Έντονες αντιδράσεις και προβληματισμό προκάλεσε η απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Ναυπλίου, το οποίο έκρινε ενόχους τον άνδρα και τη γυναίκα που ενεπλάκησαν στη φονική συμπλοκή του Ιουλίου 2024 στο Άστρος Κυνουρίας. Το δικαστήριο επέβαλε ποινή κάθειρξης εννέα ετών με αναστολή, γεγονός που σημαίνει ότι οι καταδικασθέντες δεν θα οδηγηθούν άμεσα στη φυλακή, τουλάχιστον έως την εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό. Η ετυμηγορία, που εκδόθηκε σχεδόν έναν χρόνο μετά τα γεγονότα, συνοδεύτηκε από ερωτήματα για τη νομική αξιολόγηση των στοιχείων και προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις στην κοινή γνώμη.
Στο ακροατήριο, οι δύο κατηγορούμενοι παρουσίασαν λεπτομερώς τα γεγονότα της βραδιάς της 20ής Ιουλίου. Η γυναίκα περιέγραψε μια ατμόσφαιρα διαρκούς απειλής, ισχυριζόμενη πως ο θανών την παρενοχλούσε επίμονα από τις πρώτες ώρες της εξόδου, ενώ βρισκόταν με τον σύζυγό της και τη μικρή τους κόρη. Όταν η παρέα μεταφέρθηκε σε άλλο κατάστημα, ο θανών φέρεται να τους ακολούθησε χωρίς πρόσκληση. Η κατηγορούμενη υποστήριξε πως η ένταση κορυφώθηκε όταν διαπιστώθηκε η απώλεια του κινητού του συζύγου της, το οποίο εντοπίστηκε τελικά μέσα στο τσαντάκι του θανόντα. Αργότερα, σύμφωνα με την κατάθεσή της, ενώ είχε βγει για να καπνίσει, ο θανών την προσέγγισε και της απηύθυνε χυδαίες φράσεις, γεγονός που την οδήγησε να αναζητήσει τον σύζυγό της για να αποχωρήσουν μαζί με το παιδί τους.
Η γυναίκα ανέφερε πως ο θανών τους ακολούθησε φωνάζοντας και βρίζοντας, και ότι την ώρα που κάθισε στη θέση του οδηγού, εκείνος άνοιξε την πόρτα, άρπαξε τον σύζυγό της και επιχείρησε να εισβάλει στο αυτοκίνητο, ενώ η κόρη τους ούρλιαζε στο πίσω κάθισμα. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής που ακολούθησε, οι δύο άνδρες βρέθηκαν στο έδαφος, και όπως ισχυρίστηκε, η ίδια προσπάθησε να τους χωρίσει καλώντας σε βοήθεια.
Ο σύζυγος επιβεβαίωσε πως ο θανών τους πλησίασε χωρίς να έχει προσκληθεί και μίλησε αρχικά με τη γυναίκα του, χωρίς τότε να αντιληφθεί κάτι ανησυχητικό. Όπως είπε, ενημερώθηκε αργότερα για τις προσβλητικές κουβέντες που της είχε απευθύνει. Ανέφερε ότι ο θανών φαινόταν μεθυσμένος και υποστήριζε πως βρισκόταν υπό φαρμακευτική αγωγή. Όταν διαπίστωσαν ότι έλειπε το κινητό του, το βρήκαν στο τσαντάκι του θανόντα, γεγονός που επιδείνωσε την κατάσταση. Στη συνέχεια, καθώς αποχωρούσαν, ο θανών φέρεται να τους καταδίωξε.
Ο κατηγορούμενος κατέθεσε ότι ο θανών τον άρπαξε πριν προλάβει να μπει στο αυτοκίνητο, τον έσπρωξε και εισήλθε ο ίδιος στο όχημα, απευθύνοντας απειλές στη σύζυγό του. Ακολούθησε συμπλοκή εκτός του οχήματος, κατά την οποία –σύμφωνα με την απολογία του– ο θανών τον έπνιγε, με αποτέλεσμα ο κατηγορούμενος να τον χτυπήσει με ένα λάκτισμα. Ο θανών απομακρύνθηκε προσωρινά και, κατά τα λεγόμενά του, επέστρεψε γελώντας ειρωνικά. Ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι αποχώρησαν αμέσως από το σημείο και πως αργότερα, βλέποντας ασθενοφόρο, επέστρεψε και μετέβη στην αστυνομία για να καταγγείλει το συμβάν. Την επομένη πληροφορήθηκε ότι ο άνδρας είχε καταλήξει.
Μετά την έκδοση της απόφασης, ο συνήγορος υπεράσπισης των δύο κατηγορουμένων, Ιωάννης Γλύκας, τόνισε πως το δικαστήριο αποδέχθηκε τον βασικό ισχυρισμό ότι δεν υπήρχε πρόθεση ανθρωποκτονίας. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο νομικός χαρακτηρισμός της πράξης αποδόθηκε με ορθότερο τρόπο και οι εντολείς του αθωώθηκαν ως προς την πρόθεση πρόκλησης θανατηφόρου έκβασης. Ο συνήγορος επεσήμανε ότι θα συνεχιστεί η νομική προσπάθεια ώστε να αποδειχθεί πως δεν υφίσταται αιτιώδης σχέση ανάμεσα στις ενέργειες των κατηγορουμένων και το αποτέλεσμα που επήλθε.
Η υπόθεση πρόκειται να εξεταστεί πλέον στο Εφετείο, όπου θα αποσαφηνιστεί το κατά πόσο οι πράξεις των εμπλεκομένων συνδέονται αιτιακά με τον θάνατο του 64χρονου άνδρα. Μέχρι τότε, οι δύο καταδικασθέντες παραμένουν ελεύθεροι, με την υπόθεση να διατηρεί τη δημόσια απήχηση και να προκαλεί συζητήσεις για τα όρια άμυνας και την απονομή δικαιοσύνης σε περιστατικά με τραγική κατάληξη.