18 Ιουλίου, 2025
Διεθνή

Στρατηγικά μηνύματα και γεωπολιτικά ρήγματα μετά την επίθεση των ΗΠΑ στο Ιράν

Στην εντολή στρατιωτικού πλήγματος κατά στρατηγικών εγκαταστάσεων του Ιράν προχώρησε ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, στέλνοντας σαφές μήνυμα προς όλους τους γεωπολιτικούς ανταγωνιστές της Ουάσιγκτον. Η επίθεση, που σημειώθηκε την ώρα που αυτό το άρθρο συντάσσεται, υποδηλώνει ότι οι ΗΠΑ εξακολουθούν να διατηρούν την επιχειρησιακή δυνατότητα και τη βούληση να επιφέρουν στρατηγικά χτυπήματα, όταν το κρίνουν σκόπιμο. Η πράξη αυτή ερμηνεύεται από διεθνείς παρατηρητές ως μια προσπάθεια αποτροπής αντιλήψεων περί αδυναμίας ή απροθυμίας της αμερικανικής πλευράς.

Πέραν του μηνύματος προς την Τεχεράνη, το πλήγμα εκλαμβάνεται επίσης ως έμμεση προειδοποίηση προς τη Ρωσία, σε σχέση με την κατάσταση στην Ουκρανία, αλλά κυρίως προς την Κίνα. Το Πεκίνο έχει κατηγορηθεί για παρασκηνιακή συνεργασία με το Ιράν, μέσω της ενίσχυσης εμπορικών, τεχνολογικών και στρατιωτικών δεσμών. Η Κίνα φέρεται να επιδιώκει τη συγκρότηση νέων υποδομών και οδών μεταφοράς στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, οι οποίες θα παρακάμπτουν τις κλασικές θαλάσσιες διαδρομές, επεκτείνοντας την επιρροή της και εδραιώνοντας στρατηγικές συνεργασίες σε νευραλγικά σημεία.

Ωστόσο, σε επίπεδο δημόσιας εικόνας, τόσο ο Ντόναλντ Τραμπ όσο και η ισραηλινή κυβέρνηση αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Το εσωτερικό του κινήματος MAGA εμφανίζει σημάδια διχασμού, ενώ στο πλαίσιο αντισυστημικών φωνών εντός της Δύσης, το Ισραήλ δέχεται αυξανόμενη κριτική και κατηγορείται για πρακτικές γενοκτονικού χαρακτήρα. Η απουσία αποτελεσματικής διαχείρισης της επικοινωνιακής διάστασης του πολέμου και της στρατηγικής νομιμοποίησης έχει δημιουργήσει περιβάλλον δυσπιστίας μεταξύ νεότερων και δυνητικών εκλογικών σωμάτων στη Δύση.

Ταυτόχρονα, κινήματα της Αριστεράς, παρά τις ήττες που υπέστησαν σε εκλογικό επίπεδο στις Ηνωμένες Πολιτείες, διατηρούν ισχυρή παρουσία σε ευρωπαϊκά κράτη και αναζητούν νέους πολιτικούς χώρους και αγώνες. Η ιστορική αναφορά στην ιρανική Επανάσταση του 1979 και στη συνεργασία τότε τμημάτων της Αριστεράς με το καθεστώς Χομεϊνί λειτουργεί ως υπενθύμιση των ιδεολογικών αδιεξόδων που προέκυψαν στη συνέχεια. Οι επιθέσεις κατά αριστερών οργανώσεων στα ιρανικά πανεπιστήμια, καθώς και οι εκτελέσεις κομμουνιστών μαχητών στο Κουρδιστάν από τους Φρουρούς της Επανάστασης, αναδεικνύουν το χάσμα ανάμεσα στις προσδοκίες και την πραγματικότητα που επέβαλε το σιιτικό θεοκρατικό καθεστώς.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Τουντέχ, το οποίο αρχικά παρείχε στήριξη στην Επανάσταση και προμήθευσε εξοπλισμό στους Φρουρούς της Επανάστασης, τέθηκε αργότερα εκτός νόμου. Ο γενικός γραμματέας του, Νουρεντίν Κιανουρί, ομολόγησε -υπό αμφισβητούμενες συνθήκες- ότι δρούσε ως κατάσκοπος των Σοβιετικών, στοιχείο που ερμηνεύτηκε από αναλυτές ως πιθανή ένδειξη της συνεργασίας του ιρανικού καθεστώτος με τη Δύση στη βάση του αντικομμουνισμού.

Η ιστορική εμπειρία οδηγεί ορισμένους παρατηρητές στο συμπέρασμα ότι η αντίληψη πως ο ισλαμισμός μπορεί να λειτουργήσει ως αντίβαρο στον δυτικό ιμπεριαλισμό αποτελεί επικίνδυνη αυταπάτη. Αντίστοιχα, η πίστη ότι το Ισραήλ θα διατηρήσει επ’ αόριστον την επιρροή του χωρίς να κερδίσει τη μάχη της πολιτισμικής αποδοχής εντός των δυτικών κοινωνιών συνιστά ένα ακόμη στρατηγικό ρίσκο.