8 Ιουλίου, 2025
Διεθνή

Στην Κωνσταντινούπολη το πρώτο ραντεβού Μόσχας-Κιέβου, με στόχο όχι την ειρήνη αλλά τη δοκιμή αντοχών

H Κωνσταντινούπολη αναμένεται να φιλοξενήσει την πρώτη απευθείας επαφή Μόσχας-Κιέβου από το 2022

Σε δύο ημέρες, η Κωνσταντινούπολη θα φιλοξενήσει την πρώτη απευθείας επαφή μεταξύ Μόσχας και Κιέβου από την έναρξη της ρωσικής εισβολής το 2022. Δεν πρόκειται για διαπραγματεύσεις ειρήνης, αλλά για μια ψυχρή δοκιμή: υπάρχει έδαφος για συνεννόηση ή όχι; Το εγχείρημα έχει χαρακτήρα αναγνώρισης προθέσεων, όχι εξεύρεσης λύσης. Πρόκειται για μια επικίνδυνη, αλλά αναγκαία δοκιμή επαφής ανάμεσα σε δύο πλευρές που εδώ και καιρό συνομιλούν μόνο μέσω πυρών και επιθέσεων.

Το Σάββατο, για λίγες ώρες, φάνηκε πως η Δύση εμφανιζόταν επιτέλους ενωμένη απέναντι στη Ρωσία. Οι ηγέτες της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Βρετανίας και της Πολωνίας επισκέφθηκαν το Κίεβο, μεταφέροντας κοινό μήνυμα προς τον Βλαντίμιρ Πούτιν: αποδοχή μιας εκεχειρίας διάρκειας ενός μήνα, ώστε να ανοίξει χώρος για διάλογο. Η συμβολική φωτογραφία με τη συμμετοχή του Ντόναλντ Τραμπ σε τηλεφωνική επικοινωνία έδινε την εντύπωση πως και η Ουάσιγκτον στέκεται πίσω από την πρωτοβουλία. Όμως μέσα σε μόλις 24 ώρες, η εικόνα αυτή κατέρρευσε. Οι αποκλίσεις μεταξύ των δυτικών πρωτευουσών επανήλθαν στο προσκήνιο, οι διαφορές στρατηγικής βγήκαν ξανά στην επιφάνεια και η ιδέα μιας κοινής γραμμής αντιμετώπισης του Κρεμλίνου αποδείχθηκε ευάλωτη και ασύμμετρη.

Στο φόντο αυτών των εξελίξεων, η επικείμενη συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη αποκτά ιδιαίτερο βάρος, όχι για όσα μπορεί να πετύχει, αλλά για όσα θα αποκαλύψει: αν υπάρχει έστω και η ελάχιστη προοπτική επαφής, αν το πάγωμα της διπλωματίας μπορεί έστω να ραγίσει. Σε κάθε περίπτωση, το σκηνικό θυμίζει περισσότερο σκακιστικό άνοιγμα παρά προετοιμασία ειρηνευτικής συμφωνίας.

Ο Βλαντίμιρ Πούτιν έριξε στο τραπέζι την ιδέα συνομιλιών στην Κωνσταντινούπολη και, αντί για αντίδραση, βρήκε σύμμαχο τον Ντόναλντ Τραμπ. Ο Αμερικανός πρόεδρος όχι μόνο δεν αμφισβήτησε την πρόταση του Κρεμλίνου, αλλά την υιοθέτησε ανοιχτά, καλώντας την Ουκρανία να καθίσει άμεσα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η στάση του Τραμπ επιβεβαιώνει μια βαθιά μετατόπιση στη στρατηγική των ΗΠΑ: η εποχή της μονοδιάστατης πίεσης προς τη Μόσχα δείχνει να έχει δώσει τη θέση της σε έναν ψυχρό, ρεαλιστικό διάλογο — με στιγμές που αγγίζουν τα όρια της συνεννόησης.

Αυτή η αλλαγή έρχεται σε μια κρίσιμη χρονική συγκυρία, καθώς ο Τραμπ ξεκινά περιοδεία στη Μέση Ανατολή και εμφανίζεται να κινεί νήματα σε τρεις από τις πιο εκρηκτικές γεωπολιτικές εστίες του πλανήτη: Ουκρανία, Γάζα και ο εμπορικός πόλεμος με την Κίνα. Όπως επισήμενετε , ο Τραμπ επιχειρεί να εμφανιστεί ως κεντρικός παίκτης σε κάθε μέτωπο, χτίζοντας παράλληλες γέφυρες επιρροής. Δεν είναι απλώς παρών, αλλά δίνει τον τόνο — συχνά με τρόπους που αποκλίνουν από τη γραμμή της Ουάσιγκτον, αλλά συνομιλούν άμεσα με την πραγματικότητα στο πεδίο.

Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι απάντησε στην πρόταση για συνομιλίες στην Κωνσταντινούπολη με μια συμβολική κίνηση υψηλής σημειολογίας: δήλωσε ότι θα μεταβεί προσωπικά στην Τουρκία, περιμένοντας τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Ωστόσο, η δήλωσή του δεν αντανακλά την πραγματική φύση της ρωσικής πρότασης. Το Κρεμλίνο δεν πρότεινε απευθείας συνάντηση των δύο ηγετών ούτε υπάρχει τέτοια πρόβλεψη στο διπλωματικό πρωτόκολλο. Οι συνομιλίες αυτού του βεληνεκούς ξεκινούν παραδοσιακά με τεχνικές και πολιτικές αντιπροσωπείες, και οι ηγέτες παρεμβαίνουν μόνον όταν έχει επιτευχθεί σοβαρή πρόοδος και διαμορφωθεί ένα προσχέδιο συμφωνίας. Αν τελικά ο Ζελένσκι επιλέξει να ηγηθεί προσωπικά της ουκρανικής αποστολής, αυτό αφορά περισσότερο την επικοινωνιακή διαχείριση και λιγότερο την ουσία των διαπραγματεύσεων.

Αυτό που μετρά στην παρούσα φάση είναι η στρατηγική μετατόπιση που διαφαίνεται στις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας. Η Ευρώπη βρίσκεται πλέον μπροστά σε ένα ξεκάθαρο δίλημμα: θα συνεχίσει να σηκώνει μόνη της το βάρος της πίεσης προς τη Μόσχα, την ώρα που η Ουάσινγκτον —υπό την επιρροή Τραμπ— εγκαταλείπει τη γραμμή της σύγκρουσης και υιοθετεί έναν πιο ήπιο, πραγματιστικό τόνο απέναντι στο Κρεμλίνο; Η έλλειψη ενιαίας στάσης εντός της Δύσης ενισχύει τη διπλωματική ρευστότητα και αφήνει την Ευρώπη να διαχειριστεί μόνη της τις συνέπειες της σκληρής γραμμής.

Και ενώ το βλέμμα όλων στρέφεται στην προγραμματισμένη για την Πέμπτη συνάντηση, ένα πράγμα είναι ήδη βέβαιο: ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ως οικοδεσπότης, θα έχει καταφέρει να προσθέσει ακόμα μια ηχηρή επιτυχία στο προσωπικό του διπλωματικό βιογραφικό. Η Τουρκία, με μια ακόμα μεσολαβητική πρωτοβουλία, παγιώνει τον ρόλο της ως χώρα-κλειδί στα γεωπολιτικά παίγνια της εποχής.

Σφοδρή ήταν η αντίδραση της Μόσχας στο κοινό αίτημα του Κιέβου και των Ευρωπαίων συμμάχων του —με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών— για άμεση 30ήμερη εκεχειρία ως προϋπόθεση έναρξης ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων. Το Κρεμλίνο απέρριψε κατηγορηματικά τη διατύπωση, χαρακτηρίζοντάς την απαξιωτική και εκτός διπλωματικής τάξης.

«Η γλώσσα των τελεσιγράφων είναι απαράδεκτη για τη Ρωσία. Δεν είναι πρέπουσα. Δεν μπορούμε να μιλάμε έτσι στη Ρωσία», δήλωσε με έντονο ύφος ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, στη σημερινή ενημέρωση των δημοσιογράφων, υπογραμμίζοντας ότι η Μόσχα δεν πρόκειται να υποκύψει σε πιέσεις που αγνοούν τις ρωσικές θέσεις και επιδιώξεις.

Η δήλωση επιβεβαιώνει ότι κάθε προσπάθεια για επιστροφή στο τραπέζι των συνομιλιών περνά πλέον μέσα από ένα λεπτό σκοινί ισορροπιών, ρητορικής και γεωπολιτικών ανταγωνισμών. Το αίτημα της Δύσης, που παρουσιάστηκε ως κοινή πρόταση για προσωρινή αποκλιμάκωση, έγινε αντιληπτό από το Κρεμλίνο όχι ως κίνηση για ειρήνη, αλλά ως πράξη πολιτικής πίεσης. Και η ρωσική απάντηση δείχνει πως ακόμη και η προσέγγιση της Κωνσταντινούπολης κινδυνεύει να ναρκοθετηθεί πριν καν ξεκινήσει.

Με κοινή δήλωση το Σαββατοκύριακο, Ουκρανία, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ηνωμένες Πολιτείες κάλεσαν τη Ρωσία να αποδεχτεί άμεσα «πλήρη και άνευ όρων κατάπαυση του πυρός» διάρκειας 30 ημερών, ξεκινώντας από σήμερα. Η δήλωση συνοδεύτηκε από ξεκάθαρη προειδοποίηση: σε περίπτωση άρνησης, θα ενεργοποιηθούν «μαζικές κυρώσεις» σε βάρος της Μόσχας, κλιμακώνοντας τη διεθνή πίεση προς το Κρεμλίνο.

Η απάντηση της Ρωσίας δεν ήρθε με λόγια αλλά με επίθεση. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, εξαπέλυσε κύμα αεροπορικών επιδρομών με πάνω από 100 drones κατά ουκρανικών στόχων, στέλνοντας το δικό της μήνυμα: το Κρεμλίνο δεν αποδέχεται εξωτερικά τελεσίγραφα, ούτε προσαρμόζει τη στρατηγική του υπό πίεση. Η επίθεση σηματοδοτεί σαφή κλιμάκωση της έντασης, αδειάζοντας πολιτικά το αίτημα για προσωρινή εκεχειρία πριν καν εξεταστεί επί της ουσίας.

Η χρονική σύμπτωση δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες. Η επίθεση λειτουργεί ως απάντηση —όχι μόνο προς το Κίεβο αλλά και προς τις δυτικές πρωτεύουσες— υπονομεύοντας την όποια προοπτική αποκλιμάκωσης μέσω διαλόγου. Αντί για βήμα πίσω, η Μόσχα δείχνει να προχωρά μπροστά με τη δική της ατζέντα, δοκιμάζοντας τις αντοχές της διεθνούς κοινότητας και επιβάλλοντας το δικό της ρυθμό στην πολεμική εξίσωση.

Μέσα σε κλίμα πολεμικής κλιμάκωσης και ανοιχτής διπλωματικής ρήξης, το Κρεμλίνο κρατά σιγή ιχθύος απέναντι στην πρόταση του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι για προσωπική συνάντηση με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, την ερχόμενη Πέμπτη στην Κωνσταντινούπολη. Η πρωτοβουλία του Ζελένσκι, με ξεκάθαρη στόχευση στον συμβολισμό της ηγετικής παρουσίας, παραμένει μέχρι στιγμής αναπάντητη, ενώ η Ρωσία φαίνεται να προκρίνει τη γραμμή των τεχνικών διαβουλεύσεων μέσω αντιπροσωπειών —όπως άλλωστε επιβάλλει η διπλωματική πρακτική.

Η σιωπή του Κρεμλίνου αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα ενόψει της πρόσφατης επίθεσης με περισσότερα από 100 drones κατά ουκρανικών στόχων, μια σαφή επίδειξη ισχύος που εκδηλώθηκε λίγες ώρες αφότου Ουκρανία, Ε.Ε. και ΗΠΑ απαίτησαν άνευ όρων 30ήμερη εκεχειρία και απείλησαν με νέες μαζικές κυρώσεις. Το μήνυμα ήταν διπλό: η Μόσχα απορρίπτει την πίεση και δεν προτίθεται να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων υπό όρους.

Καθώς πλησιάζει η ημερομηνία-ορόσημο της Πέμπτης, τίποτα δεν είναι σαφές: ούτε η μορφή των συνομιλιών, ούτε το επίπεδο εκπροσώπησης, ούτε αν τελικά η συνάντηση θα πραγματοποιηθεί. Το μόνο βέβαιο είναι πως η Κωνσταντινούπολη παραμένει σημείο γεωπολιτικού ενδιαφέροντος, με τον Ταγίπ Ερντογάν να διατηρεί ανοικτές γέφυρες και προς τις δύο πλευρές —και να ετοιμάζεται, αν χρειαστεί, να παίξει ξανά τον ρόλο του διαμεσολαβητή που όλοι χρειάζονται αλλά κανείς δεν εμπιστεύεται απόλυτα.