Η ελληνική κυβέρνηση κατέφυγε προληπτικά στη βρετανική Δικαιοσύνη, επιχειρώντας να εξασφαλίσει νομικά την πρόωρη εξαγορά των λεγόμενων GDP warrants – χρηματοοικονομικών τίτλων που εκδόθηκαν το 2012, στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους μέσω του PSI. Οι τίτλοι αυτοί είχαν εκδοθεί κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Παπαδήμου ως δέλεαρ προς τους επενδυτές που αποδέχθηκαν το “κούρεμα” των ελληνικών ομολόγων, που τότε έφτασε σε απώλειες άνω του 50%.
Το “τυράκι”, όπως αποκαλέστηκε τότε, ήταν ότι οι κάτοχοι των warrants θα είχαν μελλοντικά κέρδη, εφόσον η ελληνική οικονομία ανέκαμπτε. Συγκεκριμένα, προβλεπόταν ότι οι επενδυτές θα λάμβαναν πληρωμές αν το ελληνικό ΑΕΠ υπερέβαινε τα 267 δισεκατομμύρια ευρώ και ο ρυθμός ανάπτυξης ξεπερνούσε το 2%.
Δεδομένου ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται πλέον σε ανοδική τροχιά, η ενεργοποίηση των πληρωμών αυτών είναι πιο πιθανή από ποτέ, γεγονός που σημαίνει σημαντική δημοσιονομική επιβάρυνση για το ελληνικό κράτος στο εξής. Με αυτό το σκεπτικό, η χώρα προσέφυγε στα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου διέπονται τα σχετικά συμβόλαια, επιδιώκοντας να κατοχυρώσει νομικά τη δυνατότητα πρόωρης αποπληρωμής των τίτλων αυτών, προτού μετατραπούν σε μόνιμη δημοσιονομική απειλή.
Η κίνηση αυτή έχει στόχο να περιορίσει μελλοντικές υποχρεώσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ που θα μπορούσαν να ενεργοποιηθούν τα επόμενα χρόνια, σε μια περίοδο όπου η ελληνική οικονομία πασχίζει να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάκαμψη και την ανάγκη για σταθερότητα στα δημόσια οικονομικά.
Η Ελλάδα κινήθηκε προληπτικά προς τη βρετανική Δικαιοσύνη, επιχειρώντας να θωρακίσει νομικά την πρόωρη εξαγορά των GDP warrants που εκδόθηκαν το 2012, στο πλαίσιο του PSI, με στόχο να αποφύγει μελλοντικές δικαστικές διεκδικήσεις από επενδυτές που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν τον τρόπο τιμολόγησης των συγκεκριμένων τίτλων. Με αυτό το βήμα, η ελληνική πλευρά επιδιώκει να αποτρέψει τον κίνδυνο ακριβών αποζημιώσεων και να ελαχιστοποιήσει το δημοσιονομικό κόστος που θα μπορούσε να προκύψει σε λίγα χρόνια.
Τα warrants – χρηματοοικονομικά εργαλεία που συνδέονται με την πορεία του ελληνικού ΑΕΠ και του ρυθμού ανάπτυξης – προβλέπουν καταβολές στους κατόχους τους αν η οικονομία υπερβεί συγκεκριμένα όρια: 267 δισεκατομμύρια ευρώ ΑΕΠ και 2% ετήσια ανάπτυξη. Σύμφωνα με τους όρους της αρχικής συμφωνίας, αν επιβεβαιωθούν αυτοί οι δείκτες, η Ελλάδα θα όφειλε να καταβάλει τόκους ύψους περίπου 375 εκατ. ευρώ το 2027. Αντίθετα, η πρόωρη εξαγορά των τίτλων σήμερα θα κόστιζε περί τα 156 εκατ. ευρώ — μια σημαντική εξοικονόμηση για το Δημόσιο.
Το αίτημα αυτό εξετάζεται από δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς όλες οι συμφωνίες της εποχής των Μνημονίων είχαν συναφθεί υπό το βρετανικό δίκαιο, έπειτα από απαίτηση των δανειστών. Η επιλογή αυτή είχε προκαλέσει τότε έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις, καθώς περιορίζει την εθνική ευχέρεια διαχείρισης κρίσιμων ζητημάτων χρέους. Έτσι, κάθε φορά που τίθεται θέμα εφαρμογής ή ερμηνείας τέτοιων συμφωνιών, η Ελλάδα είναι αναγκασμένη να προσφεύγει σε ξένα δικαστήρια, χωρίς εγγύηση για την έκβαση της υπόθεσης.
Η παρούσα νομική κίνηση δεν αφορά μόνο ένα χρηματοοικονομικό εργαλείο, αλλά αντανακλά τη διαχρονική δυσκολία της χώρας να διαχειριστεί τις βαριές αποσκευές των μνημονιακών συμφωνιών. Στο επίκεντρο βρίσκεται η προσπάθεια να προστατευθούν τα δημόσια οικονομικά από μελλοντικές πληρωμές που θα μπορούσαν να ανατρέψουν την ευαίσθητη ισορροπία της μεταμνημονιακής ανάκαμψης.
Τον περασμένο μήνα, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) προχώρησε σε επαναγορά των GDP warrants που εκδόθηκαν το 2012, επωφελούμενος από τη χαμηλή τους τιμή στη δευτερογενή αγορά. Τα συγκεκριμένα χρηματοοικονομικά εργαλεία, τα οποία συνδέονται με την πορεία του ελληνικού ΑΕΠ, διαπραγματεύονται σήμερα σε τιμή περίπου 30 σεντς, σημαντικά χαμηλότερη από την ονομαστική τους αξία. Αυτή η χαμηλή αποτίμηση αντανακλά τις τεχνικές δυσκολίες στην τιμολόγησή τους, καθώς και την αβεβαιότητα γύρω από τη μελλοντική ανάπτυξη της χώρας.
Η επαναγορά τους έγινε με στόχο τη μείωση της έκθεσης του Ελληνικού Δημοσίου σε μελλοντικές πληρωμές, οι οποίες — αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για την ανάπτυξη — θα μπορούσαν να φτάσουν εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ έως το 2042. Συγκεκριμένα, μόνο για το 2027 προβλέπεται πιθανή πληρωμή περίπου 375 εκατ. ευρώ, αν το ΑΕΠ ξεπεράσει τα 267 δισ. ευρώ και η ανάπτυξη το 2%.
Σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με το πρακτορείο Bloomberg, η ελληνική κυβέρνηση κατέθεσε την περασμένη εβδομάδα αγωγή κατά της Wilmington Trust, του διαχειριστή των warrants. Η προσφυγή, που εκδικάζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, ζητά από το αρμόδιο δικαστήριο να επικυρώσει την εγκυρότητα της δημόσιας προσφοράς για την αγορά των ανεξόφλητων warrants που λήγουν το 2042 και να επιβεβαιώσει ότι η τιμή που προσφέρθηκε έχει υπολογιστεί ορθά και σύμφωνα με τους όρους της αρχικής συμφωνίας.
Η Ελλάδα επιχειρεί να προλάβει ενδεχόμενες αντιδράσεις από επενδυτές που ενδέχεται να αμφισβητήσουν τη διαδικασία ή να κινηθούν νομικά, διεκδικώντας υψηλότερες αποζημιώσεις. Η πρωτοβουλία αυτή λειτουργεί ως νομική και οικονομική ασπίδα απέναντι σε ένα εργαλείο που, ενώ σχεδιάστηκε ως προσωρινό «γλυκαντικό» για να περάσει το PSI, σήμερα απειλεί να μετατραπεί σε μακροχρόνια επιβάρυνση. Η υπόθεση εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο των μνημονιακών δεσμεύσεων, που διαμορφώθηκαν υπό το βρετανικό δίκαιο, υποχρεώνοντας τη χώρα να διεκδικεί κάθε κρίσιμο βήμα για τη διαχείριση του χρέους της σε ξένες αίθουσες δικαστηρίων.
Η νομική αυτή πρωτοβουλία έρχεται ως απάντηση στην αμφισβήτηση, από ορισμένους κατόχους των warrants, της εγκυρότητας της ειδοποίησης εξαγοράς που είχε εκδώσει το Ελληνικό Δημόσιο – πολύ πριν από τη λήξη των τίτλων.
Οι ενστάσεις αφορούν τόσο τη χρονική στιγμή της ανακοίνωσης όσο και τον τρόπο υπολογισμού της τιμής επαναγοράς, που θεωρείται χαμηλή. Τα warrants διαπραγματεύονται σήμερα σε τιμές της τάξης των 30 σεντς, σημαντικά κάτω από την ονομαστική τους αξία, κάτι που έδωσε στην Ελλάδα το περιθώριο να προσφέρει μόλις 156 εκατ. ευρώ για τίτλους που, υπό άλλες συνθήκες, θα μπορούσαν να της κοστίσουν έως και 375 εκατ. ευρώ μέσα σε λίγα χρόνια. Ο διακανονισμός της επαναγοράς έχει προγραμματιστεί για σήμερα, 14 Μαΐου.
Παρά τη θεσμική ανωνυμία, κάτοχοι των warrants φέρονται να έχουν προσφύγει ή να εξετάζουν ένδικα μέσα, αμφισβητώντας το δικαίωμα της Ελλάδας να ενεργοποιήσει πρόωρη εξαγορά και να καθορίσει μονομερώς την τιμή. Η ελληνική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από το νομικό γραφείο Cleary Gottlieb Steen & Hamilton, ζητά από το βρετανικό δικαστήριο να επιβεβαιώσει την εγκυρότητα της διαδικασίας και να αναγνωρίσει ότι η προσφερόμενη τιμή ανταποκρίνεται στους όρους της αρχικής συμφωνίας του PSI.
Πίσω από τη νομική αυτή σύγκρουση βρίσκεται το ευρύτερο πλαίσιο των μνημονιακών δεσμεύσεων, που έθεσαν το σύνολο των συμφωνιών χρέους υπό το βρετανικό δίκαιο, μεταφέροντας κάθε αντίστοιχη διαμάχη σε ξένα δικαστικά φόρα. Η Ελλάδα επιχειρεί τώρα, μέσω μιας συντονισμένης κίνησης επαναγοράς και νομικής κατοχύρωσης, να απεμπλακεί από ένα εργαλείο που φτιάχτηκε ως «επιβράβευση» στους επενδυτές του PSI, αλλά εξελίχθηκε σε δυνητικό χρηματοπιστωτικό κίνδυνο.
Η προσπάθεια της Ελλάδας να εξαγοράσει πρόωρα τα GDP warrants του PSI χωρίς νομικές εκκρεμότητες εντάσσεται σε ένα διεθνές πλαίσιο, καθώς ανάλογα εργαλεία έχουν χρησιμοποιήσει στο παρελθόν και άλλες χώρες που βρέθηκαν σε κρίση χρέους. Η Αργεντινή και η Ουκρανία είναι τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα κρατών που προσέφεραν warrants ως «γλυκαντικό» για να πείσουν τους πιστωτές να αποδεχθούν ζημιές στις αναδιαρθρώσεις των ομολόγων τους.
Στην περίπτωση της Αργεντινής, τα warrants που συνδέονται με την ανάπτυξη έχουν οδηγήσει σε μακροχρόνια και σκληρή δικαστική διαμάχη με hedge funds, τα οποία διεκδικούν επιπλέον πληρωμές και αμφισβητούν τους επίσημους υπολογισμούς της χώρας. Η Ουκρανία, σε παρόμοιο μοτίβο, επιχειρεί να επαναδιαπραγματευτεί τους δικούς της τίτλους, προσπαθώντας να προσαρμόσει τους όρους τους στις σημερινές οικονομικές και γεωπολιτικές συνθήκες.
Η ελληνική υπόθεση ενδέχεται να αποτελέσει σημείο αναφοράς για τις επόμενες χώρες που θα επιδιώξουν την έξοδο από παρόμοια χρηματοοικονομικά βάρη. Σε αυτή τη συγκυρία, η επιλογή της προσφυγής στο βρετανικό δικαστήριο δεν είναι μόνο αναγκαία λόγω νομικής αρμοδιότητας, αλλά και στρατηγική: η Ελλάδα επιδιώκει να κλείσει τον φάκελο των warrants προτού αυτοί εξελιχθούν σε νέα πηγή κινδύνου και δημοσιονομικής αβεβαιότητας, σε μια εποχή όπου η σταθερότητα είναι πιο εύθραυστη από όσο φαίνεται.