Στις 19 Μαΐου, επέτειο μνήμης της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, ο ευρωβουλευτής της ΝΙΚΗΣ, Νικόλαος Αναδιώτης, προχώρησε σε δημόσιες δηλώσεις αυτονόητης καταδίκης των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν από τους Τούρκους κατά των Ελλήνων του Πόντου. Λίγες ημέρες αργότερα, ο Πρέσβης της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση απέστειλε επίσημη επιστολή διαμαρτυρίας προς τον ευρωβουλευτή, επιχειρώντας να υποδείξει ποια ιστορικά γεγονότα είναι «επιτρεπτό» να μνημονεύονται στη δημόσια σφαίρα.
Η κίνηση αυτή προκάλεσε την άμεση και αιχμηρή απάντηση του Έλληνα ευρωβουλευτή, ο οποίος υπερασπίστηκε σθεναρά τη θέση του, καταγγέλλοντας την τουρκική επιστολή ως απόπειρα ιστορικής διαστρέβλωσης και προσβολής της μνήμης των θυμάτων. Αρχικώς υπενθύμισε ότι η άρνηση τεκμηριωμένων εγκλημάτων, όπως η Ποντιακή Γενοκτονία, δεν εξυπηρετεί ούτε την αλήθεια, ούτε τη συμφιλίωση, ούτε τις ευρωτουρκικές σχέσεις, ενώ τόνισε πως το τουρκικό κράτος δεν μπορεί να κατέχει το ηθικό έρεισμα να δίνει μαθήματα ιστορίας, όντας το ίδιο υπόλογο για μία από τις πλέον φρικιαστικές γενοκτονίες του 20ού αιώνα.

Ο κ. Αναδιώτης παρέθεσε πλήθος στοιχείων και διεθνών αναγνωρίσεων της Ποντιακής Γενοκτονίας, μεταξύ των οποίων η απόφαση της Διεθνούς Ένωσης Μελετητών Γενοκτονιών το 2007, η οποία αναγνώρισε επίσημα τη γενοκτονία των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τεκμηριωμένες μαρτυρίες, αρχειακές πηγές και διπλωματικές αναφορές – όπως του Αμερικανού πρέσβη Χένρι Μοργκεντάου – συνθέτουν το αδιάσειστο σώμα αποδείξεων για τον συστηματικό αφανισμό των Ποντίων.

Ο ευρωβουλευτής υπογράμμισε ότι η αναγνώριση της γενοκτονίας δεν αποτελεί ελληνική εμμονή, αλλά διεθνώς κατοχυρωμένη ιστορική και νομική αλήθεια. Ανέφερε χαρακτηριστικά τις χώρες και περιφέρειες που έχουν επισήμως αναγνωρίσει τη Γενοκτονία – από την Κύπρο, την Ολλανδία και τη Σουηδία, μέχρι πολιτείες των ΗΠΑ και καναδικές πόλεις – και κατέδειξε τη διάχυτη διεθνή αποδοχή της ιστορικής πραγματικότητας που η Τουρκία εξακολουθεί να αρνείται.
Με αυστηρό αλλά νηφάλιο λόγο, ο κ. Αναδιώτης απέρριψε την τουρκική επίκληση της Συνθήκης της Λωζάννης ως εργαλείο «ηθικής απαλλαγής» από τις ιστορικές ευθύνες, τονίζοντας ότι η συμφιλίωση δεν προϋποθέτει λήθη, αλλά αναγνώριση της αλήθειας. Παρέπεμψε δε στον διαχρονικό κίνδυνο που γεννά η ατιμωρησία των γενοκτονιών, θυμίζοντας τη φράση του Χίτλερ λίγο πριν την εξόντωση των Εβραίων: «Ποιος, άλλωστε, θυμάται την εξόντωση των Αρμενίων;».
Ολοκληρώνοντας την επιστολή του, ξεκαθάρισε ότι όσο η Τουρκία συνεχίζει να απειλεί ευθέως την ελληνική κυριαρχία, να κατέχει το 1/3 της Κύπρου και να αρνείται τα εγκλήματά της, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για «θετικό μομέντουμ» στις διμερείς σχέσεις. Δήλωσε πως θα βρίσκεται πάντοτε στην πρώτη γραμμή της υπεράσπισης των εθνικών και ιστορικών δικαίων, τόσο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και σε κάθε δημόσιο βήμα.
Η παρέμβασή του αποτελεί ηχηρό μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση: ότι η αλήθεια της ιστορίας δεν παζαρεύεται και η μνήμη των θυμάτων δεν παραδίδεται στη λήθη ούτε στη διπλωματική ευγένεια.
Απάντηση Αναδιώτη στα μαθήματα ιστορίας των Τούρκων
Αξιότιμε κ. Πρέσβη της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Τουρκίας στην ΕΕ,
Έλαβα την επιστολή σας της 21ης Μαΐου 2025, με την οποία εκφράζετε την έντονη αντίδρασή σας στις δημόσιες δηλώσεις μου για τη Γενοκτονία των Ποντίων. Αν και εκτιμώ το δικαίωμα κάθε αντιπροσωπείας να υπερασπίζεται την επίσημη θέση της χώρας της, θεωρώ καθήκον μου να επισημάνω πως η άρνηση τεκμηριωμένων ιστορικών εγκλημάτων δεν υπηρετεί ούτε την ιστορική αλήθεια, ούτε τη συμφιλίωση των λαών μας, ούτε την πρόοδο των ευρωτουρκικών σχέσεων.
Το 2007 η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars – IAGS, genocidescholars.org) αναγνώρισε επίσημα τη Γενοκτονία των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μαζί με εκείνη των Ασσυρίων. Η σύνθεση του Διοικητικού της Συμβουλίου περιλαμβάνει καθηγητές από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αυστραλία, τη Γερμανία, την Ισπανία, την Καμπότζη και την Αργεντινή, χωρίς κανέναν Έλληνα μέλος. Είναι, συνεπώς, προφανές ότι η αναγνώριση αυτή βασίζεται αποκλειστικά στην επιστημονική αξιολόγηση των γεγονότων και όχι σε πολιτικές σκοπιμότητες.
Όπως και εσείς αναφέρετε, η γενοκτονία δεν είναι γενικός όρος, αλλά νομικός όρος με σαφείς προϋποθέσεις και κριτήρια, όπως αυτά ορίζονται στη Σύμβαση του ΟΗΕ του 1948. Και ακριβώς γι’ αυτό, σε τέτοια ζητήματα πρέπει να απευθυνόμαστε σε ειδικούς. Επαναλαμβάνω λοιπόν τα δικά σας λόγια: «τα ιστορικά γεγονότα δεν μπορούν να αλλάζουν με πολιτική χειραγώγηση. Ούτε πρέπει να ξαναγράφονται για να εξυπηρετήσουν κοντόφθαλμες λαϊκιστικές ατζέντες». Επίσης: «τα ιστορικά επεισόδια, περιλαμβανομένων και των αμφιλεγόμενων, πρέπει να αποτελούν αντικείμενο ψύχραιμης μελέτης από ακαδημαϊκούς και ιστορικούς, όχι από πολιτικούς ή προπαγανδιστές». Συμφωνώ απόλυτα και σας παραπέμπω στους ψύχραιμους μελετητές της Διεθνούς Ένωσης Μελετητών Γενοκτονιών.
Η τεκμηρίωση των γεγονότων που οδήγησαν στην εξόντωση των Ελλήνων του Πόντου βασίζεται σε χιλιάδες αρχειακές πηγές, μαρτυρίες, διπλωματικές αναφορές (π.χ. του Αμερικανού πρέσβη Χένρι Μοργκεντάου) και εκθέσεις διεθνών αποστολών, που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη μαζικών διώξεων, σφαγών, πείνας και εξαναγκαστικών εκτοπισμών.
Η αναγνώριση της Ποντιακής Γενοκτονίας δεν αποτελεί αποκλειστικά ελληνική θέση. Έχει υιοθετηθεί και από άλλες χώρες, περιφέρειες και θεσμούς, όπως:
- Η Κύπρος, η Ολλανδία, η Σουηδία, η Αυστρία, η Αρμενία
- Οι Πολιτείες των ΗΠΑ: Νέα Υόρκη, Καλιφόρνια, Νιου Τζέρσεϋ, Νότια Καρολίνα, Τζόρτζια, Φλόριντα, Ιντιάνα, Ρόουντ Άιλαντ, Νότια Ντακότα, Δυτική Βιρτζίνια κ.ά.
- Οι Καναδικές πόλεις: Τορόντο, Μόντρεαλ, Οτάβα, Βανκούβερ, Ρεγγίνα
- Η Νεολαία του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος
Η δε Γενοκτονία των Αρμενίων, από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τους Νεότουρκους, με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα, έχει αναγνωριστεί από δεκάδες χώρες.
Όσον αφορά τη Συνθήκη της Λωζάννης, την οποία επικαλείστε, επισημαίνω ότι δεν περιέχει καμία αναφορά σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας ή σε γενοκτονίες. Το άρθρο 59 αφορά γενικά ζητήματα αποζημιώσεων και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τεκμήριο αθώωσης ούτε ως λήξη ηθικής ή ιστορικής ευθύνης.
Αναφέρεστε επίσης στην ανταλλαγή επιστολών μεταξύ Βενιζέλου και Ατατούρκ. Πράγματι, εκεί αποτυπώνεται η ειλικρινής επιδίωξη για διπλωματική συμφιλίωση μεταξύ των δύο κρατών. Όμως αυτό δεν συνεπάγεται ιστορική λήθη, ούτε σημαίνει ότι η μνήμη των θυμάτων μπορεί να αποσιωπηθεί για λόγους διπλωματικής ευγένειας. Ο σεβασμός στη συμφιλίωση δεν μπορεί να στηρίζεται στην άρνηση της αλήθειας.
Επιπλέον, στην επιστολή σας επιχειρείται αντιστροφή της ιστορικής πραγματικότητας, καθώς εμφανίζεται η Ελλάδα ως επιτιθέμενη (!), τη στιγμή που 353.000 Έλληνες του Πόντου εξοντώθηκαν με τον πιο φρικτό τρόπο. Πρόκειται για θύματα που, έναν αιώνα μετά, ακόμη περιμένουν μία μόνο λέξη: Συγγνώμη.
Η πρόοδος των λαών δεν έρχεται μέσα από την αποσιώπηση ή τη διαστρέβλωση, αλλά μέσα από την αναγνώριση και τη δικαίωση. Το τουρκικό κράτος, μέχρι σήμερα, δεν έχει αναλάβει καμία ευθύνη, ούτε έχει εκφράσει δημόσια συγγνώμη. Αντί αυτού, η επιστολή σας αναπαράγει ένα αφήγημα που αποσιωπά, παραποιεί και τελικά προσβάλλει τη μνήμη των θυμάτων και των απογόνων τους.
Μια ώριμη και δημοκρατική κοινωνία δεν απειλεί όποιον διατυπώνει διαφορετική ιστορική άποψη. Αντιθέτως, έχει το θάρρος να κοιτάξει κατάματα το παρελθόν της και να αναγνωρίσει τις σκοτεινές του σελίδες.
Να μην ξεχνάμε ότι ακόμη και ο ίδιος ο Χίτλερ, την ώρα που προετοίμαζε τη μαζική εξόντωση των Εβραίων, είπε το κυνικό ερώτημα: «Ποιος, άλλωστε, μιλάει σήμερα για την εξόντωση των Αρμενίων;». Η φράση αυτή καταγράφεται σε ομιλία του στις 22 Αυγούστου 1939, λίγο πριν από την εισβολή στην Πολωνία, και παρουσιάστηκε ως αποδεικτικό στοιχείο στη Δίκη της Νυρεμβέργης (USA-28, έγγραφο L-3). Δημοσιεύτηκε από τον δημοσιογράφο Louis P. Lochner στο βιβλίο του What About Germany? (1942). Η φράση αυτή παραμένει ένα ιστορικό τεκμήριο του πώς η ατιμωρησία μίας γενοκτονίας μπορεί να ενθαρρύνει την επόμενη.
Η συμφιλίωση δεν έρχεται με λήθη. Έρχεται μόνο μέσα από την αλήθεια. Και η ευθύνη για την προώθηση της ιστορικής αλήθειας είναι συλλογική – αλλά ιδιαιτέρως βαρύνει όσους υπηρετούν δημοκρατικούς θεσμούς. Το ελάχιστο που οφείλουμε στα θύματα τέτοιων εγκλημάτων είναι να μην ξεχάσουμε.
Τέλος αναφερθήκατε στο θετικό μομέντουμ των διμερών μας σχέσεων. Αν κάτι τέτοιο υπήρχε πραγματικά, θα ήμασταν από τους πρώτους που θα το χαιρετίζαμε και θα φροντίζαμε να αξιοποιηθεί. Όμως σήμερα το 1/3 της Κύπρου εξακολουθεί να βρίσκεται υπό τουρκική Κατοχή, η χώρα σας εξακολουθεί να μας απειλεί με πόλεμο αν ασκήσουμε τα νόμιμα δικαιώματά μας στο Αιγαίο και εδώ και μισό αιώνα δεν έπαψε να προσθέτει νέες εξωφρενικές αξιώσεις σε βάρος της Ελλάδος.
Είναι σαφές ότι υπό τις συνθήκες αυτές καμία διπλωματική γλώσσα δεν μπορεί να μιλήσει για «θετικό μομέντουμ» χωρίς να διαστρέψει την κοινή λογική. Και για όσο ισχύουν οι συνθήκες αυτές, της υπαρξιακής απειλής κατά της πατρίδας μου, να θεωρείτε δεδομένο ότι τόσο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όσο και σε οποιοδήποτε άλλο βήμα θα μας βρείτε απέναντί σας.
Με εκτίμηση,
Νικόλαος Αναδιώτης