυτή να συμπορεύεται με τον σεβασμό προς την πολιτιστική και θρησκευτική ταυτότητα της κοινωνίας;
Ορισμένες απόψεις υποστηρίζουν πως η καλλιτεχνική έκφραση, όταν στρέφεται κατά ιερών συμβόλων ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, οφείλει να τίθεται υπό αξιολόγηση, καθώς η ελευθερία στην τέχνη δεν είναι απόλυτη αλλά εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της κοινωνικής συνοχής και του σεβασμού της συλλογικής ταυτότητας.
Η τέχνη ως στοιχείο της παιδείας
Η ιστορία του ελληνικού έθνους-κράτους δείχνει ότι η τέχνη λειτούργησε ως συνεκτικός κρίκος και φορέας εθνικής παιδείας. Θεμελιώθηκε στις έννοιες του Κάλλους, της Συμμετρίας και του Μέτρου, έννοιες που διαμόρφωσαν το αισθητικό και πνευματικό υπόβαθρο του ελληνικού πολιτισμού.
Η σημερινή τάση, ωστόσο, όπως υποστηρίζεται από ορισμένους κύκλους, οδηγεί στην αποσύνδεση του πολίτη από την πολιτισμική του ταυτότητα. Η παγκοσμιοποίηση και η υποκατάσταση της παιδείας με έναν μηχανισμό παραγωγής καταναλωτών ενδέχεται να λειτουργούν αποδομητικά προς τη συλλογική συνείδηση.
Ένας πολίτης αποξενωμένος από την ιστορία του, από τα σύμβολά του και από την αισθητική του παράδοση, καθίσταται – σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση – παθητικός δέκτης επιρροών, έρμαιο της εμπορευματοποίησης. Σε αυτό το πλαίσιο, αμφισβητείται το αν πράξεις όπως η απεικόνιση ενός παπουτσιού στην Ακρόπολη ή η αλλόκοτη παρουσίαση ιερών προσώπων στην τέχνη εξυπηρετούν τη δημιουργία ή την αποδόμηση της πολιτιστικής συνείδησης.
Σε αρκετές περιπτώσεις σήμερα, παρατηρείται μια απομάκρυνση της τέχνης από τις παραδοσιακές αισθητικές αξίες. Αντί του μέτρου και της αρμονίας, κυριαρχεί συχνά η πρόκληση, το υπερβολικό και το δυσάρεστο στο όνομα της δημιουργικής ελευθερίας. Το αποτέλεσμα, κατά ορισμένες αναλύσεις, είναι η τέχνη να μην ανυψώνει πλέον το πνεύμα, αλλά να λειτουργεί διαβρωτικά, αμβλύνοντας την αισθητική και ηθική συνείδηση των πολιτών.
Η καλλιτεχνική δημιουργία, αντί να λειτουργεί ως μοχλός ενδυνάμωσης του πολίτη, θεωρείται από κάποιους ότι συμβάλλει στην αδρανοποίησή του, κάνοντάς τον πιο δεκτικό στις προσταγές της αγοράς ή της κρατικής εξουσίας. Η αποδοχή αλλοιωμένων απεικονίσεων ιερών προσώπων ή η εμπορευματοποίηση εθνικών συμβόλων μπορεί να υπονομεύει την πνευματική και πολιτιστική ανεξαρτησία.
Το ερώτημα που γεννάται είναι αν η σημερινή τέχνη εξακολουθεί να υπηρετεί τον πολιτισμό και την παιδεία ή αν έχει μετατραπεί σε εργαλείο αλλοίωσης της συλλογικής ταυτότητας. Στην παρούσα συγκυρία, η ελληνική παιδεία, όπως αναδεικνύεται, καλείται να επανεξετάσει τη θέση της τέχνης στο πλαίσιο ενός οράματος που σέβεται την παράδοση και την ιστορία.
Όπως έγραφε ο Θουκυδίδης στον Επιτάφιο: «Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δε ελεύθερον το εύψυχον» — η ευδαιμονία είναι προνόμιο των ελεύθερων και η ελευθερία προϋποθέτει ψυχική δύναμη. Ένα αξίωμα που επανέρχεται σήμερα ως υπενθύμιση της σύνδεσης μεταξύ πολιτισμού, παιδείας και ελευθερίας.