Ελληνικά τυριά που άλλοτε αποτελούσαν βασικό στοιχείο της διατροφής των Ελλήνων έχουν μετατραπεί πλέον σε είδος πολυτελείας, καθώς οι καταναλωτές βλέπουν τις τιμές να εκτοξεύονται και τα προϊόντα να εξαφανίζονται από τα τραπέζια τους. Την ίδια στιγμή, οι κτηνοτρόφοι και τα μικρά τυροκομεία πλήττονται καίρια από την εκτίναξη του κόστους παραγωγής και τη μείωση της ζήτησης, εγκλωβισμένοι σε έναν φαύλο κύκλο ακρίβειας και συρρίκνωσης.
Παρότι ο γενικός πληθωρισμός στη χώρα δείχνει να υποχωρεί, η ακρίβεια στα γαλακτοκομικά προϊόντα επιμένει, με τις τιμές των τυριών να παραμένουν απλησίαστες. Οι καταναλωτές καλούνται να διαθέσουν σχεδόν το μισό τους ημερομίσθιο για να αγοράσουν μισό κιλό γραβιέρα, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε ο τηλεοπτικός σταθμός ΑΝΤ1. Οι αυξήσεις των τελευταίων μηνών είναι ενδεικτικές της κατάστασης που επικρατεί στην αγορά: η φέτα, το εθνικό προϊόν της χώρας, από 10,9 ευρώ το κιλό το 2024 σκαρφάλωσε στα 12,2 ευρώ το 2025, καταγράφοντας άνοδο σχεδόν 12% μέσα σε έναν χρόνο.
Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η περίπτωση της γραβιέρας, η οποία από 15 ευρώ το κιλό πέρυσι πωλείται πλέον στα 19 ευρώ, με τη μέση αύξηση να αγγίζει το 27%. Ανάλογες ανατιμήσεις καταγράφονται και σε άλλα δημοφιλή τυριά: η γκούντα από 7 ευρώ το 2024 ανέρχεται στα 8,5 ευρώ, το ένταμ από 8 σε 9,5 ευρώ, το κασέρι από 14 σε 19 ευρώ, ενώ η κεφαλογραβιέρα εκτινάσσεται από 13,5 σε 18 ευρώ το κιλό. Οι διαφορές αυτές δεν είναι απλώς λογιστικές· αντιστοιχούν σε ένα σοβαρό πλήγμα για τα ελληνικά νοικοκυριά, που αναγκάζονται είτε να περιορίσουν την κατανάλωση είτε να στραφούν σε φθηνότερα εισαγόμενα προϊόντα αμφίβολης ποιότητας.
Η αύξηση στις τιμές των τυριών δεν αποτελεί μεμονωμένο φαινόμενο αλλά αποτέλεσμα μιας αλυσίδας παραγόντων που πιέζουν την εγχώρια παραγωγή. Τα τελευταία τρία χρόνια, οι τιμές έχουν αυξηθεί έως και 100%, καθώς η εγχώρια γαλακτοπαραγωγή μειώνεται συνεχώς. Το αυξημένο κόστος των ζωοτροφών, που σε πολλές περιπτώσεις έχει διπλασιαστεί, η εκτόξευση της τιμής της ενέργειας και των μεταφορικών, αλλά και η συνεχιζόμενη μείωση των εθνικών επιδοτήσεων –κατά 16% το 2025– έχουν οδηγήσει πολλούς μικρούς παραγωγούς στο χείλος της εγκατάλειψης του επαγγέλματος.
Η δημογραφική γήρανση του αγροτικού πληθυσμού επιδεινώνει το πρόβλημα, καθώς όλο και λιγότεροι νέοι επιλέγουν να ασχοληθούν με την κτηνοτροφία. Παράλληλα, οι καθυστερήσεις στις κοινοτικές αποζημιώσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ έχουν στερήσει από τους παραγωγούς ζωτικής σημασίας ρευστότητα, προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις σε όλη την αλυσίδα παραγωγής. Η μείωση των κοπαδιών, η αύξηση του κόστους και η αδυναμία των τυροκομείων να απορροφήσουν τις ζημιές έχουν οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου η τιμή του ελληνικού τυριού δεν καθορίζεται πλέον από την παραγωγή αλλά από τη σπανιότητά του.
Το αποτέλεσμα είναι μια αγορά όπου τα ελληνικά τυριά, σύμβολα της γαστρονομικής ταυτότητας της χώρας, μετατρέπονται σταδιακά σε αγαθά προσιτά μόνο για λίγους. Οι καταναλωτές, πιεσμένοι από το αυξανόμενο κόστος ζωής, στρέφονται μαζικά σε εισαγόμενα προϊόντα, ενώ οι εγχώριοι παραγωγοί βλέπουν τη βιωσιμότητά τους να απειλείται. Η ελληνική τυροκομία, άλλοτε ακμαία και εξαγωγικά ισχυρή, αντιμετωπίζει σήμερα μια από τις σοβαρότερες κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών, με το μέλλον της να εξαρτάται πλέον από τη σταθεροποίηση του κόστους παραγωγής και την ουσιαστική στήριξη της πρωτογενούς παραγωγής.

