Ένα σκάνδαλο που εκτυλίσσεται σταδιακά τους τελευταίους μήνες έρχεται πλέον με μεγαλύτερη λεπτομέρεια στη δημοσιότητα, καθώς, σύμφωνα με έρευνα της Welt am Sonntag, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρεται να έχει χρηματοδοτήσει περιβαλλοντικές μη κυβερνητικές οργανώσεις για να διεξάγουν στοχευμένες εκστρατείες και να ασκήσουν νομικές πιέσεις κατά εταιρειών και κρατών-μελών, με στόχο την επιβολή της ευρωπαϊκής πολιτικής για το κλίμα. Όπως αναφέρεται, τα ποσά που διατέθηκαν έφτασαν έως και τα 700.000 ευρώ ανά οργάνωση, ενώ οι δράσεις περιελάμβαναν μεταξύ άλλων την κατάθεση αγωγών, τη διοργάνωση κινητοποιήσεων, την άσκηση πολιτικής πίεσης, αλλά και την παρέμβαση στη νομοθετική διαδικασία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η εφημερίδα στηρίζεται σε μυστικές συμβάσεις τις οποίες κατάφερε να δει σε έναν ιδιαίτερα περιορισμένο και ελεγχόμενο ηλεκτρονικό τερματικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες. Η πρόσβαση σε αυτόν τον υπολογιστή γίνεται μόνο με ειδική άδεια, τα έγγραφα είναι μη αναζητήσιμα και μη εκτυπώσιμα, ενώ παραμένουν ανοιχτά μόλις για 30 λεπτά ανά συνεδρία πριν απαιτηθεί νέα επαναφόρτωση. Δημοσιογράφοι που είχαν πρόσβαση σε αυτό το σύστημα περιγράφουν μια διαδικασία σχεδιασμένη όχι μόνο για τη διατήρηση της μυστικότητας, αλλά και για την αποτροπή της πλήρους ανάγνωσης του περιεχομένου.
Μέσα από αυτά τα αρχεία αποκαλύπτεται ότι το 2022 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέγραψε συμβάσεις με ΜΚΟ, όπως η ClientEarth και οι Friends of the Earth, με ρητούς όρους που προέβλεπαν συγκεκριμένες ενέργειες κατά ευρωπαϊκών πολιτικών και εταιρειών. Η ClientEarth, για παράδειγμα, φέρεται να έλαβε 350.000 ευρώ για να καταθέσει αγωγές κατά γερμανικών σταθμών παραγωγής ενέργειας από άνθρακα, στοχεύοντας τις άδειες εκπομπών ρύπων και χρήσης υδάτων, με στόχο την αύξηση του «οικονομικού και νομικού κινδύνου» των φορέων εκμετάλλευσης. Οι ενέργειες αυτές πραγματοποιήθηκαν, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, χωρίς να ενημερωθούν οι αρμόδιες αρχές της Γερμανίας και ανεξάρτητα από τη βούληση των κρατών-μελών.
Παράλληλα, η ΜΚΟ Friends of the Earth φέρεται να έλαβε χρηματοδότηση ύψους 700.000 ευρώ για να παρέμβει στις διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ της ΕΕ και της Mercosur. Παρότι η συμφωνία αποτελεί προτεραιότητα της Γενικής Διεύθυνσης Εμπορίου της Επιτροπής, η Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος φέρεται να ανέθεσε στην οργάνωση να πραγματοποιήσει τρεις συναντήσεις με μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και δύο με εκπροσώπους της Επιτροπής, με στόχο την ανατροπή της συμφωνίας. Το επιχείρημα ήταν οι ενδεχόμενες επιπτώσεις της στην προστασία του περιβάλλοντος και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αντίστοιχες συμφωνίες καταγράφηκαν και με άλλες οργανώσεις. Η Health and Environment Alliance φέρεται να έλαβε 700.000 ευρώ για να αντιταχθεί στην ανανέωση της άδειας κυκλοφορίας του ζιζανιοκτόνου glyphosate, μέσα από εκστρατείες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και συναντήσεις με ευρωβουλευτές. Η Bankwatch και το Ευρωπαϊκό Περιβαλλοντικό Γραφείο φέρονται επίσης να περιλαμβάνονται σε αυτό το δίκτυο επιχορηγήσεων.
Οι ενέργειες αυτές αποτυπώνουν ένα ευρύτερο σχέδιο μέσω του οποίου η Κομισιόν αξιοποίησε χρηματοδοτούμενες οργανώσεις για την προώθηση της «Πράσινης Συμφωνίας» πέραν των συνήθων θεσμικών διαδικασιών, χρησιμοποιώντας εργαλεία άσκησης πίεσης που σε πολλές περιπτώσεις λειτούργησαν παρασκηνιακά και χωρίς δημόσια λογοδοσία. Συνολικά, μόνο για το έτος 2022, η Επιτροπή φέρεται να διέθεσε πάνω από 15 εκατομμύρια ευρώ για δραστηριότητες ακτιβισμού και lobbying. Αν και τα ποσά ενδέχεται να φαίνονται περιορισμένα, ο αντίκτυπος αυτών των δράσεων θεωρείται ιδιαίτερα υψηλός, καθώς οι ΜΚΟ αποτελούν ένα από τα πιο οικονομικά μέσα άσκησης επιρροής.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέρριψε τους ισχυρισμούς, τονίζοντας ότι δεν υπάρχουν μυστικές συμφωνίες και ότι όλες οι επιχορηγήσεις είναι καταχωρημένες στη βάση δεδομένων οικονομικής διαφάνειας. Ωστόσο, οι αποκαλύψεις της Welt ενίσχυσαν τις ήδη εκφρασμένες επιφυλάξεις από πολιτικούς κύκλους. Η Γερμανίδα ευρωβουλευτής του FDP Σβένια Χαν δήλωσε ότι πρόκειται για υπόθεση που θίγει σοβαρά την εμπιστοσύνη προς την Επιτροπή και παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Ο Μάρκους Πίπερ του CDU εξέφρασε επίσης έντονες αντιδράσεις, τονίζοντας ότι η εκτελεστική εξουσία δεν μπορεί να λειτουργεί ως σκηνοθέτης της νομοθετικής διαδικασίας.
Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο είχε ήδη τον Απρίλιο του 2024 διατυπώσει ενστάσεις για την αδιαφάνεια που περιβάλλει τη χρηματοδότηση ΜΚΟ. Σύμφωνα με την υπεύθυνη της σχετικής έκθεσης, Λάιμα Αντρίκιενε, κατά την τριετία 2021–2023 διατέθηκαν άνω των 7 δισεκατομμυρίων ευρώ σε οργανώσεις που δραστηριοποιούνται σε τομείς όπως το περιβάλλον, η μετανάστευση, η συνοχή και η έρευνα. Η ίδια επισήμανε ότι τα στοιχεία για τη ροή αυτών των κονδυλίων είναι αποσπασματικά, καθιστώντας αδύνατη την πλήρη αποτίμηση της επίδρασης και της αποτελεσματικότητάς τους.
Σύμφωνα με τη Welt, η πρακτική αυτή δεν ξεκίνησε το 2022, αλλά φαίνεται να ακολουθείται συστηματικά ήδη από το 2017, ενώ θεωρείται ότι συνεχίζεται και σήμερα. Η επιμονή της Επιτροπής να ενισχύει φωνές και οργανώσεις που λειτουργούν εντός και εκτός θεσμών υπέρ της πράσινης πολιτικής γραμμής της, εγείρει ερωτήματα για τη θεσμική ουδετερότητα, τη δημοκρατική νομιμοποίηση των πολιτικών αποφάσεων και τη χρήση του κρατικού μηχανισμού για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένης ατζέντας. Παράλληλα, το ενδεχόμενο υπονόμευσης εθνικών πολιτικών επιλογών, ακόμη και εσωτερικών πρωτοβουλιών της ίδιας της ΕΕ, αποτυπώνει μια ανησυχητική δυναμική αυτονομίας επιμέρους τμημάτων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η δημόσια συζήτηση που αναμένεται να πυροδοτηθεί ενόψει των ευρωπαϊκών εξελίξεων φέρνει στο προσκήνιο ένα κρίσιμο ερώτημα για το μέλλον της Ένωσης: ποιος αποφασίζει για τις πολιτικές κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης – οι θεσμοθετημένες διαδικασίες ή ένα δίκτυο οργανώσεων και επιτροπών που δρουν στα παρασκήνια;