Με φόντο ένα ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον και εντεινόμενες ανησυχίες για την παγκόσμια ασφάλεια και οικονομία, η φετινή σύνοδος κορυφής της Ομάδας των Επτά (G7) ξεκινά στις 15 Ιουνίου στον Καναδά, φέρνοντας μαζί της μια βαθιά διαφοροποιημένη θεματολογία σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές. Η απουσία των θεμάτων κλιματικής αλλαγής και ισότητας φύλων από την επίσημη ατζέντα — ζητήματα που κυριάρχησαν τα τελευταία χρόνια — προκαλεί έντονες συζητήσεις και αποκαλύπτει τη μετατόπιση των διεθνών προτεραιοτήτων.
Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες αυτής της θεματικής στροφής. Με σταθερή προσήλωση στην ενεργειακή αυτοδυναμία των ΗΠΑ και την ενίσχυση των στρατηγικών αμερικανικών συμφερόντων, η νέα κυβέρνηση δίνει έμφαση σε ζητήματα όπως η ενεργειακή ασφάλεια, η ανθεκτικότητα των εφοδιαστικών αλυσίδων κρίσιμων μετάλλων (όπως το λίθιο), και η τεχνητή νοημοσύνη, η οποία αναδεικνύεται σε κομβικό πεδίο στρατηγικής αντιπαράθεσης.
Η στάση αυτή δεν προκαλεί έκπληξη. Κατά την πρώτη προεδρική του θητεία, ο Τραμπ απέσυρε τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, αποδυναμώνοντας τη διεθνή συναίνεση για δράση κατά της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Σήμερα, η ατζέντα της G7 φαίνεται να αντανακλά αυτήν τη στρατηγική γραμμή: προτεραιότητα στην ασφάλεια, την οικονομία και την τεχνολογική κυριαρχία.
Η απόφαση της καναδικής κυβέρνησης, με τον πρωθυπουργό Μαρκ Κάρνεϊ να υιοθετεί έναν περισσότερο “ρεαλιστικό” λόγο, έχει προκαλέσει δυσαρέσκεια σε παραδοσιακούς υπερασπιστές της κλιματικής και κοινωνικής ατζέντας, όπως η Γερμανία και η Γαλλία.
Σύμφωνα με διαρροές από τη γερμανική αντιπροσωπεία, ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς αναμένεται να τονίσει την ανάγκη διατήρησης του «ανθρωπιστικού και οικολογικού πυρήνα» της G7, υπογραμμίζοντας ότι οι προκλήσεις του 21ου αιώνα δεν είναι μόνο γεωπολιτικές ή τεχνολογικές, αλλά και βαθιά κοινωνικές και περιβαλλοντικές.
Αναλυτές σημειώνουν πως η παραγκώνιση αυτών των θεμάτων δεν σημαίνει την οριστική τους απουσία από τον παγκόσμιο διάλογο, ωστόσο συνιστά αναστολή πολιτικής βούλησης για άμεση πρόοδο, γεγονός που μπορεί να έχει καθοριστικές συνέπειες — ιδιαίτερα ενόψει κρίσιμων παγκόσμιων περιβαλλοντικών συμφωνιών.
Η ένταξη της τεχνητής νοημοσύνης στο επίκεντρο των φετινών συζητήσεων υποδηλώνει τη σαφή ανησυχία των κρατών-μελών για τον ρόλο της στις μελλοντικές ισορροπίες ισχύος. Η ανάγκη δημιουργίας ρυθμιστικού πλαισίου για τον έλεγχο και την αξιοποίηση των δυνατοτήτων της AI αποκτά επείγοντα χαρακτήρα, ειδικά καθώς χώρες όπως η Κίνα αναπτύσσουν επιθετικά τεχνολογικά τους τομείς.
Παράλληλα, το ζήτημα των σπάνιων γαιών και η ανάγκη εξασφάλισης προσβασιμότητας σε κρίσιμες πρώτες ύλες αναδεικνύουν το βάθος της οικονομικής εξάρτησης της Δύσης από περιοχές υψηλού γεωπολιτικού κινδύνου — με επίκεντρο και πάλι την Κίνα.
Η φετινή G7 μοιάζει να επιχειρεί έναν επαναπροσδιορισμό της ταυτότητάς της. Η έμφαση στην ασφάλεια, στην ενεργειακή πολιτική και στην τεχνολογία δεν σηματοδοτεί μόνο αλλαγή ατζέντας, αλλά και αλλαγή φιλοσοφίας. Η επιστροφή σε μια πιο «σκληρή» γεωπολιτική προσέγγιση φαίνεται να ανταποκρίνεται στις πιεστικές ανάγκες της εποχής, αλλά θέτει ερωτήματα για την ικανότητα των μεγάλων δυνάμεων να αντιμετωπίσουν συνδυαστικά τις κρίσεις του παρόντος και του μέλλοντος.
Ο χρόνος θα δείξει αν αυτή η μεταστροφή είναι παροδική, προϊόν των ειδικών πολιτικών συγκυριών, ή αν προοιωνίζεται ένα νέο, πιο ρεαλιστικό αλλά λιγότερο ανθρώπινο μοντέλο διεθνούς διακυβέρνησης.