Το σκάνδαλο του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ) χαρακτηρίζεται ως ένα διαρκές έγκλημα εις βάρος των νόμιμων Ελλήνων πολιτών και των ευρωπαϊκών θεσμών, καθώς αποκαλύπτει μια εκτεταμένη πρακτική υφαρπαγής ευρωπαϊκών επιδοτήσεων. Το φαινόμενο αυτό αναδεικνύει μια ανησυχητική πραγματικότητα: τμήματα της κοινωνίας, με την ανοχή και τη συγκάλυψη κυβερνητικών παραγόντων, πλούτιζαν αδικαιολόγητα μέσω ενός μηχανισμού που φέρεται να σχεδιάστηκε με επίκεντρο τον ΟΠΕΚΕΠΕ.
Ο ΟΠΕΚΕΠΕ παρουσιάζεται ως κέντρο διαφθοράς, όπου η κλοπή ευρωπαϊκών κονδυλίων φέρεται να διεξαγόταν συστηματικά. Οι εξελίξεις αναδεικνύουν τη σοβαρότητα της κατάστασης, ενώ εγείρουν ερωτήματα για τη θεσμική του ανεξαρτησία και τη δυνατότητα εσωτερικής εξυγίανσης.
Δύο βασικά φαινόμενα ανακύπτουν από την υπόθεση. Πρώτον, μεγάλο μέρος της κοινωνίας στην επαρχία, και κυρίως αγρότες και κτηνοτρόφοι, φέρεται να συμμετείχε σε ένα οργανωμένο σύστημα απάτης, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Κρήτη, όπου φέρεται να σημειώθηκε μαζική καταστρατήγηση του πλαισίου χορήγησης επιδοτήσεων. Το γεγονός αυτό αποδίδεται σε πολιτική κάλυψη, που φέρεται να παρείχε προστασία στους εμπλεκόμενους. Παρόμοιες πρακτικές φέρεται να παρατηρήθηκαν και σε άλλες περιοχές όπως η Θεσσαλία, αναδεικνύοντας τη διαμόρφωση μιας ευρύτερης νοοτροπίας απάτης.
Δεύτερον, το σκάνδαλο έχει σαφείς πολιτικές διαστάσεις. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, το ύψος των υπεξαιρεθέντων ποσών ενδέχεται να φθάνει τα πέντε δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό υπερδιπλάσιο από τις αρχικές αναφορές των δύο δισεκατομμυρίων ευρώ. Η έξαρση της απάτης φέρεται να σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, με τη δημόσια διοίκηση να εμφανίζεται όχι μόνο ενήμερη, αλλά και καθοδηγητική σε πολλές περιπτώσεις. Οι σχετικές καταγγελίες υποστηρίζουν ότι κυβερνητικά στελέχη ενίσχυαν τη συμμετοχή πολιτών στο σύστημα του ΟΠΕΚΕΠΕ, λειτουργώντας ως κρίκοι ενός καλά οργανωμένου μηχανισμού εξαπάτησης.
Η δήλωση του αρμόδιου Υπουργού Δικαιοσύνης, Κωνσταντίνου Τσιάρα, σύμφωνα με την οποία το πρόστιμο των 400 εκατομμυρίων ευρώ θα καλυφθεί από τον Έλληνα φορολογούμενο, έχει προκαλέσει αντιδράσεις. Πολλοί ζητούν πλήρη κάθαρση, με στόχο τη διαλεύκανση της υπόθεσης και την τιμωρία όλων όσοι ενεπλάκησαν, πολιτικά ή οικονομικά. Εκφράζεται η θέση ότι ο ΟΠΕΚΕΠΕ, ως θεσμικός φορέας που θεωρείται επίκεντρο της απάτης, δεν μπορεί να ηγηθεί της διαδικασίας εξυγίανσης. Αντιθέτως, προτείνεται θεσμική αναδιάρθρωση και ανεξάρτητη έρευνα.
Κεντρικό αίτημα αποτελεί η αυστηρή τιμωρία των υπευθύνων και η δήμευση των περιουσιών όσων καταχράστηκαν ευρωπαϊκά κονδύλια. Καλούνται να επιστρέψουν τα ποσά, είτε σε ρευστό είτε σε περιουσιακά στοιχεία, ενώ ζητείται μηδενική ανοχή σε πολιτικούς, αγρότες και κτηνοτρόφους που συμμετείχαν στην παράνομη διαδικασία. Υπογραμμίζεται ότι οι υποθέσεις πρέπει να προωθηθούν άμεσα στη δικαιοσύνη, ώστε να ελεγχθούν όλα τα φυσικά πρόσωπα που έλαβαν παράνομα ενισχύσεις.
Η γενικευμένη εκτίμηση που διατυπώνεται είναι ότι η κυβέρνηση γνώριζε, συγκάλυπτε ή και καθοδηγούσε τη δράση του εν λόγω μηχανισμού. Η διάσταση των πέντε δισεκατομμυρίων ευρώ καθιστά απίθανη την εκδήλωση της υπόθεσης εν αγνοία των αρμόδιων αρχών. Το σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ δεν θεωρείται μεμονωμένο περιστατικό, αλλά ένα πλήρως δομημένο δίκτυο εξαπάτησης, που εκθέτει τη χώρα διεθνώς.
Η σημερινή κυβέρνηση δεν προχώρησε σε καμία ουσιαστική διαδικασία κάθαρσης, αφήνοντας να διατηρείται η ατιμωρησία, ενώ παράλληλα συγκαλύφθηκαν εκτεταμένα φαινόμενα απάτης και διαφθοράς.
Απαίτηση δικαιοσύνης και θεσμικής επανεκκίνησης
Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ έχει αναδείξει με εμφατικό τρόπο τις εκτεταμένες παθογένειες του κρατικού μηχανισμού και τη βαθιά κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στο κράτος δικαίου. Η κυβέρνηση καλείται να επιλέξει έναν και μοναδικό δρόμο: τον εντοπισμό όλων όσοι εισέπραξαν παρανόμως ευρωπαϊκές επιδοτήσεις και την άμεση ενεργοποίηση των προβλεπόμενων νομικών διαδικασιών για την επιστροφή των χρημάτων. Σε περιπτώσεις όπου οι παράνομες επιδοτήσεις συμψηφίστηκαν με χρέη προς το Δημόσιο, είναι αυτονόητο ότι τα χρέη αυτά θα αναβιώσουν πλήρως.
Αβεβαιότητα προκύπτει σχετικά με τις δηλώσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης Κωνσταντίνου Τσιάρα, σύμφωνα με τις οποίες το πρόστιμο που επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση ενδέχεται να καλυφθεί από τον κρατικό προϋπολογισμό. Αν επιβεβαιωθεί επίσημα αυτή η δήλωση, θέτει ζήτημα πολιτικής και ηθικής ευθύνης. Η λογική κατά την οποία τα οφέλη ιδιοποιούνται από επιτήδειους, ενώ οι ζημίες επιβαρύνουν συλλογικά τους πολίτες, κρίνεται ασύμβατη με κάθε έννοια δικαίου, ιδίως όταν πρόκειται για κέρδη που προέκυψαν μέσω απάτης.
Η έκταση της απάτης, είτε αφορά 200.000 πολίτες είτε λιγότερους, δεν μπορεί να αποτελέσει άλλοθι για την αποφυγή της λογοδοσίας. Η κυβέρνηση, ανεξαρτήτως πολιτικού κόστους, οφείλει να ανακτήσει τα παράνομα ποσά και να αποκαταστήσει το αίσθημα δικαιοσύνης στην κοινωνία. Εάν ο Πρωθυπουργός επιθυμεί να διαφοροποιηθεί από πολιτικές πρακτικές του παρελθόντος, οφείλει να προβεί σε δημόσια αποκήρυξη και ουσιαστική ρήξη με αυτές. Το πολιτικό όφελος από τέτοιες πρακτικές ενδέχεται να ήταν υπαρκτό, ωστόσο η εποχή των «σιωπηλών ανοχών» φαίνεται πως φτάνει στο τέλος της.
Η απόφαση για πλήρη αναζήτηση των ποσών από κάθε εμπλεκόμενο πρόσωπο θα αποτελέσει σαφές πολιτικό μήνυμα. Οι πολίτες που αγωνίζονται καθημερινά για την επιβίωσή τους αντιδρούν έντονα όταν γίνονται αποδέκτες ειδήσεων για εύκολα και αδικαιολόγητα κέρδη. Για πολλούς, τα ποσά των 30.000 ευρώ που φέρεται να εισέπραξαν ορισμένοι αποτελούν ετήσιο ή ακόμη και διετές οικογενειακό εισόδημα. Η κοινωνική οργή μπορεί να γίνει ανεξέλεγκτη, αν διαφανεί ότι το πρόστιμο θα κατανεμηθεί στους φορολογούμενους.
Η όποια κυβερνητική επιλογή οφείλει να λάβει υπόψη της και τη διαπαιδαγωγική διάσταση της τιμωρίας. Η αυστηρή αντιμετώπιση των δραστών λειτουργεί αποτρεπτικά και σηματοδοτεί το πέρασμα σε μια νέα εποχή λογοδοσίας. Αντιθέτως, η επιβράβευση της απάτης μέσω ατιμωρησίας, ή ακόμη χειρότερα μέσω συλλογικής κάλυψης του κόστους, εκπέμπει ένα επικίνδυνο κοινωνικό μήνυμα.
Σε αυτό το πλαίσιο ανακύπτει και το ζήτημα της διοίκησης του κράτους. Το λεγόμενο «επιτελικό κράτος» κρίνεται δομικά ανεπαρκές να αντιμετωπίσει τέτοια φαινόμενα διαφθοράς. Η σημερινή μορφή του Δημοσίου δεν επιτρέπει επιτελική λειτουργία. Η ανάγκη για πλήρη ανασυγκρότηση της δημόσιας διοίκησης είναι επιτακτική, πλην όμως το σημερινό πολιτικό προσωπικό εμφανίζεται αδύναμο να φέρει εις πέρας ένα τέτοιο έργο, λόγω έλλειψης σχεδίου και γνώσης. Έτσι, το κράτος εξακολουθεί να λειτουργεί με μια διοικητική δομή που απαιτεί δεκάδες υπουργούς και υφυπουργούς, διαιωνίζοντας αναποτελεσματικότητα και ευνοώντας την παραγωγή σκανδάλων.
Συνεπώς, το υφιστάμενο μοντέλο όχι μόνο αποτυγχάνει να αποτρέψει την κακοδιοίκηση, αλλά συχνά τη γεννά. Η έννοια του «επιτελικού κράτους» αποδεικνύεται περισσότερο επικοινωνιακή παρά ουσιαστική, καθώς δεν συνοδεύεται από την απαραίτητη θεσμική υποδομή και τεχνογνωσία για την εφαρμογή της.
Ώρα μηδέν για την κυβέρνηση και το κράτος-παρωδία
Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι απλώς μια υπόθεση διαφθοράς. Είναι ένα χαστούκι στα πρόσωπα των πολιτών που πληρώνουν φόρους, δουλεύουν τίμια και παλεύουν καθημερινά για την επιβίωσή τους. Απέναντί τους, ένα ολόκληρο κύκλωμα — με πολιτική κάλυψη και την ανοχή του κρατικού μηχανισμού — λεηλάτησε δισεκατομμύρια ευρώ από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις. Η κυβέρνηση δεν έχει πια την πολυτέλεια του δισταγμού ή της υπεκφυγής. Έχει έναν δρόμο μπροστά της: να εντοπίσει όλους όσοι εισέπραξαν παράνομα και να τους τα πάρει πίσω μέχρι το τελευταίο ευρώ.
Η σιωπή ή η συγκάλυψη δεν είναι απλώς συνενοχή. Είναι συνέργεια. Οι περιπτώσεις συμψηφισμού παράνομων επιδοτήσεων με χρέη προς το Δημόσιο είναι πρόκληση. Αν ίσχυσε αυτό, το χρέος πρέπει να αναβιώσει άμεσα, και οι εμπλεκόμενοι να λογοδοτήσουν. Δεν γίνεται να χρωστάς, να κλέβεις, και στο τέλος να μη σε ακουμπάει κανείς.
Η ενδεχόμενη δήλωση του υπουργού Δικαιοσύνης Κωνσταντίνου Τσιάρα ότι το πρόστιμο των 400 εκατομμυρίων ευρώ θα το πληρώσει ο κρατικός προϋπολογισμός, αν ευσταθεί, συνιστά πολιτικό και ηθικό ατόπημα πρώτης γραμμής. Ένας υπουργός που θεωρεί φυσιολογικό να πληρώνει ο φορολογούμενος τα σπασμένα των απατεώνων δεν αξίζει ούτε την καρέκλα του ούτε την παραμικρή θεσμική κάλυψη. Οφείλει να αποχωρήσει, χωρίς καμία πολιτική ασυλία, χωρίς κίτρινη κάρτα. Κατευθείαν έξοδος.
Δεν έχει καμία σημασία αν οι εμπλεκόμενοι είναι 200.000 ή λιγότεροι. Ούτε αν βρίσκονται σε εκλογικές περιφέρειες που “πονάνε” πολιτικά. Η Δικαιοσύνη δεν είναι δημοσκόπηση, και η διακυβέρνηση δεν μπορεί να λειτουργεί με το βλέμμα στα ποσοστά. Αν ο πρωθυπουργός θέλει να λέει πως είναι διαφορετικός από τους προκατόχους του, τώρα είναι η στιγμή. Η ανοχή σε αυτό το πλιάτσικο είναι πολιτική αυτοκτονία — και κοινωνική πρόκληση.
Οι πολίτες που ζουν με 15.000 και 20.000 ευρώ τον χρόνο ακούνε για παράνομες επιδοτήσεις των 30.000 ευρώ και εξοργίζονται. Δίκαια. Δεν θέλει πολύ για να εκραγεί η κοινωνική οργή. Αν η κυβέρνηση επιχειρήσει να φορτώσει στους φορολογούμενους το πρόστιμο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα έχει υπογράψει τη δική της πολιτική θανατική καταδίκη. Δεν πρόκειται για ένα ακόμη λάθος. Πρόκειται για την επιβράβευση της απάτης. Και αυτό δεν συγχωρείται.
Η τιμωρία δεν είναι εκδικητική. Είναι απολύτως απαραίτητη. Είναι το μόνο μήνυμα που μπορεί να σταλεί σε μια κοινωνία που έχει μάθει ότι ο απατεώνας αμείβεται και ο νομοταγής χλευάζεται. Αν δεν πληρώσουν οι ένοχοι, η χώρα δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ. Κανένα αναπτυξιακό σχέδιο, καμία επένδυση, κανένα Ταμείο Ανάκαμψης δεν μπορεί να πατήσει πάνω σε ένα έδαφος σήψης.
Και όσο για το περίφημο “επιτελικό κράτος”; Ένα αστείο. Το ελληνικό Δημόσιο είναι τόσο επιτελικό όσο κι ένας τενεκές δίχως πάτο. Δεν διοικείται, απλώς σέρνεται, και το μόνο που κάνει καλά είναι να καλύπτει τις αθλιότητές του. Με 60 υπουργούς και υφυπουργούς για να λειτουργεί, η δήθεν “επιτελική δομή” είναι το φύλλο συκής για ένα κράτος που υπάρχει μόνο για να παράγει σκάνδαλα, να συντηρεί κομματικά δίκτυα και να προστατεύει εγκληματίες με γραβάτα.
Δεν φταίνε μόνο οι λίγοι που έκλεψαν. Φταίνε και οι πολλοί που τους κάλυψαν. Και η τιμωρία δεν μπορεί να μείνει στα λόγια. Γιατί αν δεν σπάσει τώρα το απόστημα, θα σπάσει στα χέρια των πολιτών. Και τότε δεν θα μείνει τίποτα όρθιο.