Ανησυχητικές διαστάσεις προσλαμβάνει η διόγκωση των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο, καθώς το 2024 σημειώθηκε νέα αύξηση κατά 7,356 δισ. ευρώ, ανεβάζοντας το συνολικό ύψος των οφειλών σε περισσότερα από 108 δισεκατομμύρια ευρώ. Παρά το εκρηκτικό μέγεθος της οφειλής, μόλις 3,7 δισ. ευρώ βρίσκονται σε καθεστώς ρύθμισης, γεγονός που καθιστά επιτακτική την ανάγκη εξεύρεσης αποτελεσματικών εργαλείων για την ενίσχυση της εισπραξιμότητας και τη μείωση των ακραίων μέτρων αναγκαστικής είσπραξης.
Η σύνθεση του χρέους δείχνει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ρυθμισμένων οφειλών (17,2%) αφορά ποσά που κυμαίνονται μεταξύ 500 και 10.000 ευρώ. Ακόμη πιο χαρακτηριστικό είναι το στοιχείο ότι στην κλίμακα των 2.000 έως 3.000 ευρώ, το ποσοστό των ρυθμισμένων οφειλών ανέρχεται στο 19,3%, στοιχείο που υποδεικνύει πως τα μικρομεσαία χρέη συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον ρύθμισης από πλευράς πολιτών.
Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται, παράλληλα, η διόγκωση της δεξαμενής των φορολογουμένων με ανοιχτούς λογαριασμούς στην Εφορία, οι οποίοι ξεπερνούν τα 3,7 εκατομμύρια ΑΦΜ. Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι περισσότεροι από 1,1 εκατομμύριο φορολογούμενοι τελούν ήδη υπό αναγκαστικά μέτρα είσπραξης, όπως κατασχέσεις εισοδημάτων, τραπεζικών λογαριασμών ή ακινήτων.
Υπό αυτό το βάρος, το οικονομικό επιτελείο και η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) επεξεργάζονται σειρά παρεμβάσεων, με στόχο την ενίσχυση των υφιστάμενων ρυθμίσεων και την αναχαίτιση της περαιτέρω εξάπλωσης των κατασχέσεων. Αν και έχει αποκλειστεί επί του παρόντος το ενδεχόμενο μιας νέας γενικευμένης ρύθμισης με αύξηση του αριθμού των δόσεων, εξετάζονται προσεκτικά κάθε είδους εναλλακτικές που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ φορολογουμένων και κράτους, με απώτερο στόχο τη διατήρηση και ενίσχυση των δημόσιων εσόδων.
Ήδη, έχουν γίνει βήματα προς την κατεύθυνση αυτή, με πρωτοβουλίες από το επιτελείο του Υπουργείου Οικονομικών και της ΑΑΔΕ, όπως η θέσπιση προϋποθέσεων για «πάγωμα» ποινικών διώξεων σε οφειλέτες που διατηρούν ρυθμίσεις άνω των 100.000 ευρώ, εφόσον τηρούνται χωρίς καθυστερήσεις, η εφαρμογή μηχανισμού έγκαιρης προειδοποίησης οφειλετών αλλά και η αναβάθμιση του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης χρεών.
Στις άμεσες προτεραιότητες του οικονομικού επιτελείου συγκαταλέγεται και η ενεργοποίηση του προοδευτικά ακατάσχετου τραπεζικού λογαριασμού. Πρόκειται για ρύθμιση που έχει θεσπιστεί νομοθετικά από το 2019, αλλά δεν έχει τεθεί ποτέ σε εφαρμογή λόγω των εκτάκτων συνθηκών της πανδημίας. Σύμφωνα με αυτήν, το ακατάσχετο όριο των 1.250 ευρώ μπορεί να αυξηθεί ανάλογα με την τήρηση των δόσεων από τον οφειλέτη, ενώ η απαραίτητη προϋπόθεση είναι η δήλωση συγκεκριμένου τραπεζικού λογαριασμού και η εμπρόθεσμη καταβολή τουλάχιστον δύο δόσεων.
Στο τραπέζι βρίσκονται επίσης παρεμβάσεις που σχετίζονται με την έκδοση φορολογικής ενημερότητας για φορολογουμένους με ρυθμισμένα χρέη κατά τη διαδικασία πώλησης ακινήτων. Εξετάζεται η μείωση των υφιστάμενων ποσοστών παρακράτησης που σήμερα φθάνουν ακόμη και στο 70% του τιμήματος πώλησης, υπό την προϋπόθεση ότι ο πωλητής είναι συνεπής στις δόσεις της ρύθμισης. Το παρακρατούμενο ποσό καταβάλλεται στη ρύθμιση και δεν διατίθεται εξ ολοκλήρου στον πωλητή, γεγονός που αποθαρρύνει τις μεταβιβάσεις και στερεί από την αγορά πολύτιμη ρευστότητα.
Μία από τις προτάσεις που συζητούνται προβλέπει τη θέσπιση ευνοϊκότερης μεταχείρισης για τους συνεπείς οφειλέτες, με χαμηλότερα ποσοστά παρακράτησης κατά τις μεταβιβάσεις ακινήτων. Στόχος είναι να επιβραβευτεί η συνέπεια και να δημιουργηθεί κίνητρο για ένταξη και παραμονή σε ρύθμιση.
Τέλος, σχεδιάζεται και η ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου προφίλ για κάθε οφειλέτη, όπου θα συγκεντρώνονται αναλυτικά όλα τα δεδομένα σχετικά με το ύψος, το είδος και τη ρύθμιση των χρεών, καθώς και τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί. Ο φάκελος αυτός θα ενημερώνεται σε πραγματικό χρόνο και θα προσφέρει στην ΑΑΔΕ τη δυνατότητα να αξιολογεί περιοδικά τη συμπεριφορά των οφειλετών. Μάλιστα, έχει προγραμματιστεί για το 2025 έλεγχος και επαναξιολόγηση τουλάχιστον του 70% των υποθέσεων μεγάλων οφειλετών για την τελευταία πενταετία, προκειμένου να ανανεωθεί η βάση δεδομένων και να διασφαλιστεί στοχευμένη και δικαιότερη φορολογική πολιτική.