Στους διαδρόμους του Μεγάρου Μαξίμου τα κυβερνητικά στελέχη επιμένουν ότι η Ελλάδα μπορεί να προχωρήσει μόνο με ισχυρές, μονοκομματικές κυβερνήσεις και όχι με συνεργασίες, τις οποίες θεωρούν ιστορικά αναποτελεσματικές. Η μόνη εξαίρεση που αναγνωρίζουν είναι η συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, την οποία αποδίδουν ως καθοριστική για τη σταθεροποίηση της χώρας, αφήνοντας όμως όλες τις υπόλοιπες κυβερνήσεις συνεργασίας εκτός «κάδρου επιτυχίας». Παρότι, όπως λένε στο γαλάζιο στρατόπεδο, δεν «πετάνε στα σύννεφα», ελπίζουν ότι, όπως και στις εκλογές του 2023, μπορούν να επαναλάβουν – ή και να ξεπεράσουν – το φαινομενικά ακατόρθωτο της αυτοδυναμίας. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνουν, αν κανείς συγκρίνει τις τότε δημοσκοπήσεις με το τελικό αποτέλεσμα του 2023 και τις αντιστοιχίσει με τις σημερινές μετρήσεις, προκύπτει ότι ένας νέος γύρος αυτοδυναμίας δεν είναι εκτός πραγματικότητας, διευκρινίζοντας όμως ότι δεν προεξοφλούν τίποτα και ότι η τελική ετυμηγορία ανήκει στους πολίτες.
Τονίζουν πως με τη σημερινή ατζέντα τους θα ζητήσουν ξανά ψήφο εμπιστοσύνης, αναγνωρίζοντας τα λάθη που έχουν γίνει και πρέπει να διορθωθούν, παραδεχόμενοι ουσιαστικά ότι ο μεγαλύτερος αντίπαλος της Νέας Δημοκρατίας είναι ο «κακός της εαυτός». Ιδιαίτερο βάρος ρίχνουν πλέον και στη στάση του Νίκου Ανδρουλάκη, κατηγορώντας τον ίδιο και το ΠΑΣΟΚ ότι κάνουν συνομιλητή τους τον Αλέξη Τσίπρα και δυνάμεις που στο παρελθόν αποκαλούσαν «προδότες» όσους – όπως λένε – κράτησαν τη χώρα στην Ευρώπη. Από το Μαξίμου επιχειρούν να διαχωρίσουν το σημερινό ΠΑΣΟΚ από τις προηγούμενες ηγεσίες του κόμματος, υποστηρίζοντας ότι με το ΠΑΣΟΚ του Ευάγγελου Βενιζέλου και της αείμνηστης Φώφης Γεννηματά, παρά τις μεγάλες πολιτικές διαφορές, υπήρχε δυνατότητα συνεννόησης στα μείζονα – όπως η παραμονή στην Ευρώπη, τα 40 δισ. στήριξης στην πανδημία ή η εξασφάλιση του Ταμείου Ανάκαμψης για να σταθεί ξανά όρθια η οικονομία.
Αντίθετα, καταλογίζουν στο ΠΑΣΟΚ υπό τον Νίκο Ανδρουλάκη ότι συνυπέγραψε πρόταση δυσπιστίας μαζί με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου και ότι υιοθέτησε σε μεγάλο βαθμό τη ρητορική «ακραίων κομμάτων» για το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, επιμένοντας πως «δεν είναι όλα γραμμικά». Στο πρωθυπουργικό περιβάλλον εκτιμούν ότι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ θα εξαντλήσει μέχρι τέλους το χαρτί της πολιτικής αυτονομίας και το αφήγημα «δεν συνεργάζομαι με τη Νέα Δημοκρατία», γι’ αυτό και επιχειρούν να προϊδεάσουν τους ψηφοφόρους της γαλάζιας παράταξης ότι ο στόχος της αυτοδυναμίας είναι ο ένας και μοναδικός. Όπως λένε, η επίτευξή του θα κριθεί αποκλειστικά από τη δική τους δουλειά και την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης.
Παράλληλα, κυβερνητικά στελέχη εξαπολύουν σφοδρά πυρά και κατά του Αλέξη Τσίπρα, με αφορμή το βιβλίο του, κατηγορώντας τον ότι «κρεμάει» έναν προς έναν τους στενούς συνεργάτες που ο ίδιος επέλεξε, σε μια προσπάθεια πολιτικής αυτοδιάσωσης. Θέτουν ευθέως το ερώτημα πώς είναι δυνατόν ο κ. Τσίπρας να αδειάζει σήμερα υπουργούς και επιτελικά στελέχη που κάποτε χαρακτήριζε «assets», όπως ο Γιάνης Βαρουφάκης, και να αποστασιοποιείται από επιλογές όπως ο νόμος Παππά για τις τηλεοπτικές άδειες, για τον οποίο ο τότε υπουργός Επικρατείας καταδικάστηκε, ενώ ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός ήταν παρών στην παρουσίαση του βιβλίου του. «Γιατί να πιστέψουν οι πολίτες», διερωτώνται στη ΝΔ, «ότι ένας άνθρωπος που, όπως ομολογεί, έκανε μόνο λάθος επιλογές στην πρώτη του διακυβέρνηση, θα κάνει σωστές στην επόμενη εκδοχή του;».
Υπενθυμίζουν ακόμη ότι ο ίδιος περιγράφει ουσιαστικά κυβερνητικό χάος από την πρώτη κιόλας μέρα του Ιανουαρίου 2015, με υπουργούς που αυτενεργούσαν και με δηλώσεις στην είσοδο του πρώτου Υπουργικού Συμβουλίου που, όπως σχολιάζουν σκωπτικά, «ανέβαζαν τα σπρεντ μονάδα τη φορά». Δεν λείπουν, τέλος, και τα ειρωνικά σχόλια για τις γεωγραφικές γνώσεις του Αλέξη Τσίπρα, με αφορμή αναφορά του βιβλίου στη «Ρίγα της Εσθονίας» – πόλη που δεν υπάρχει, όπως σημειώνουν, αποκαλώντας την «Λέσβο και Μυτιλήνη του εξωτερικού». Με αυτή τη φράση, κυβερνητικά στελέχη λένε ότι «τουλάχιστον επιβεβαιώσαμε πως ο πραγματικός συγγραφέας είναι ο ίδιος ο κ. Τσίπρας».

