Σοβαρές πολιτικές και θεσμικές αναταράξεις έχει προκαλέσει η απόφαση του Εκλογοδικείου να κηρύξει έκπτωτους τρεις βουλευτές του κόμματος «Σπαρτιάτες», κρίνοντας ότι η συμμετοχή τους στις εκλογές πραγματοποιήθηκε υπό ψευδή πολιτική ταυτότητα, καθώς πραγματικός επικεφαλής του κόμματος φέρεται να ήταν ο καταδικασμένος για εγκληματική οργάνωση, Ηλίας Κασιδιάρης. Η απόφαση αφορά τους Βασίλη Στίγκα, Πέτρο Δημητριάδη και Αλέξανδρο Ζερβέα, και εκδόθηκε με βάση το σκεπτικό ότι το εκλογικό σώμα παραπλανήθηκε ως προς τη φύση και την ηγεσία του κόμματος.
Η εξέλιξη αυτή έχει άμεσες και ασυνήθιστες επιπτώσεις στη σύνθεση του Κοινοβουλίου, καθώς δεν προβλέπεται ούτε ανακατανομή των εδρών σε άλλα κόμματα ούτε επανάληψη των εκλογών στις συγκεκριμένες εκλογικές περιφέρειες. Έτσι, για πρώτη φορά στα κοινοβουλευτικά χρονικά, η Βουλή καλείται να συνεχίσει το έργο της με 297 μέλη αντί για τους συνταγματικά προβλεπόμενους 300, μια συνθήκη που δημιουργεί πρωτοφανές νομικό και πολιτικό κενό, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την έννοια της δεδηλωμένης και την απόλυτη πλειοψηφία.
Η απουσία σαφούς προηγούμενου έχει οδηγήσει σε αντικρουόμενες ερμηνείες, ακόμη και στο εσωτερικό της κυβέρνησης. Αρχικά, κυβερνητικές πηγές και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υποστήριξαν ότι η απόλυτη πλειοψηφία μειώνεται αναλογικά στους 149 βουλευτές. Ωστόσο, λίγες ώρες αργότερα, κύκλοι της κυβέρνησης επιχείρησαν να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις, επιμένοντας ότι η πλειοψηφία συνεχίζει να ορίζεται στους 151, όπως ορίζει το Σύνταγμα για το σύνολο των 300 βουλευτών.
Καθοριστική ήταν η δημόσια τοποθέτηση του Ευάγγελου Βενιζέλου, πρώην αντιπροέδρου της κυβέρνησης και διακεκριμένου συνταγματολόγου, ο οποίος ξεκαθάρισε ότι η πλειοψηφία εξακολουθεί να υπολογίζεται επί του συνόλου των εδρών, ανεξαρτήτως του πραγματικού αριθμού των βουλευτών. «Ο όλος αριθμός των βουλευτών είναι 300», υπογράμμισε χαρακτηριστικά, τονίζοντας ότι το Σύνταγμα δεν προσαρμόζεται σε προσωρινές αριθμητικές μεταβολές. Σε παρόμοιο τόνο κινήθηκε και ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, εκφράζοντας την έκπληξή του για τη συγκρότηση Βουλής με λιγότερους από 300 εκπροσώπους.
Νομικά και θεσμικά ζητήματα εγείρονται και ως προς τη συμμετοχή των «Σπαρτιατών» σε κρίσιμες κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Όπως επισήμανε ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Ξενοφών Κοντιάδης, η διάλυση της κοινοβουλευτικής τους ομάδας αποκλείει την παράταξη από τη Διάσκεψη των Προέδρων – το κορυφαίο όργανο της Βουλής που είναι υπεύθυνο, μεταξύ άλλων, για την επιλογή των επικεφαλής των ανεξάρτητων αρχών. Το γεγονός αυτό αποκτά ιδιαίτερο βάρος, καθώς οι παραιτήσεις των προέδρων της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της ΑΔΑΕ αφήνουν κρίσιμες θέσεις προς κάλυψη, με την κυβερνώσα πλειοψηφία να βρίσκεται ενδεχομένως σε πλεονεκτική θέση, εφόσον δεν απαιτείται πλέον αυξημένη συναίνεση.
Το ζήτημα της απόλυτης πλειοψηφίας έχει μετατραπεί σε πεδίο έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Νίκος Ανδρουλάκης, κατηγόρησε την κυβέρνηση για «πολιτικό και συνταγματικό τυχοδιωκτισμό» και απέρριψε κατηγορηματικά το ενδεχόμενο να μειωθεί το όριο των 151 βουλευτών. Κατηγόρησε μάλιστα τη Νέα Δημοκρατία ότι επιχείρησε να εργαλειοποιήσει μια απόφαση που, όπως υποστήριξε, αποτελεί πολιτική νίκη του ΠΑΣΟΚ. Υπενθύμισε ότι το κόμμα του είχε πρωτοστατήσει σε νομοθετικές πρωτοβουλίες για την απαγόρευση της χρηματοδότησης στη Χρυσή Αυγή και είχε προτείνει επανειλημμένα την έκπτωση των βουλευτών που είχαν εκλεγεί με πολιτική στήριξη από τον καταδικασμένο Ηλία Κασιδιάρη.
Από την πλευρά του, ο ΣΥΡΙΖΑ, διά του εκπροσώπου Τύπου Γιώργου Καραμέρου, χαρακτήρισε την κατάσταση «θεσμικό παράδοξο» και απόρροια «κακής νομοθέτησης» από τη Νέα Δημοκρατία, καλώντας την κυβέρνηση να μην επιχειρήσει να μεταφράσει τις 149 έδρες ως απόλυτη πλειοψηφία, ιδίως ενόψει κρίσιμων κοινοβουλευτικών διαδικασιών, όπως η συζήτηση για την υπόθεση των Τεμπών.
Το ασαφές νομικό πλαίσιο και οι διαφορετικές ερμηνείες που κυκλοφορούν εντός και εκτός του Κοινοβουλίου καθιστούν σαφές ότι η απόφαση του Εκλογοδικείου δεν προκαλεί μόνο πολιτικές συνέπειες, αλλά ανοίγει και νέα θεσμικά μέτωπα, στα οποία ενδέχεται να δοθεί λύση μόνο με νομοθετική παρέμβαση ή –σε ακραία περίπτωση– με προσφυγή σε ερμηνευτική απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου. Μέχρι τότε, η ελληνική Βουλή καλείται να πορευτεί σε συνθήκες πρωτόγνωρες, με 297 βουλευτές και ένα Σύνταγμα που επιμένει να μιλά για 300.