Στη μείζονα Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, (ΣτΕ) υπό την προεδρία του Μιχάλη Πικραμένου, εξετάστηκε η πιλοτική υπόθεση για την πιθανή επαναφορά των καταργημένων δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και του επιδόματος θερινής άδειας στους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους. Η υπόθεση, που έφερε στο προσκήνιο η ΑΔΕΔΥ και αφορά αίτηση υπαλλήλου του Υπουργείου Παιδείας, ενδέχεται να επηρεάσει άμεσα το σύνολο των μισθοδοτούμενων με σχέση δημοσίου δικαίου.
Ο ενάγων ζητά αποζημίωση για τα μη καταβληθέντα ποσά των ετών 2023 και 2024, επικαλούμενος τόσο το Σύνταγμα όσο και τη νομοθεσία της ΕΕ – ιδίως την οδηγία 2022/2041 για την επαρκή κατώτατη αμοιβή. Υποστηρίζει ότι η μη επαναφορά των δώρων συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, αφού οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα εξακολουθούν να λαμβάνουν 13ο και 14ο μισθό, οι οποίοι ενσωματώνονται στον υπολογισμό του κατώτατου μισθού τους.
Η πλευρά του προσφεύγοντος τόνισε ότι η κατάργηση των επιδομάτων το 2012 έγινε υπό έκτακτες δημοσιονομικές συνθήκες, οι οποίες πλέον δεν ισχύουν, και η παράλειψη επαναφοράς τους συνιστά αντισυνταγματική μεταχείριση. Επιπλέον, φέρνει στο επίκεντρο την οδηγία 2022/2041, η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με τον ν. 5163/2024 και -κατά τον προσφεύγοντα- επιβάλλει την εξίσωση των όρων αμοιβής μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, στο πλαίσιο της προστασίας της αγοραστικής δύναμης και της αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Η εισηγητική έκθεση του συμβούλου Επικρατείας Ιωάννη Μιχαλακόπουλου εστίασε στην ερμηνεία της Οδηγίας και των νέων νομοθετικών ρυθμίσεων, επισημαίνοντας ότι ο νόμος του 2024 προβλέπει υπό προϋποθέσεις αναπροσαρμογή των βασικών μισθών, αλλά δεν θεραπεύει τη μη καταβολή των επιδομάτων.
Το Δημόσιο επικαλείται δημοσιονομική ευθύνη και διαφορετικό καθεστώς
Η πλευρά του Δημοσίου αντέτεινε ότι η μη θεσμοθέτηση των επιδομάτων δεν παραβιάζει συνταγματικές αρχές, καθώς οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν διαφορετικό νομικό καθεστώς από τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα. Επιπλέον, τονίστηκε ότι η νομοθετική επιλογή μη επαναφοράς των δώρων εντάσσεται στο πλαίσιο της δημοσιονομικής πολιτικής και δεν εμπίπτει στις δεσμεύσεις του ευρωπαϊκού δικαίου, το οποίο –όπως υποστηρίχθηκε– δεν θεμελιώνει δικαιώματα άμεσης δικαστικής αξίωσης.
Το Δημόσιο εκτιμά ότι η επαναφορά των δώρων θα επιφέρει ετήσιο κόστος άνω του 1,5 δισ. ευρώ, επιβαρύνοντας μόνιμα τον κρατικό προϋπολογισμό, και προειδοποιεί ότι η απόφαση ενδέχεται να προκαλέσει ευρύτερες συνέπειες στη χάραξη κοινωνικοοικονομικής πολιτικής.
Το ΣτΕ επιφυλάχθηκε να εκδώσει απόφαση, η οποία αναμένεται να έχει δεσμευτικό χαρακτήρα για όλο το Δημόσιο. Η εκδίκαση της υπόθεσης προκάλεσε και κινητοποίηση – περίπου 500 δημόσιοι υπάλληλοι συγκεντρώθηκαν έξω από το δικαστήριο, σε μια επίδειξη πίεσης για την επαναφορά των καταργημένων επιδομάτων.
Η απόφαση του ΣτΕ αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς θα καθορίσει εάν πρόκειται για ένα ζήτημα θεσμικής ερμηνείας του Συντάγματος και της ΕΕ ή αν τελικά αποτελεί καθαρά πολιτική επιλογή του νομοθέτη, εκτός πεδίου δικαστικής παρέμβασης.