Η Ελλάδα βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της πιο έντονης γεωπολιτικής αντιπαράθεσης της εποχής μας: της σύγκρουσης Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας για τον έλεγχο κρίσιμων ευρωπαϊκών υποδομών. Το λιμάνι του Πειραιά, το οποίο εδώ και χρόνια αποτελεί στρατηγικό κόμβο για την κινεζική παρουσία στην Ευρώπη, έχει μετατραπεί σε σημείο αιχμής ενός σκληρού διπλωματικού παιχνιδιού, που στενεύει επικίνδυνα τα περιθώρια της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Από την αρχή της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, η Αθήνα επιχείρησε μια λεπτή ισορροπία: να ενισχύσει τους δεσμούς με τον αμερικανικό παράγοντα, ενώ παράλληλα συνέχιζε να στηρίζει τις κινεζικές επενδύσεις που αναπτύχθηκαν τα προηγούμενα χρόνια. Αυτή η τακτική «διπλής όχθης» φαινόταν για ένα διάστημα διαχειρίσιμη, όμως το κλίμα άλλαξε ραγδαία.
Οι ΗΠΑ, θεωρώντας τον Πειραιά κρίσιμο κόμβο που δεν πρέπει να βρίσκεται υπό κινεζικό έλεγχο, άσκησαν ανοιχτή πίεση στην Αθήνα να μειώσει την επιρροή της Κίνας. Η Κίνα απάντησε με έντονες διπλωματικές αντιδράσεις, κατηγορώντας αμερικανικές παρεμβάσεις και απαιτώντας σεβασμό των συμφωνιών που έχει υπογράψει με το ελληνικό κράτος.
Στο μεταξύ, η ελληνική κυβέρνηση επιχείρησε να ικανοποιήσει κάθε φορά τον εκάστοτε «δυσαρεστημένο» παίκτη: όταν έκανε μια κίνηση προς την Ουάσινγκτον, έσπευδε να εξισορροπήσει προς το Πεκίνο· όταν ικανοποιούσε τους Κινέζους, ζητούσε κατανόηση από τους Αμερικανούς. Η τακτική αυτή όχι μόνο δεν απέδωσε, αλλά οδήγησε την Ελλάδα σε μια θέση χαμηλής διαπραγματευτικής ισχύος.
Ο Πειραιάς ως μήλον της Έριδος
Η COSCO, μέσω των επενδύσεων και της επέκτασής της στο λιμάνι, μετέτρεψε τον Πειραιά στο μεγαλύτερο κινεζικό «προγεφύρωμα» στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό είχε για χρόνια θεωρηθεί πλεονέκτημα· σήμερα, όμως, αποτελεί πηγή έντονων ενστάσεων και αντιδράσεων από τη Δύση.
Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι ζητούν πλέον ανοιχτά τον περιορισμό της κινεζικής παρουσίας, επικαλούμενοι λόγους ασφαλείας, τεχνολογικής προστασίας και στρατηγικής συνοχής στο ΝΑΤΟ. Από την άλλη πλευρά, το Πεκίνο προειδοποιεί ότι κάθε προσπάθεια «απομάκρυνσης» ή περιορισμού της COSCO συνιστά παραβίαση συμφωνιών και πλήγμα για τις διμερείς σχέσεις.
Η Αθήνα, εν μέσω αυτού του διπλωματικού σφίξιμου, εμφανίζεται να δηλώνει πως «οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται», χωρίς να διαθέτει όμως καθαρή στρατηγική για το μέλλον του λιμανιού.
Η βασική κριτική που ασκείται στην ελληνική πλευρά είναι πως δεν επέδειξε συνεκτική στρατηγική. Χωρίς μακροπρόθεσμο σχέδιο και με διαδοχικές κινήσεις «πυροσβεστικού» χαρακτήρα, η χώρα κατέληξε να εμφανίζεται ως πεδίο άσκησης πιέσεων και όχι ως ισχυρός διαπραγματευτικός παίκτης.
Αντί η Ελλάδα να αξιοποιήσει τη γεωπολιτική της θέση για να διαπραγματευθεί με σαφήνεια και όρους που ενισχύουν τα συμφέροντά της, επέλεξε ρόλο παθητικό, προσπαθώντας να ικανοποιεί όλους χωρίς να επιλέγει κανέναν.
Το αποτέλεσμα είναι ορατό: αυξανόμενη πίεση από αμφότερες τις υπερδυνάμεις και μειούμενη δυνατότητα αυτόνομης χάραξης πολιτικής.
Τι έρχεται στη συνέχεια
Η «μέγγενη» δεν χαλαρώνει — αντίθετα, φαίνεται ότι θα σφίξει περισσότερο, καθώς:
- οι ΗΠΑ επιδιώκουν καθαρές απαντήσεις σχετικά με τις κινεζικές επενδύσεις σε ευρωπαϊκές υποδομές,\
- η Κίνα δεν προτίθεται να υποχωρήσει από τον Πειραιά, που αποτελεί ναυαρχίδα της πρωτοβουλίας Belt and Road,
- η ΕΕ υιοθετεί πλέον πολιτική στρατηγικού ανταγωνισμού απέναντι στο Πεκίνο,
- και η Ελλάδα βρίσκεται εκτεθειμένη χωρίς θεσμική, οικονομική ή διπλωματική ασπίδα.
Το ζήτημα του Πειραιά ξεπερνά τις εμπορικές πράξεις και αγγίζει τον σκληρό πυρήνα της γεωπολιτικής. Εάν η Ελλάδα δεν χαράξει άμεσα μια ξεκάθαρη, μακροπρόθεσμη στρατηγική —αξιοποιώντας τη θέση της, αντί να αμύνεται στις πιέσεις— κινδυνεύει να μετατραπεί οριστικά σε πεδίο σύγκρουσης ξένων συμφερόντων.
Σε έναν κόσμο όπου οι υπερδυνάμεις δεν επιτρέπουν «πολυδιάστατες ισορροπίες» χωρίς κόστος, η Αθήνα θα χρειαστεί να αποφασίσει με σαφήνεια ποια είναι η δική της εθνική γραμμή — πριν οι εξελίξεις αποφασίσουν για εκείνη.

