Μπροστά σε έναν ακόμη πολιτικό σεισμό βρίσκεται η κυβέρνηση, καθώς η καταδικαστική σκιά του σκανδάλου ΟΠΕΚΕΠΕ βαραίνει πλέον ανοιχτά κορυφαία κυβερνητικά στελέχη. Όμως, το Μέγαρο Μαξίμου φαίνεται πως έχει λάβει τις αποφάσεις του: να κρυφτεί πίσω από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας και να απορρίψει κάθε πρόταση για σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής, επιλέγοντας την οδό της πολιτικής συγκάλυψης και υποβάθμισης του σκανδάλου.
Η επιλογή αυτή δεν έγινε εν θερμώ. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, η απόφαση ελήφθη σε κλειστή σύσκεψη στο πρωθυπουργικό γραφείο, στην οποία συμμετείχε το βασικό επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη. Εκεί εκφράστηκε ρητά ο φόβος ότι μια νέα παραπομπή υπουργού – ειδικά μετά την υπόθεση Τεμπών και την πολιτική φθορά από την παραπομπή Καραμανλή – θα είναι καταστροφική για τη συνοχή και τη δημόσια εικόνα της κυβέρνησης. Οι συμμετέχοντες δεν έκρυψαν την ανησυχία τους ότι πιθανή εμπλοκή Βορίδη και Αυγενάκη σε προανακριτική διαδικασία θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποσταθεροποίηση του κυβερνητικού στρατοπέδου, ακόμη και σε εσωκομματικές αναταράξεις.
Έτσι, σύμφωνα με τον σχεδιασμό του Μαξίμου, η γραμμή άμυνας είναι σαφής: να εμφανιστεί η υπόθεση ως σκάνδαλο τεχνοκρατών, περιφερειακών στελεχών και διευθυντών, ώστε να διασφαλιστεί η πολιτική ατιμωρησία των εμπλεκομένων υπουργών. Σε αυτό το πλαίσιο, η Νέα Δημοκρατία δεν πρόκειται να στηρίξει την πρόταση του ΠΑΣΟΚ για σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής, στην οποία θα περιλαμβάνονται τα ονόματα των Βορίδη και Αυγενάκη. Το κυβερνητικό αφήγημα θα βασιστεί στην απόπειρα «αποπολιτικοποίησης» της υπόθεσης και στη μετάθεση ευθυνών σε «τοπικούς παράγοντες» και «στελέχη υπηρεσιών».
Ωστόσο, η ευρωπαϊκή διάσταση της υπόθεσης δεν αφήνει περιθώρια πολιτικού κουκουλώματος. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει στα χέρια της εκτεταμένα στοιχεία, που δείχνουν εμπλοκή πρώην υπουργών, υφυπουργών, βουλευτών και κομματικών στελεχών όχι μόνο της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και άλλων κομμάτων. Η υπόθεση ξεφεύγει πλέον από το στενό ελληνικό πολιτικό πλαίσιο, καθώς η εποπτεύουσα ευρωπαϊκή αρχή διερευνά παράνομες επιδοτήσεις εκατομμυρίων ευρώ μέσω θυγατρικών εταιρειών, ψευδών δηλώσεων παραγωγής και πολιτικών παρεμβάσεων.
Ενδεικτικό της έκτασης του σκανδάλου είναι ότι στις νόμιμες επισυνδέσεις τηλεφωνικών επικοινωνιών που έχει στα χέρια της η Εισαγγελία, εμφανίζεται πρώην υφυπουργός (νησιώτικης καταγωγής, εκτός Κρήτης) να παρεμβαίνει απευθείας υπέρ «ημετέρων» αγροτών, ζητώντας να ενταχθούν σε σχήματα επιδότησης. Παράλληλα, καταγράφονται συνομιλίες βουλευτών από περισσότερα του ενός κόμματα, που ενεργούν ως «μεσάζοντες αιτημάτων» προς τον ΟΠΕΚΕΠΕ, ενισχύοντας την εικόνα ενός διευρυμένου πολιτικού κυκλώματος με διακομματική διάσταση.
Ακόμη πιο εκρηκτικά είναι τα στοιχεία που συνδέουν το σκάνδαλο με στελέχη που διατηρούν συγγενικούς δεσμούς με τον πατέρα σημερινού πολιτικού αρχηγού, ενώ η εμπλοκή της οικογένειας Γαργαλάκου μέσω θυγατρικής εταιρείας που συνεργαζόταν με επιχειρηματία από τη Βόρεια Ελλάδα προσδίδει επιχειρηματικό βάθος στο σκάνδαλο.
Όλα αυτά καθιστούν προφανές γιατί το Μέγαρο Μαξίμου επιχειρεί να απονευρώσει την πολιτική δυναμική της υπόθεσης: η ανάδειξή της σε μείζον πολιτικό σκάνδαλο και η σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής θα έφερναν στο προσκήνιο μια επικίνδυνη αλυσίδα διαπλοκής μεταξύ κράτους, κόμματος και επιχειρήσεων, αποδομώντας την κυβερνητική εικόνα περί θεσμικής επάρκειας και ευρωπαϊκής κανονικότητας.
Η στρατηγική της «συγκάλυψης μέσω κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας» δεν είναι απλώς μια επικοινωνιακή τακτική. Είναι μια πολιτική επιλογή αυτοπροστασίας, σε μια περίοδο κατά την οποία η Νέα Δημοκρατία επιχειρεί να σταθεροποιηθεί μετά από αλλεπάλληλες κρίσεις, και ενώ η αξιοπιστία της εξαντλείται. Όμως, το μέγεθος και η έκταση των στοιχείων που χειρίζεται η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία υπονομεύουν κάθε προσπάθεια αποσιώπησης.
Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι «τεχνική δυσλειτουργία», ούτε διοικητικό λάθος. Πρόκειται για πολιτικό σκάνδαλο πρώτης γραμμής, με ευθείες ενδείξεις κατάχρησης εξουσίας, πολιτικής μεροληψίας και πιθανής διασπάθισης κοινοτικών πόρων. Το ζήτημα πλέον δεν είναι αν θα διερευνηθούν οι ευθύνες, αλλά αν το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει την αντοχή και τη θέληση να το πράξει, ή αν θα αφήσει για ακόμη μια φορά τη λογοδοσία να χαθεί μέσα στη σιωπή των πλειοψηφιών.